|
ΕΡΩΤΗΣΗ:
Πώς λέγεστε;
ΑΠΑΝΤΗΣΗ:
Φαντίδης Ιάκωβος του
Βασιλείου.
ΕΡΩΤΗΣΗ:
Πότε γεννηθήκατε;
ΑΠΑΝΤΗΣΗ:
Γεννήθηκα το 1908. Δηλαδή
είμαι 93 χρόνων.
ΕΡΩΤΗΣΗ:
Από πού κατάγεστε;
ΑΠΑΝΤΗΣΗ:
Γεννήθηκα στην Τουρκία,
στο Κιζίκ, στην πολιτεία
της Ζάρας που βρίσκεται
στην καρδιά του Πόντου.
ΕΡΩΤΗΣΗ:
Σε τι ηλικία φύγατε από
τον τόπο σας;
ΑΠΑΝΤΗΣΗ:
Όταν ήμουν 7 με 8 χρόνων
έφυγα εξορία στο
Κουρδιστάν (Μαλάτια,
Χαρπούτ, Ντιαρμπακίρ).
ΕΡΩΤΗΣΗ:
Δηλαδή πρώτα πήγατε εκεί
και μετά ήρθατε στην
Ελλάδα;
ΑΠΑΝΤΗΣΗ:
Στην Ελλάδα ήρθαμε το 1922,
όταν έγινε ανταλλαγή
πληθυσμών.
|
|
Ο
Ιάκωβος Φαντίδης στο
στρατό. |
|
ΕΡΩΤΗΣΗ:
Τι συνέβη και φύγατε από τον
τόπο σας;
ΑΠΑΝΤΗΣΗ:
Όταν είχανε πόλεμο οι Ρώσοι
με την Τουρκία, σηκώθηκε
πρώτα το Καρς και όταν
κατέβηκε ο πόλεμος στα δικά
μας μέρη, δε μας άφησε τίποτα.
Οι Τούρκοι κατάστρεψαν τα
σπαρτά και όλα και φύγανε.
Αναγκαστήκαμε και φύγαμε το
1917. Κατεβήκαμε στη Σαμψούντα,
καθίσαμε εκεί 3 – 4 χρόνια. Η
Σαμψούντα ήταν μεγάλη πόλη.
Ήτανε μεγάλη φτωχομάνα. Μετά
μάζεψαν οι Τούρκοι τους
άντρες από κει – εγώ ήμουν
ακόμα μωρό. 20 με 21 Μαΐου
περικύκλωσαν οι Τούρκοι τα
εργοστάσια, μάζεψαν τους
άντρες και πήγαν τους μισούς
σε ένα χωριό, το Καβακλί, και
τους σκότωσαν. Τους άλλους
μισούς τους σκότωσαν κοντά σ’
ένα πανδοχείο που το ‘λεγαν
Τσουμπούς. Μείναμε εγώ και η
μάνα μου με τη μικρή μου
αδερφή. Ήρθε διαταγή, μας
σήκωσαν κι εμάς να πάμε στο
χωριό μας. Δε μας πήγαν τελικά
στο χωριό. Μας πήγαν σ’ ένα
άλλο μέρος που το λέγανε
Μιτζιλίκ και από κει μας
γύρισαν από χωριό σε χωριό.
Εμείς με τη μάνα μου είχαμε
πενήντα χρυσές λίρες. Μ’
αυτές αγοράσαμε βόδια, κάρο
και θα σπέρναμε τα χωράφια.
Δεν προλάβαμε να κάνουμε
τίποτα και ήρθε νέα διαταγή
για εξορία. Από τη Σαμψούντα
με τα πόδια στη Μαλάτια, το
Χαρπούτ, το Ντιαρμπακίρ.
Πέντε έξι μήνες περπατούσαμε.
Από κει, όταν έγινε η
ανταλλαγή, μας έφεραν στην
Ελλάδα. Ο πατέρας μου ήταν στη
σφαγή του Τσουμπούς, αλλά
γλίτωσε. Εκεί σκοτώθηκαν δύο
δικοί μας νοματαίοι αλλά ο
πατέρας μου γλίτωσε ανάμεσα
στους σκοτωμένους τυχαία. Δεν
τον πήρε καμία σφαίρα και
γλίτωσε.
ΕΡΩΤΗΣΗ:
Πώς ήταν η ζωή στον Πόντο; Τι
θυμάστε ή τι σας είχαν πει οι
γονείς σας;
ΑΠΑΝΤΗΣΗ:
Τα πρώτα χρόνια ήταν πολύ
καλά. Οι Τούρκοι μ’ εμάς ήταν
σαν αδέρφια. Με το πέρασμα του
χρόνου τα πράγματα άλλαξαν.
Σκότωσαν οι Τούρκοι, σκότωσαν
οι δικοί μας, έγινε
αναμπουμπούλα. Στο χωριό
ζούσε ο Βασίλ – Αγάς. Αυτός
ήταν βαφτιστικός του παππού
μου. Του λέει μια μέρα: «Νονό,
εγώ θα πιάσω τα βουνά. Δεν
υποφέρεται αυτό». Έτσι λοιπόν
έπιασε τα βουνά.
Σκότωσαν
κάμποσους Τούρκους στα
λιβάδια που είχαμε εκεί. Ένας
ευλογημένος από το χωριό μας
πήγε πάνω στους σκοτωμένους,
για να βγάλει και να πάρει τα
σιδερένια στεφάνια από τις
ρόδες των κάρων. Τον έπιασαν
εκεί και πάει. Εκείνους τους
σκοτωμούς τους έριξαν στο
δικό μας το χωριό. Ήρθαν μια
μέρα, μάζεψαν όλους τους
άντρες και τους πήγαν φυλακή.
Ο πατέρας μου ήταν τυχερός,
γιατί ήταν στρατιώτης. Δεν
μπόρεσαν να τον πειράξουν.
Τους στείλανε στη Σεβάστεια,
που ήταν μια μεγάλη πόλη. Εκεί
τους δίκασαν 10 χρόνια τον
καθένα. Οι περισσότεροι από
την πείνα και το κρύο πέθαναν
εκεί μέσα. Τώρα ερήμωσε το
χωριό. Όλοι φύγανε.
Ο
πατέρας μου ήταν στρατιώτης
στην επαρχία της Ζάρας. Η μάνα
μου μας πήρε εμένα και τον
αδερφό μου και πήγαμε εκεί.
Την ημέρα ήταν στρατιώτης και
τη νύχτα δούλευε στο
μαγειρείο. Τα απομεινάρια από
τα φαγητά τα παίρναμε εμείς,
επειδή ήμαστε νηστικοί και
πεινασμένοι. Καθίσαμε στη
Ζάρα κάμποσο καιρό. Ο πατέρας
μου ήταν αγράμματος ή δεν του
έκοβε. Στο στρατιωτικό φούρνο
ένας Πόντιος Έλληνας αγάπησε
μια Τουρκάλα. Είπε στον
πατέρα μου να την πάρει και να
πάει στην Καράσαρλη, στο
Δεσπότη. «Θα φύγω κι εγώ και
θα ‘ρθω να την πάρω». Γέμισε
το μυαλό του πατέρα μου και
ξεκινήσαμε. Πήγαμε σ’ ένα
χωριό που το λέγανε
Γούρμπαγου, σε κάποιες
συμπεθέρες μας (της μάνας μου
την αδερφή είχε ο γιος της).
Μόλις την είδε η συμπεθέρα
είπε πως αυτή είναι Τουρκάλα.
Και του είπε: «Πού την πας; Άμα
σε πιάσουν, θα σε σκοτώσουν».
Την άλλη μέρα πήγαμε στο
χωριό μας, το Κιζίκ. Εκεί
αρνήθηκε ο πατέρας μου και
δεν πήγε μαζί του. Πήγε μαζί
του ένας άλλος, αλλά τους
έπιασαν σε μια πολιτεία που
λεγόταν Αντρές. Τους γύρισαν
πίσω και τον φούρναρη τον
φυλάκισαν, τον χτύπησαν και
δεν ξέρω τι απέγινε.
Από
το χωριό μας φύγαμε και
πήγαμε στο χωριό της μάνας
μου, Τσαμπρούγαλα. Καθίσαμε
εκεί δύο τρεις μέρες νηστικοί
και πεινασμένοι. Γυρίζαμε τα
χωριά σαν ζητιάνοι και μας
λέγανε: «Τι να σας δώσουμε;
Δεν έχουμε». Σηκωθήκαμε από
εκεί και πήγαμε στην πολιτεία
Αντρές. Καθίσαμε εκεί κάμποσο
καιρό. Άρχισαν και έβγαιναν
τα σπαρτά. Μας πήρε ο πατέρας
μου από κει και πήγαμε σ’ ένα
τούρκικο χωριό που το λέγανε
Άκσιακου. Το θέρος άρχισε.
Μαζέψαμε πασάκια από τα
χωράφια και χορτάσαμε ψωμί.
Κάναμε και καμιά εικοσαριά
τενεκέδες περίσσευμα. Τ’
αφήσαμε εκεί. Είπαμε θα πάμε
στη Σαμψούντα και θα
γυρίσουμε, για να σπείρουμε
τα χωράφια.
Από
εκεί φύγαμε, κατεβήκαμε στη
Σαμψούντα. Καθίσαμε κάμποσο
καιρό εκεί. Έγινε
αναμπουμπούλα, χάθηκε κόσμος,
πάει τέλειωσε.
ΕΡΩΤΗΣΗ:
Είχες αδερφό μικρότερο. Τι
απέγινε αυτός;
ΑΠΑΝΤΗΣΗ:
Ήμασταν στη Ζάρα εγώ, ο
Ιάκωβος ο Μουτζίκ, ο αδερφός
του ο Στάθης και ο αδερφός μου
ο Χαράλαμπος και γυρίζαμε.
Άρπαξαν οι Τούρκοι το Στάθη
και το Χαράλαμπο. Εγώ και ο
Μουτζίκ καταφέραμε μέσα
από τα σπίτια και φύγαμε. Τους
άλλους τους κατεβάσανε στη
Σεβάστεια και τους βάλανε σε
ορφανοτροφείο. Ο αδερφός μου
από κει μέσα χάθηκε. Τώρα
πέθανε, έφυγε στην Αμερική, τι
έγινε δεν ξέρω. Χάθηκε.
ΕΡΩΤΗΣΗ:
Ποιες ήταν οι σχέσεις σας με
τους Τούρκους που ζούσαν στα
μέρη σας;
ΑΠΑΝΤΗΣΗ:
Οι Τούρκοι που ζούσαν στο
χωριό μας ήταν περίπου 10
οικογένειες. Οι υπόλοιποι
ήμασταν Έλληνες. Αυτοί ήταν
τεμπέληδες, δε δουλεύανε. Τα
χωράφια τους ήταν όλα τσαΐρια
(λιβάδια) και έβοσκαν τα ζώα
του κόσμου. Ένας Τούρκος, Ίπο
τον λέγανε, είχε τρία –
τέσσερα παιδιά. είχε ένα
χωράφι απέναντι στο χωριό.
Μπορεί να ήταν είκοσι –
τριάντα στρέμματα τσαΐρι,
όπου έβοσκαν τα ζώα του
κόσμου. Με τους Τούρκους
πηγαίναμε πολύ καλά.
ΕΡΩΤΗΣΗ:
Όταν ξεκίνησε το κακό, οι
Τούρκοι πώς σας
συμπεριφέρθηκαν;
ΑΠΑΝΤΗΣΗ:
Πριν ξεκινήσει το κακό εμείς
φύγαμε από το χωριό. Έμειναν
μόνο οι Τούρκοι. Όλος ο κόσμος
πεινούσε και γι’ αυτό φύγαμε
άλλοι στη Σαμψούντα, άλλοι
εδώ, άλλοι εκεί.
Σκορπιστήκαμε όλοι. Ύστερα
αγρίεψαν λίγο οι Τούρκοι,
επειδή άρχισαν οι δικοί μας
και σκότωναν.
Θα
σου πω τώρα μια ιστορία. Την
καταστροφή της Μικράς Ασίας
και του Πόντου την έκανε ο
Κεμάλ. Δεν έφταιγε όμως αυτός.
Πριν τον Κεμάλ ήταν ο
Σουλτάνος. Αυτός πήρε ένα
έγγραφο από τη Γερμανία που
του έλεγε: «Τι κάθεσαι και
κοιμάσαι; Καθάρισε τ’
αγκάθια μέσα απ’ το χωράφι
σου, γιατί τ’ αγκάθια αυτά θα
μεγαλώσουν, θα σκεπάσουν το
χωράφι σου και δε θα έχεις
άλλο παραγωγή». Τ’ αγκάθια
ποιοι ήτανε; Εμείς οι Έλληνες.
Το χωράφι ποιο ήταν; Η Τουρκία.
Κι αυτό ποιος το έκανε; Η
Γερμανία.
Το έκανε γιατί ήταν
σύμμαχος της Τουρκίας. Το
έγγραφο, όμως, αυτό ο
Σουλτάνος το πέταξε στην άκρη.
Γιατί είπε: «Οι δικοί μας
είναι τεμπέληδες. Τους φόρους
τους παίρνουμε από τους
Έλληνες». Το πέταξε λοιπόν το
έγγραφο σ’ ένα αρχείο. Μετά
από κάμποσα χρόνια που
ανέλαβε ο Κεμάλ, πού πήγε και
βρήκε εκείνο το έγγραφο και
σηκώθηκε στο πόδι, κατέστρεψε
τον Ελληνισμό. Ολόκληρο τον
Πόντο και τη Μικρά Ασία.
ΕΡΩΤΗΣΗ:
Πώς φτάσατε εδώ στην Ελλάδα,
στο Ριζό;
ΑΠΑΝΤΗΣΗ:
Όταν έγινε η ανταλλαγή, μας
έφεραν εδώ, στα νησιά, στη
Λευκάδα στα Επτάνησα. Κάτσαμε
εκεί περίπου 6 μήνες. Από κει,
όπου ήταν κι άλλοι χωριανοί
μας μαζί, μας πήγανε στον
Πειραιά. Από τον Πειραιά
πήραμε το τρένο και ήρθαμε
στη Σκύδρα και από τη Σκύδρα
ήρθαμε στο Ριζό το 1922 με 1923.
ΕΡΩΤΗΣΗ:
Πόσο χρόνο, πόσο καιρό κάνατε
για να έρθετε από το Κιζίκ
στην Ελλάδα; Από ποια μέρη
περάσατε;
ΑΠΑΝΤΗΣΗ:
Όταν γυρίσαμε από την εξορία
ήρθαμε στη Σεβάστεια. Από τη
Σεβάστεια στην Τοκάτη. Από
την Τοκάτη στην Κάβζα. Από την
Κάβζα στην Αμάσεια και από
κει στη Σαμψούντα. Από την
Σαμψούντα μπήκαμε στο πλοίο
και ήρθαμε στην
Κωνσταντινούπολη. Από την
Κωνσταντινούπολη ήρθε άλλο
πλοίο, μας έβαλαν σ’ αυτό κι
ήρθαμε στην Ελλάδα, στη
Λευκάδα. Από τη Μαλάτια μέχρι
να ‘ρθουμε στη Σεβάστεια
κάναμε 4 μέρες, από τη
Σεβάστεια μέχρι να ‘ρθουμε
στη Σαμψούντα άλλες 3 μέρες.
Δεκαπέντε μέρες κάναμε πάνω
στο πλοίο.
ΕΡΩΤΗΣΗ:
Θυμάστε κάτι απ’ αυτό το
ταξίδι;
ΑΠΑΝΤΗΣΗ:
Όταν ξεκινήσαμε από τη
Σεβάστεια, φτάσαμε σ’ ένα
μέρος που ‘χε γύρω γύρω βουνά.
Οι Τούρκοι που μας συνόδευαν
λένε: «Εδώ θα περάσουμε απόψε
το βράδυ μας». Αυτοί έκαναν
ένα σχέδιο να μας ληστέψουνε.
Κατά τα μεσάνυχτα οι μισοί
Τούρκοι έμειναν κάτω και οι
άλλοι μισοί ανέβηκαν στα
βουνά. Πυροβολούν εκείνοι από
κει κι αυτοί από δω.
Πυροβολούν όμως στον αέρα.
Εμείς φυσικά δεν το ξέρουμε
και τρέμουμε. Από τότε εγώ
πήρα την τρομάρα και τώρα που
γέρασα ακόμα τρέμω. Φοβήθηκα.
Με πήρε η μάνα μου στην
αγκαλιά της. Ευτυχώς όμως
ήταν κάποιος άλλος εκεί,
χωριανός μας, που είπε: «Μη
φοβάστε. Εγώ έκανα στο
αντάρτικο. Οι σφαίρες πάνε
ψηλά, μη φοβάστε!» Οι δικοί
μας τους λένε: «Τι θέλετε από
μας;» «Θέλουμε λεφτά», λένε
αυτοί. Μάζεψαν κάμποσα
χρήματα, πήραν και από τη μάνα
μου 10 γρόσια. Η αστυνομία ήταν
κοντά, στο διπλανό χωριό. Ήρθε,
αλλά φοβήθηκε μήπως τους
έχουν στήσει ενέδρα. Το πρωί,
μόλις πήγαμε στο χωριό που
ήταν η αστυνομία, μας
σταμάτησαν. Τους μάζεψαν
αυτούς οι Τσεντερμέδες (αστυνομικοί).
Τους ρωτάει ο διοικητής: «Σκοτώθηκε
κανείς;» «Όχι». Ρώτησε κι εμάς.
Ούτε κι εμείς είχαμε κανένα
σκοτωμένο ή τραυματισμένο. «Εσείς
οι ίδιοι ήσασταν, για να
ληστέψετε τον κόσμο» τους
λέει. Πήρε η αστυνομία τα
χρήματα και τα επέστρεψε στον
κόσμο. Αυτούς τους συνέλαβαν
και με δεμένα τα χέρια τους
πήγαν στη Σεβάστεια όπου και
δικάστηκαν 15 χρόνια.
ΕΡΩΤΗΣΗ:
Στη Λευκάδα πώς σας
υποδέχτηκαν;
ΑΠΑΝΤΗΣΗ:
Στην αρχή μας υποδέχτηκαν
καλά. Ήταν σ’ ένα χωριό που το
‘λεγαν Βαθύ. Δεν είχε άντρες,
μόνο κάτι γέρους, γιατί όλοι
είχαν φύγει στην Αμερική.
Φτωχό μέρος. Τελευταία όμως
δε μας έδιναν μέρη για να
μείνουμε. Μας έβαλαν μέσα
στην εκκλησία. Μετά θέλανε να
μας βγάλουνε από κει, έρχεται
ένας κερατάς, χτυπά την
καμπάνα και μαζεύονται, για
να μας δείρουνε. Οι δικοί μας
πήραν τα μανουάλια από την
εκκλησία και, πάτα – κιούτα ,
τους χτύπησαν. Αντί να μας
χτυπήσουν αυτοί τους
χτυπήσαμε εμείς. Μια γριά
έριξε κάποιον κάτω, κάθισε
πάνω του και τραβούσε τα
γένια του.
Όταν
κόντευε το Πάσχα μας έφεραν
αντίσκηνα. Πήγαμε μέσα σ’
έναν ελαιώνα, τα στήσαμε –
ήρθε και το καλοκαίρι - ,
αδειάσαμε την εκκλησία και
πήγαμε στ’ αντίσκηνα. Εμείς
δε θέλαμε να μείνουμε στην
εκκλησία. «Δώστε μας άλλα
δωμάτια, να βγούμε», λέγαμε. «Δεν
είμαστε και Τούρκοι να
κάτσουμε μέσα στην εκκλησία».
Κάτσαμε
στ’ αντίσκηνα κάμποσο καιρό.
Μετά με τα πλοία πήγαμε στον
Πειραιά, μετά Αθήνα, Λάρισα,
Πλατύ, Βέροια, Σκύδρα και μετά
ήρθαμε εδώ.
ΕΡΩΤΗΣΗ:
Πώς ήταν η ζωή σας, όταν
ήρθατε εδώ; Ποιες δυσκολίες
αντιμετωπίσατε;
ΑΠΑΝΤΗΣΗ:
Όταν ήρθαμε εδώ, στην αρχή δεν
είχαμε χωράφια. Οι
περισσότεροι εδώ στην Ελλάδα
ήρθανε το 1912 – 14. Αυτοί
κατείχαν όλα τα χωράφια. Λίγο
από δω, λίγο από κει,
περνούσαμε μια ζωή η οποία
δεν ήταν ευχάριστη. Μετά
κάμποσο χρόνο ένας θείος μου,
Κοτάνη το λέγανε, κατέβηκε
στη Θεσσαλονίκη, πήγε στη
διοίκηση, έκανε παράπονα να
γίνει διανομή. Ήρθε εκείνος,
έγινε διανομή, μας έδωσαν
κάμποσα χωράφια, ο εποικισμός
μας έδωσε κι από ένα μουλάρι.
Εμείς και ο θείος μου ο Παύλος
ζεύαμε τα δύο μουλάρια,
σπέρναμε τα χωράφια, βγάζαμε
το ψωμί. Καλυτέρεψε κάπως η
ζωή. Πριν μας δώσουν τα
χωράφια, ζούσαμε με τα
μεροκάματα. Πόσο θα ζήσεις με
το μεροκάματο; Δουλεύαμε σ’
αυτούς που είχαν τα χωράφια.
Και ο Τούρκος Μπέης ακόμα εδώ
ήτανε. Ύστερα έφυγε. Κάμποσα
χρόνια έτσι, πήραμε αρκετά
χωράφια, δουλεύαμε,
καλυτέρεψε η ζωή μας. Μέχρι το
1932. Τότε έγινε γενική διανομή
από το κράτος. 35 στρέμματα ο
κλήρος. Αυτός που έπαιρνε
ενάμισι κλήρο έπαιρνε 56
στρέμματα.
Έλα
έλα που εμένα το φουκαρά δε μ’
έγραψαν στον κατάλογο να πάρω
κλήρο, αν και ήμουν
παντρεμένος. Μπορεί να πήγα
και να ήρθα στη Βέροια 50 φορές.
Το πρωί πήγαινα και τη νύχτα
ερχόμουνα. Στο τέλος περίμενα
να έρθει ο προϊστάμενος. Ήρθε
η ώρα 10 το βράδυ. Τον περίμενα
μέχρι εκείνη την ώρα. Έκανα τα
παράπονά μου. «Να μου φέρεις
μια βεβαίωση», λέει, «από τον
παπά που σε στεφάνωσε». «Αυτό
είναι εύκολο», λέω. Έρχομαι
στον παπα – Γιάννη και του
λέω έτσι κι έτσι. «Όχι ένα,
δέκα θα σου δώσω», λέει αυτός.
Έβαλε σφραγίδα και υπογραφή
στο χαρτί, το πήγα στη Βέροια,
γύρισα, έφυγα στρατιώτης.
Κάθισα καμιά 15αριά μέρες,
στέλνω γράμμα στον πατέρα μου
και τον ρωτάω: «Πατέρα, τι
έγινε με τον κλήρο;» «Παιδί
μου, δεν έγινε τίποτα», λέει.
Λέω στον επιλοχία: «Θα με
παρουσιάσεις στο διοικητή (ένα
συνταγματάρχη που ήταν
Κρητικός)». «Καλά», λέει αυτός,
«η ώρα 11.00 που έχει αναφορά
συντάγματος θα πάμε».Στις 11.00
με πήρε και κατεβήκαμε στο
σύνταγμα. Ο συνταγματάρχης
μου λέει: «Τι θέλεις, παιδί
μου;». Του λέω: «Κύριε
συνταγματάρχη, εγώ έχω
οικογένεια, πρόκειται να
γίνουμε τρία άτομα και κλήρο
δε μου παραχώρησαν, χωράφια
δε μου δίνουν, πώς θα ζήσω εγώ;»
«Διεύθυνση;» μου λέει. «Γεωργική
περιφέρεια Βέροιας» του λέω.
Παίρνει τηλέφωνο μπροστά μου
κι εγώ ακούω. «Εντός 5 ημερών
να παραχωρήσεις στον Φαντίδη
Ιάκωβο κλήρο, αλλιώς δεν ξέρω
τι θα γίνει», λέει. Μετά μ’
έδιωξε. Όχι 5 μέρες, 2 μέρες δεν
πέρασαν και με φωνάζει ο
τηλεφωνητής και μου λέει: «Φαντίδη,
σου παραχώρησαν κλήρο».
Αυτός
ο διοικητής μ’ αγαπούσε πολύ.
Ξέρεις τι τον έκανα αυτόνα;
Ήμουν σκοπός.
Αυτός
μαζί με τον
αντισυνταγματάρχη – και οι
δύο Κρητικοί – έρχονται με τ’
άλογα. «Αλτ! Τι είστε;» «Ο
διοικητής», λέει. «Παρασύνθημα»,
του λέω. «Δεν έχουμε
παρασύνθημα», μου λέει. «Πώς
είναι δυνατό να μην έχετε
παρασύνθημα, εσείς οι ίδιοι
το βγάζετε και δεν έχετε; Άμα
δεν έχετε, γυρίστε πίσω».
Είδαν ότι δε γινόταν τίποτα
και γύρισαν πίσω. Έφυγαν. Την
άλλη μέρα έστειλε ο διοικητής
το δεκανέα να φωνάξει τον
ανθυπασπιστή. Ήρθε αυτός και
τον ρωτάει: «Την τάδε ώρα
ποιος ήταν σκοπός στην πύλη;»
Του λέει αυτός: «Ήταν του
λόχου πολυβόλων, Φαντίδης
λέγεται». Με φώναξαν, με πήγαν
μπροστά του. Μου λέει: «Εσύ
ήσουν το βράδυ σκοπός;» Του
λέω: «Ναι». «Γιατί δε με
άφησες να περάσω;» «Γιατί δε
μου δώσατε παρασύνθημα. Ένας
κατάσκοπος δεν μπορεί να πάει
να ράψει μια στολή
συνταγματάρχη, να τη φορέσει
και να έρθει να ρίξει μια
χειροβομβίδα σε κανένα
θάλαμο και να καταστρέψει το
στρατό;» «Μπράβο παιδί μου!»,
μου λέει. Γυρίζει στον
ανθυπασπιστή και του λέει: «Πάνε
πες στον επιλοχία του να του
γράψει 20 μέρες άδεια». Μόλις
έμαθε ο λοχαγός αυτά που
έκανα, λέει: «Και 5 μέρες από
μένα». 25 μέρες άδεια. Ήρθα,
τσαπίσαμε τα καλαμπόκια,
ποτίσαμε και ύστερα έφυγα.
ΕΡΩΤΗΣΗ:
Όταν ήρθατε οι ντόπιοι πώς
σας φέρθηκαν;
ΑΠΑΝΤΗΣΗ:
Αυτοί φοβούνταν, γιατί ήταν
δυο – τρεις οικογένειες, ενώ
εμείς ήμασταν πενήντα
οικογένειες. Τι να κάνουν;
Αλλά ήταν καλοί. Καλά
φέρνονταν. Ένας, μπαρμπα –
Τόνη τον έλεγα, ό,τι του
έλεγες όχι δεν έλεγε. Πολύ
καλοί ήταν και να σου πω, εγώ
που ήρθα σ’ αυτό το χωριό, όση
φιλία είχα μ’ αυτούς τους
εντόπιους, με τους δικούς μας
δεν είχα. Ο Τάκης, του Μήτση τα
παιδιά ο Κόλες και ο Τάσκος.
Τη φιλία που είχα μ’ αυτούς,
με δικούς μας δεν την είχα. Μ’
αυτόν τον Τάσκο πηγαίναμε
μαζί τα βόδια κάτω στο
Λιποχώρι. Βόσκαμε τα ζώα
μέχρι τα μεσάνυχτα και
γυρίζαμε πίσω.
ΕΡΩΤΗΣΗ:
Ποιες σκέψεις κάνετε σήμερα
για τον τόπο που γεννηθήκατε;
Θα θέλατε να ξαναπάτε;
ΑΠΑΝΤΗΣΗ:
Τι να πάω να κάνω; Να δω τα
μούτρα τους; Δώδεκα άτομα
ήταν ο παππούς μου, της μάνας
μου ο πατέρας, και έντεκα
άτομα ήμασταν εμείς. Από τα
δώδεκα του παππού μου μείνανε
μόνο δύο και από εμάς έμειναν
τρεις. Εγώ, ο πατέρας μου και η
μάνα μου. Πάνε όλοι εξαιτίας
της Τουρκίας. Τι να πάω να δω;
Τους Τούρκους; Της μάνας μου ο
αδερφός, Μιχάλη το λέγανε,
ήταν ένας άνθρωπος όπως είναι
το ήμερο πρόβατο. Πήγε ένας
κερατάς απ’ το χωριό, τον
πρόδωσε στους Τούρκους, τον
πήραν και πήγαν τον κρέμασαν.
Κι ο άλλος μου θείος πάλι, του
πατέρα μου αδερφός, κι
εκείνος πέθανε μέσα στη
φυλακή. Στη φυλακή πέθαναν
πολλοί από την πείνα και το
κρύο. Κερατάδες! Έφταιγε
κανένας από αυτούς τους
ανθρώπους; Κανένας δεν
έφταιγε. Εκείνον που έφταιγε
να πιάσεις, όχι τον αθώο τον
κόσμο, και να τον βάλεις στη
φυλακή.
Κερμανίδης
Θεόδωρος, Σελίδου Μαρία
Τερέζα (ΣΤ΄ Τάξη)
|
|