ΕΡΩΤΗΣΗ:
Πώς λέγεστε;
ΑΠΑΝΤΗΣΗ:
Σοφία Πουτακίδου.
ΕΡΩΤΗΣΗ:
Πότε γεννηθήκατε;
ΑΠΑΝΤΗΣΗ:
Δε θυμάμαι πότε ακριβώς
γεννήθηκα. Είμαι 88 χρόνων.
ΕΡΩΤΗΣΗ:
Από πού κατάγεστε;
ΑΠΑΝΤΗΣΗ:
Γεννήθηκα στον Πόντο, στο
χωριό Τσανίκ.
ΕΡΩΤΗΣΗ:
Σε τι ηλικία φύγατε από
τον τόπο σας;
ΑΠΑΝΤΗΣΗ:
Ήμουν μικρό μωρό. Περίπου 3
με 4 χρονών. Όταν γεννήθηκα
εγώ, ο πατέρας μου ο
Χρήστος πήγε στρατιώτης
στον τουρκικό στρατό. Τότε
η θητεία ήταν 3 χρόνια.
Ύστερα αγρίεψαν οι
Τούρκοι και έγινε το κακό
και καταστράφηκε η Σμύρνη.
Ο πατέρας μου είπε σε δύο
παιδιά που ήταν μαζί του
στο στρατό: «Παιδιά,
μπήκαν οι Τούρκοι να μας
σκοτώσουν. Πάμε να φύγουμε».
Και
φύγανε προς τη θάλασσα.
Εκεί βρήκαν ένα καράβι που
ήταν αγκυροβολημένο στη
μέση της θάλασσας,
ανέβηκαν κρυφά και
κρύφτηκαν χωρίς να τους
δουν. Το πλοίο τους πήγε σε
μια άλλη πόλη. Γύρεψε ο
πατέρας μου την
οικογένειά του, αλλά ο
παππούς μου μας είχε πάρει
και φύγαμε. Ερήμωσαν όλα
τα χωριά. Του είπαν του
πατέρα μου: «Χρήστο, ο
πεθερός σου πήγε σε άλλη
πόλη». Και πάλι μια νύχτα
ανέβηκαν κρυφά – γιατί
ήτανε φαντάροι και δεν
είχανε λεφτά – σ’ ένα
πλοίο, πήγανε σε μια άλλη
πόλη και ο πατέρας μου μας
βρήκε εκεί. Ύστερα
περάσαμε απ’ τη Σμύρνη
και είδαμε |
|
Η
Σοφία Πουτακίδου με
τον άνδρα της Δημήτριο
Πουτακίδη |
|
ότι
οι Τούρκοι σκοτώσανε, κάψανε,
ρημάξανε, όλη την πόλη. Ο
πατέρας μου μου έλεγε ότι ένα
μικρό μουλαράκι κολυμπούσε
μέσα στο αίμα. Εκεί σκοτώθηκε
και ο αδερφός της μάνας μου.
Ήταν κι εκείνος φαντάρος σαν
τον πατέρα μου. Άλλα δε
θυμάμαι, γιατί ήμουνα μικρή.
ΕΡΩΤΗΣΗ:
Τι συνέβη και φύγατε από τον
τόπο σας;
ΑΠΑΝΤΗΣΗ:
Μας κυνήγησαν οι Τούρκοι.
Φύγαμε γιατί μας σκότωναν.
Φεύγαμε μέσα από τα σιτάρια
και όχι από το δρόμο, για να μη
μας βλέπουν οι Τούρκοι. Αυτοί
πυροβολούσαν.
ΕΡΩΤΗΣΗ:
Πώς φτάσατε εδώ στην Ελλάδα,
στο Ριζό;
ΑΠΑΝΤΗΣΗ:
Όταν έγινε η ανταλλαγή, οι
Τούρκοι που ζούσαν εδώ πήγαν
στην Τουρκία κι εμείς ήρθαμε
εδώ.
ΕΡΩΤΗΣΗ:
Ήρθατε κατευθείαν εδώ στο
Ριζό;
ΑΠΑΝΤΗΣΗ:
Εμείς πήγαμε στην Κοζάνη. Εγώ
ήρθα εδώ, όταν παντρεύτηκα
τον άντρα μου το Δημήτρη.
ΕΡΩΤΗΣΗ:
Πώς ήταν η ζωή σας, όταν
ήρθατε στην Κοζάνη; Ποιες
δυσκολίες αντιμετωπίσατε;
ΑΠΑΝΤΗΣΗ:
Ο κόσμος εδώ καλλιεργούσε
καλαμπόκια και μας έδωσαν να
φάμε. Η ζωή ήταν πολύ δύσκολη.
Ψωμί δεν είχαμε, νερό δεν
είχαμε, τίποτε δεν είχαμε. Οι
Τούρκοι τα κάναν όλα χάλια. Τα
έκαψαν όλα.
ΕΡΩΤΗΣΗ: Πού μείνατε,
όταν πήγατε στην Κοζάνη;
ΑΠΑΝΤΗΣΗ:
Στην αρχή μέναμε σε
παράγκες. Ύστερα ο πατέρας
μου πήγε στα χωριά, ήρθε
και βρήκε τον παππού μου
και του είπε: «Βρήκα ένα
χωριό, Ακρινή το λένε. Θα
πάμε εκεί». Και σηκωθήκαμε
και πήγαμε εκεί. Στην
Ακρινή υπήρχαν τούρκικα
σπίτια, χαμηλά, που τα
άφησαν οι Τούρκοι
φεύγοντας. Όλα ήταν
κατάμαυρα απ’ τη φωτιά.
Βρήκαμε ένα σπίτι, η μάνα
μου το άσπρισε, το έφτιαξε
και μείναμε.
ΕΡΩΤΗΣΗ:
Με τι ασχολήθηκαν οι
γονείς σας όταν
εγκατασταθήκατε στην
Ακρινή;
ΑΠΑΝΤΗΣΗ:
Κάναμε καλαμπόκια.
ΕΡΩΤΗΣΗ:
Σας έδωσαν χωράφια;
ΑΠΑΝΤΗΣΗ:
Υπήρχαν άδεια χωράφια και
είπαν, όποιος θέλει,
μπορεί να καλλιεργήσει
σιτάρια ή καλαμπόκια.
ΕΡΩΤΗΣΗ:
Ο άντρας σας από πού είχε
έρθει;
ΑΠΑΝΤΗΣΗ:
Από το χωριό Πάσονος.
ΕΡΩΤΗΣΗ:
Πού γνωριστήκατε με τον
άντρα σας;
ΑΠΑΝΤΗΣΗ:
Ήρθε στο χωριό και με πήρε.
Είχε συγγενείς εκεί, ήρθε
να τους δει και πήρε κι
εμένα. |
|
Ο
Δημήτρης Πουτακίδης |
|
ΕΡΩΤΗΣΗ:
Όταν ήρθατε στο Ριζό, πώς ήταν
τα πράγματα;
ΑΠΑΝΤΗΣΗ:
Όταν ήρθα εδώ ήμουν 15 χρόνων.
Τα σπίτια τους τότε ήταν με
χόρτα και ήταν πολύ φτωχοί.
Ύστερα δούλεψαν και έκαναν
σπίτια.
ΕΡΩΤΗΣΗ:
Ντόπιους είχε εδώ πέρα;
ΑΠΑΝΤΗΣΗ:
Είχε τρεις οικογένειες. Οι
υπόλοιποι ήταν πρόσφυγες από
τον Πόντο.
ΕΡΩΤΗΣΗ:
Εδώ στο χωριό με τι
ασχολιόταν ο άντρας σας;
ΑΠΑΝΤΗΣΗ:
Είχαμε χωράφια, πρόβατα,
βουβάλια. Ύστερα ήρθαν οι
Γερμανοί και μας κατάστρεψαν.
Πήραν τα πρόβατά μας, πήραν τα
ζώα μας, μας έκαψαν. Ο πόλεμος
μας κατέστρεψε.
ΕΡΩΤΗΣΗ:
Άλλα αδέρφια έχετε;
ΑΠΑΝΤΗΣΗ:
Έχω δύο αδέρφια. Ένα αγόρι και
ένα κορίτσι. είχα και άλλα
τρία αδέρφια αλλά πέθαναν. Τα
άλλα μου αδέρφια γεννήθηκαν
εδώ στην Ελλάδα. Μόνο εγώ
γεννήθηκα στον Πόντο.
ΕΡΩΤΗΣΗ:
Πώς ήταν η ζωή στον Πόντο; Τι
θυμάστε ή τι σας είχαν πει οι
γονείς σας;
ΑΠΑΝΤΗΣΗ:
Η μάνα μου η κυρα - Αναστασία
μου είπε ότι, όταν φεύγαμε,
κουράστηκε να με κουβαλάει
και με άφησε κοντά σ’ ένα
δέντρο. Γύρισε πίσω ο πατέρας
μου – που στο μεταξύ είχε
έρθει και μας βρήκε – και με
πήρε. Οι Τούρκοι τον
πυροβόλησαν στο πόδι.
ΕΡΩΤΗΣΗ:
Ποιες ήταν οι σχέσεις σας με
τους Τούρκους που ζούσαν στα
μέρη σας;
ΑΠΑΝΤΗΣΗ:
Είχαμε συνέχεια το φόβο των
Τούρκων. Ήταν ένας Τούρκος
που ήταν φίλος του παππού μου
και του έλεγε: «Κωνσταντίνε,
εγώ είμαι φίλος σου, εσύ
φτιάχνεις τα κάρα μας, να
φύγετε από δω». Φύγαμε και
πήγαμε σ’ έναν τόπο όπου ήταν
κι εκεί Τούρκοι. Καθίσαμε
εκεί περίπου ένα χρόνο και
φύγαμε κι από κει. Ύστερα μας
έβαλαν στα πλοία και μας
έφεραν στη Θεσσαλονίκη. Από
κει ο καθένας πήγε όπου ήθελε.
Εμείς πήγαμε στην Κοζάνη.
ΕΡΩΤΗΣΗ:
Ποιες σκέψεις κάνετε σήμερα
για τον τόπο που γεννηθήκατε;
Θα θέλατε να τον επισκεφτείτε;
ΑΠΑΝΤΗΣΗ:
Όχι. Γιατί ζουν Τούρκοι εκεί.
Η μάνα μου έλεγε στον άντρα
μου: «Γαμπρέ, έλα να πάμε στην
Τουρκία. Ο πατέρας μου
κρέμασε με μια κάλτσα ένα
μπαρχάτσι λίρες μέσα σ’ ένα
κούφιο δέντρο». Έλεγα εγώ: «Μάνα,
δουλειά δεν έχετε; Θέλεις να
πάτε και να σας σκοτώσουν οι
Τούρκοι; Εκείνο το δέντρο
διαλύθηκε τώρα. Θα τις βρήκαν
τις λίρες οι Τούρκοι και θα
τις πήραν. Πού θα πας να
σκοτώσεις τον άντρα μου».
Γελούσε η συχωρεμένη η μάνα
μου.
Κελεσίδης
Μίμης (ΣΤ΄ Τάξη), Παπαδοπούλου
Ελένη, Σεμερτζίδης
Παναγιώτης (Ε΄ Τάξη)
|