Κάντε κλικ για να μεταβείτε στα περιεχόμενα.


 ΟΙ ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ


ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΜΕ ΤΗΝ ΠΑΠΑΔΟΠΟΎΛΟΥ ΑΓΑΠΗ

ΕΡΩΤΗΣΗ: Πώς λέγεστε;

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Παπαδοπούλου Αγάπη λέγομαι τώρα. To πατρικό μου Ουφαϊδου (Ιωαννίδου).

ΕΡΩΤΗΣΗ: Πότε γεννηθήκατε;

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Γεννήθηκα το 1916 με 1917.

ΕΡΩΤΗΣΗ: Από πού κατάγεστε;

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Κατάγομαι από το χωριό Ίνει του νομού Σεβάστειας.

ΕΡΩΤΗΣΗ: Σε τι ηλικία φύγατε από τον Πόντο;

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Σε ηλικία 6 με 7 χρόνων.

ΕΡΩΤΗΣΗ: Τι συνέβη και φύγατε από τον τόπο σας;

Ιούνιος 1958 : Μάχη (κόρη της Χαρίκλειας) , Ελένη ( Ανηψιά της Μουμιακμάζ) , Ανθούλα (κόρη της Μαρίας) , Μαρία (κόρη της Χαρίκλειας)

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Υπήρχε πόλεμος. Σκληρός πόλεμος. Μάζευαν τους πατεράδες μας και τους στέλνανε εξορία. Όταν έγινε το μεγάλο κακό με τους Τούρκους, φύγαμε μαζί με τ’ άλλα 6 αδέρφια μου και με κουβαλούσε στην πλάτη του ο μεγάλος μου αδερφός, γιατί ήμουν πολύ μικρή. Φτάσαμε στην Τοκάτη. Εκεί βρεθήκαμε κάτω από ένα δέντρο εγώ και η αδελφούλα μου που ήταν πιο μεγάλη από εμένα. Τα άλλα μου αδέρφια χάθηκαν. Στην Τοκάτη βρεθήκαμε σ’ ένα ορφανοτροφείο. Από εκεί μας πήρε η οικογένεια της Χαρίκλειας Μουμιακμάζ για ψυχοκόρες. Η Χαρίκλεια ήταν χήρα και είχε δύο γιους και τρεις κόρες. Ο ένας γιος σπούδαζε στην Κωνσταντινούπολη. Ο άλλος είχε στη Σαμψούντα μαγαζί με αποικιακά. Οι κόρες ήταν στο σπίτι. Αυτή η κυρία ανέλαβε να προστατεύει την αδερφή μου κι εμένα. Εκεί μείναμε δυο χρόνια.

Από την Τοκάτη φύγαμε για τη Σαμψούντα  Μετά γίνεται κάτι χειρότερο. Πήρανε τους άντρες, τους βάλανε σε ομάδες – ολόκληρα στρατόπεδα – και τους πήγαν έξω από τη Σαμψούντα σ’ ένα μέρος που το έλεγαν Σεϊτάν Τερέ, δηλαδή το Ρέμα του Διαβόλου. Εκεί η αφρόκρεμα της Σαμψούντας εξορίστηκε, κρεμάστηκε, θανατώθηκε. Οι δικοί μας ζωστήκανε στη μέση τους λίρες πολλές (είχαν λεφτά και ήθελαν να τα γλιτώσουν). Ούτε τα λεφτά τους γλίτωσαν ούτε τίποτε. Όλο εκείνο το διάστημα της απουσίας τους πήραμε μόνο ένα τηλεγράφημα κι ένα γράμμα. Η αδερφή τους που ήταν πιο μεγάλη από μένα χοροπήδαγε από τη χαρά της. Αυτή ήταν η μόνη είδηση που πήραμε. 

Μετά από 3 – 4 χρόνια, το 1922, φύγαμε από τη Σαμψούντα για την Κωνσταντινούπολη. Πριν φύγουμε, η μάνα έλεγε στα παιδιά της: «Παιδιά μου, αφήστε τις δουλειές σας, να φύγουμε, να πάμε στην Κωνσταντινούπολη». Κάποιος πρώτος ξάδερφός της είχε φύγει με την οικογένειά του και είχε γλιτώσει και τη σφαγή και όλα τ’ άλλα. Ύστερα φύγανε από την Πόλη στην Αθήνα και έγιναν μεγάλοι και τρανοί. Πάντοτε τα παιδιά πρέπει ν’ ακούν τη μάνα, όσο γριά και να είναι. Γιατί η μάνα προέβλεπε το κακό και έλεγε: «Παιδιά μου, αφήστε τις δουλειές σας, να φύγουμε με την ψυχή μας». Και τα παιδιά λυπόντουσαν, γιατί ζούσαν πολύ καλά. Ήταν η αφρόκρεμα της Σαμψούντας, γιατροί, μεγαλέμποροι. Αυτοί όλοι σφάχτηκαν. Αυτοί που δούλευαν στα βαπόρια, οι καπετάνιοι, οι πλοίαρχοι, όλοι κρεμάστηκαν και σφάχτηκαν. Έγινε μεγάλη σφαγή στη Σαμψούντα και στην Τοκάτη. Πολύ λίγοι γλίτωσαν.

Ο άντρας μου αργότερα μου έλεγε ότι, όταν γίνονταν οι σφαγές, εκείνος ήταν 16 χρόνων. Η μάνα του η καημένη, επειδή φοβόταν, τον έντυσε με γυναικεία ρούχα,

1960 : Γιώργος Σωτηριάδης (γαμπρός της Αγάπης) , Αγάπη, Σοφία (Κόρη της Αγάπης), Αλίκη (Κόρη της Αγάπης), μικρός Χρήστος (γιος Γιώργου και Σοφίας Σωτηριάδη)

 για να τον σώσει. Εκείνος όμως της έλεγε: «Μαμά, να παραδοθώ, γιατί κοντά σε μένα θα χαθείς κι εσύ και η Μαριάνθη (η μονάκριβη αδελφούλα του)». Ο θείος του είχε φύγει και κρεμάστηκε. Ο ίδιος ο άντρας μου που έφυγε γλίτωσε, γιατί ο αξιωματικός που τους οδηγούσε ήταν φιλέλληνα. Άλλαξε δρόμο και δεν πήγαν από το δρόμο που πήγαν τους άλλους στη σφαγή. Μετά οι Τούρκοι έδωσαν άδεια, όποιος μπορούσε και είχε τις δυνάμεις να φύγει, να πάει στην Πόλη, εδώ, εκεί. Οι δικοί μας φύγανε και πήγανε στην Πόλη.

Ήρθαμε στην Κωνσταντινούπολη. Στην Κωνσταντινούπολη κάτσαμε περίπου 3 χρόνια και το 1924 – 25 ήρθαμε στη Θεσσαλονίκη. Όλο αυτό το διάστημα τι ραδιόφωνα, τι εφημερίδες, τι ο ένας να ρωτάει τον άλλο: «Είδες το παιδί μου;», «Πού είναι το δικό σου το παιδί;», «Πού είναι το άλλο παιδί;». Ο κόσμος ανάστατος.

ΕΡΩΤΗΣΗ: Στις μετακινήσεις που κάνατε από το ένα μέρος στο άλλο περάσατε δυσκολίες;

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Αφού γινόταν πόλεμος, ο κόσμος θα ήταν σε καλή κατάσταση; Δυσκολίες περάσαμε πάρα πολλές. Μεγάλες ταλαιπωρίες. Πρήζονταν τα πόδια και οι πλάτες, οι άνθρωποι αρρώσταιναν στους δρόμους, άλλος πέταγε το ανίψι του, άλλος πέταγε το παιδί του. Στο πλοίο, εκείνοι που δεν είχαν χρήματα, κοιμόντουσαν στα καταστρώματα. 

ΕΡΩΤΗΣΗ: Πώς φτάσατε εδώ στη Ελλάδα, στο Ριζό;

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Όπως σας είπα το 1924 – 25 ήρθαμε στη Θεσσαλονίκη. Το 1929 – 30 βρέθηκα με τα αδέρφια μου. Και πώς βρεθήκαμε; Όταν είχαμε έρθει στη Θεσσαλονίκη, ήμουνα ψυχοκόρη μαζί με την αδερφή μου σε μια οικογένεια, όπως σας έχω ήδη αναφέρει. Αυτή η οικογένεια είχε μια πολύ γνωστή της οικογένεια η οποία είχε ένα κορίτσι. Αυτό το κορίτσι πήγε στη Βέροια και παντρεύτηκε τον πρώτο μου ξάδερφο. Όταν ο αδερφός μου, που ζούσε κι αυτός στη Βέροια, βρέθηκε μ’ αυτό το κορίτσι, της είπε: «Αχ, δύο αδερφές είχαμε και τις χάσαμε». Αυτό το κορίτσι, μόλις άκουσε τα ονόματα Αγάπη και Σοφία, τους είπε: «Σηκωθείτε. Ξέρω ότι η Αγάπη είναι στο ορφανοτροφείο “Μέλισσα” στη Θεσσαλονίκη».

Όταν ήρθαμε από την Πόλη, τη «μάνα» μας τη φιλοξενούσε η κουνιάδα της και σου λέει: «Αυτό το παιδί μην το αδικήσουμε». Έτσι με βάλανε για 4 – 5 χρόνια στο ορφανοτροφείο. Στο ορφανοτροφείο όλες μου οι συμμαθήτριες ήταν Σμυρνιές. Το σχολείο μας ήταν πολύ ωραίο, είχαμε πολύ καλές δασκάλες. Ήταν όμως πολύ φτωχό. Εκείνα τα χρόνια τα ιδρύματα δεν ήταν όπως τώρα. Τα συντηρούσανε οι πλούσιες της Θεσσαλονίκης και οι γεροντοκόρες. Η διευθύντριά μας ήταν Σμυρνιά και την έλεγαν Κοντοστάθη.

Στο μεταξύ ο μεγάλος μου αδερφός ήρθε και μας βρήκε. Αφού μας βρήκε, μετά 2 – 3 χρόνια θέλησε να με πάρει μαζί του, γιατί θα γινόταν διανομή γης και ήθελε να μου πάρει χωράφι. Με την οικογένεια που μεγάλωσα ζυμωθήκαμε, έγινε η μ ά ν α μου εκείνη η γυναίκα, έγινε η     α δ ε ρ φ ή  μου. Γι’ αυτό δε θέλω να φύγω και κλαίω. Έρχεται ο γαμπρός μας, ο άντρας της μιας από τις κόρες της μάνας μου, στο φτωχικό του αδερφού μου. Εγώ εκεί μάζευα λίγο βαμβάκι που είχε. Μόλις τον είδα, έτρεξα, τον αγκάλιασα. Αυτός με πήγε στο σπίτι. Εγώ έκλαιγα. Με πήγαν στο γραφείο να υπογράψω να πάρω χωράφι. «Δε θέλω χωράφι», έλεγα. Η αδερφή μου η μεγάλη ήταν έγκυος, η μάνα που με μεγάλωσε ήταν κατάκοιτη στο κρεβάτι για 3 χρόνια και την κοίταζα εγώ. Εκείνη μου λέει: «Παιδί μου, να πεθάνω και να ελευθερωθείς κι εσύ». Εγώ έπεφτα επάνω της και έκλαιγα. Δεν ήθελα να πεθάνει. Δεν έλεγα: «Αυτή η γυναίκα υποφέρει, τον θάνατο τον ζητάει να ελευθερωθεί κι η ίδια κι εγώ», αλλά έκλαιγα.

Στο Ριζό βρέθηκα το 1932 – 33 όταν με «έκλεψε» ο άντρας μου, ο Χρήστος Αθανασιάδης. Τότε έγινε και η διανομή και πήραμε χωράφια. Για τα χωράφια και μόνο, 16 χρόνων ήμουνα δεν ήμουνα, με «κουκούλωσαν».

Το 1937 ο άντρας μου πήγε στρατιώτης στο Ιππικό. Του έδωσαν ένα πολύ τρελό άλογο το οποίο είχε σκοτώσει δύο στρατιώτες. Ο άντρας μου το εξημέρωσε και τον θαύμαζε ο κόσμος.

Το 1945 φύγαμε για τη Θεσσαλονίκη. Το 1950 πέθανε ο άντρας μου. Μείναμε στη Θεσσαλονίκη μέχρι το 1955 και γύρισα με τα 4 παιδιά μου πάλι στο Ριζό, χωρίς να ξαναφύγουμε.

ΕΡΩΤΗΣΗ: Πώς ήταν η ζωή στον Πόντο; Τι θυμάστε ή τι σας είχαν πει οι γονείς σας;

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Να πω ότι πέρασα τα παιδικά μου χρόνια καλά; Δεν πέρασα. Κλαίγανε οι μεγάλοι, κλαίγαμε κι εμείς τα πιτσιρίκια. Ξέρεις τι άνθρωποι χάθηκαν; Η οικογένειά μου είχε 8 παιδιά. Εμένα και την αδερφή μου μας πήραν και μας μεγάλωσαν  σ’ ένα πλούσιο σπίτι. Τα μάτια της αδερφής μου πονούσανε και την κάνανε καλά. Εμένα ήθελαν να με σπουδάσουνε. Σου λέει δύο ορφανά. Το άλλο να βοηθάει στο σπίτι. Και τι βοήθεια να έδινε; Πιτσιρίκα κι εκείνη να μαζέψει τις σταχτοθήκες, τις κλωστές απ’ τα χαλιά. Αυτή ήταν η βοήθεια στη μάνα. Ήταν άγιοι άνθρωποι αλλά καλό δεν είδανε. Τ’ αδέρφια μου δεν τα γνώρισα. Τη μάνα μου δεν τη γνώρισα. Είχε πεθάνει μετά που γεννήθηκα. Ο πατέρας μου πέθανε στη φυλακή μαζί με το μεγαλύτερο αδερφό μου όπου τους είχαν κλείσει οι Τούρκοι, γιατί γινόταν πόλεμος. Να φανταστείς, εκείνα τα χρόνια ο πατέρας μου, καλός άνθρωπος (όλοι οι κάτοικοι τον αγαπούσαν, από τις εκκλησίες δεν έβγαινε) και έξυπνος, έστελνε τον μεγαλύτερό αδερφό μου από το χωριό στο γυμνάσιο της Σεβάστειας. Που εκείνα τα χρόνια πού να ξυπνήσουν οι χωρικοί και να στείλουν τα παιδιά τους στα γυμνάσια. Ήταν πιο απλοί οι άνθρωποι. Τον πατέρα μου δεν τον γνώρισα, ούτε τη μητέρα μου. Ν’ αγιάσουν αυτοί οι άνθρωποι που μας έσωσαν. Πείνα δεν τράβηξα. Χαρά δεν είδα. Σαν παιδί δεν έπαιξα με παιχνίδια.

ΕΡΩΤΗΣΗ: Ποιες ήταν οι σχέσεις σας με τους Τούρκους που ζούσαν στα μέρη σας;

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Ήτανε φιλικές, αλλά δόθηκε διαταγή «Όποιος Τούρκος σώσει Έλληνα, να σφαχτεί». Τα παιδιά βασίστηκαν στους μεγάλους (διοικητές, στρατιωτικούς) που τους είχαμε φίλους, εκείνοι όμως δεν μπορούσανε να βοηθήσουν, γιατί ο Κεμάλ πρώτα εκείνους θα έσφαζε και ύστερα τους δικούς μας.

ΕΡΩΤΗΣΗ: Πώς ήταν η ζωή σας όταν ήρθατε εδώ; Ποιες δυσκολίες αντιμετωπίσατε;

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Οι πρόσφυγες υποστήριζαν και αγαπούσαν ο ένας τον άλλο. Άμα είχε κανένας λεφτουδάκια, περνούσε καλά. Και με το πλοίο που ήρθαμε είχαμε καμπίνα. Δεν ήμασταν στο κατάστρωμα, γιατί οι δικοί μου πλήρωσαν λίρες. Τα καράβια με τα οποία φύγαμε είχαν αράξει μακριά από το λιμάνι, για να βγάλουν λεφτά και οι βαρκάρηδες που θα κουβαλούσαν τον κόσμο. Εμείς δεν πεινάσαμε, ενώ ο άλλος κόσμος πεινούσε. Οι πλούσιοι είχαν στην Κωνσταντινούπολη, στην τράπεζα λεφτά. Αυτοί που ήρθαν κατευθείαν από τον τόπο τους εδώ, υπέφεραν. Εκείνοι που είχαν χρήματα δεν τράβηξαν τόσα.

ΕΡΩΤΗΣΗ: Ποιες σκέψεις κάνετε σήμερα για τον τόπο που γεννηθήκατε;

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Δε θέλω να ξαναπάω στον τόπο μου, γιατί δεν υπάρχει τίποτα να δω. Ούτε το πατρικό μου υπάρχει τώρα. Αν πήγαινα στη Σαμψούντα, θα μπορούσα να προσανατολιστώ, αλλά θα ‘ταν δύσκολα πάλι. Στην Πόλη έμενα κοντά στο Πατριαρχείο. Μικρή εκεί πήγα στα νήπια και στην πρώτη δημοτικού. Δεν έχω πολλές αναμνήσεις. Και να θέλετε να με πάτε στον τόπο που γεννήθηκα, δεν πάω. Τι να πάω να δω; Ερείπια; Να ήμουνα τουλάχιστο 10 12 χρόνων, να θυμόμουνα κάποια πράγματα. Αλλά ήμουνα πολύ μικρή. 

 

Σεμερτζίδου Θεοδώρα (Ε΄ Τάξη), Φαντίδου Μαρία (ΣΤ΄ Τάξη)

 

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ  


Επιστροφή στη σελίδα Εργασίες

 

Web Design  by Κιοσσές Γιώργος