Η
ΥΠΟΔΟΧΗ
ΤΩΝ
ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ
ΣΤΗ
ΝΕΑ ΤΟΥΣ ΠΑΤΡΙΔΑ
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ
ΜΕ ΤΟΝ ΤΑΡΠΑΝΗ ΓΕΩΡΓΙΟ
ΕΡΩΤΗΣΗ:
Πώς λέγεστε;
ΑΠΑΝΤΗΣΗ:
Γεώργιος Ταρπάνης.
ΕΡΩΤΗΣΗ:
Πότε γεννηθήκατε; Πού;
ΑΠΑΝΤΗΣΗ:
Γεννήθηκα το 1911 εδώ στο Ριζό.
ΕΡΩΤΗΣΗ:
Πόσες οικογένειες ζούσαν εδώ
πριν έρθουν οι πρόσφυγες;
Ποιες;
ΑΠΑΝΤΗΣΗ:
Ήμασταν περίπου 5 – 6
οικογένειες. Οι άλλοι ήταν
Τούρκοι. Ήτανε η οικογένεια
Δασκαλάκη, η οικογένεια
Ταρπάνη και η οικογένεια
Φοδούλη. Οι άλλες οικογένειες
έφυγαν στην Πετριά, στην
Έδεσσα, στη Νάουσα, μόλις
ήρθαν οι πρόσφυγες. Ήμασταν
περίπου 20 άτομα. Οι Τούρκοι
δεν ήταν πολλοί εδώ. Ήταν ένας
μπέης που είχε όλα τα χωράφια,
τα οποία καλλιεργούσαμε
εμείς που ήμασταν σα δούλοι.
Είχε ένα κονάκι, ένα διώροφο
κτίριο, που στον κάτω όροφο
είχε στη μια μεριά αμπάρια
και στην άλλη μεριά είχε
ζευγάρια βόδια.
ΕΡΩΤΗΣΗ:
Πώς ήταν η ζωή τα χρόνια
εκείνα; Θυμάστε κάποια
περιστατικά από εκείνη την
εποχή;
ΑΠΑΝΤΗΣΗ:
Ήμασταν αιχμάλωτοι στους
Τούρκους. Δεν είχαμε κανένα
δικαίωμα. Ο πατέρας μου ήταν
μουχτάρης (πρόεδρος του
χωριού), αλλά ήμασταν δούλοι
στους Τούρκους. Θυμάμαι ότι,
όταν ήμουνα μικρός, αλωνίζαμε
τα σιτάρια. Ο πατέρας μου
λίχνιζε με το χέρι το σιτάρι
κι έφτιαξε μια γκουμούλα
στρόγγυλη. Έρχεται ο γιος του
μπέη, βάζει τη βουκέντρα στη
μέση της γκουμούλας και λέει:
«Αυτό δικό μας, αυτό δικό σας».
Δηλαδή τα μισά τα έπαιρνε
αυτός, τα μισά εμείς. Ο
μπαμπάς μου δεν μπορούσε να
κάνει τίποτα. μας το πήραν το
σιτάρι. Ο αδερφός του πατέρα
μου ήταν καπετάνιος, ήταν
αρχηγός 300 ανταρτών και
πολεμούσε τους Τούρκους. Το
λημέρι τους ήταν εκεί που
είναι η Μεγάλη Βρύση ( Πλαν
Πηγάδ). Εκείνη η περιοχή ήταν
τότε δάσος. Πήγε ο πατέρας μου
και τον ειδοποίησε. |
|
Ο
Δημήτρης Πουτακίδης |
|
Του
είπε ότι ο γιος του μπέη μας
έκανε αυτό κι αυτό. Παίρνει
δυο παλικάρια ο θείος μου και
στήνει ενέδρα σε μια τοξωτή
γέφυρα στο ποτάμι του
Ριζαρίου. Ο Τούρκος μπέης
είχε μαγαζί στην Έδεσσα.
Εκείνος έμενε εκεί και ο γιος
του πηγαινοερχότανε στο
χωριό.
Μόλις πέρασε ο γιος του μπέη
τη γέφυρα, του έριξαν μια ριπή
και έπεσε νεκρός στο ποτάμι.
το μαθαίνει ο πατέρας του,
παρατάει το μαγαζί και όλα
και φεύγει στην Τουρκία.
ΕΡΩΤΗΣΗ:
Τι καλλιεργούσατε τότε;
ΑΠΑΝΤΗΣΗ:
Σιτάρι, κριθάρι, τέτοια
πράγματα. Σπέρναμε και
σουσάμι και πηγαίναμε στη
Νάουσα που είχε μύλο, το
αλέθαμε και κάναμε
σουσαμέλαιο.
ΕΡΩΤΗΣΗ:
Όταν ήσουν μικρός τι
παιχνίδια παίζατε;
ΑΠΑΝΤΗΣΗ:
Τα χρόνια εκείνα οι δρόμοι
δεν ήταν ασφαλτοστρωμένοι.
Ήτανε στενοί χωματόδρομοι.
Δεξιά και αριστερά υπήρχαν
σπασμένα κεραμίδια. Εγώ κι ο
Χρήστος ο Σιδηρόπουλος
παίζαμε με τα κεραμίδια,
ποιος θα τα ρίξει πιο μακριά.
Εκεί που παίζαμε πώς του
φεύγει μια κεραμίδα και με
χτυπάει στο κεφάλι. Ακόμα το
έχω το σημάδι. Άρχισε το αίμα
να τρέχει κι εγώ να κλαίω.
Έρχεται κι η μάνα μου, παίρνει
κόκκινο πιπέρι και το βάζει
πάνω στην πληγή για να
σταματήσει το αίμα. Τέτοια
παιχνίδια παίζαμε. Παίζαμε
τσάλτικα (παιχνίδι που
παίζεται με βέργες, από δύο
ομάδες παιδιών), παίζαμε
κρυψώνα (κρυφτό – κυνηγητό),
παίζαμε το κύλισμα των αυγών.
Εκεί που είναι το καφενείο
του Γιώργου του Σαρρίδη
υπήρχε μια κατηφόρα που
κατέβαινε μέχρι το ποτάμι.
Εκεί παίρναμε τα αυγά και τα
κυλούσαμε, ποιος θα χτυπήσει
το αυγό του άλλου. Όταν
έσπαγαν, τα τρώγαμε.
ΕΡΩΤΗΣΗ:
Σχολείο πότε χτίστηκε για
πρώτη φορά στο χωριό;
ΑΠΑΝΤΗΣΗ:
Πριν έρθουν οι πρόσφυγες δεν
είχαμε σχολείο. Το σχολείο
έγινε μετά. Δε θυμάμαι πότε
ακριβώς. Εγώ πήγα μέχρι Τρίτη
τάξη και μετά άρχισα να
πηγαίνω στα βόδια.
ΕΡΩΤΗΣΗ:
Το χωριό λεγόταν Ριζό και
τότε; Αν όχι, πώς λεγόταν; Πώς
πήρε το όνομά του;
ΑΠΑΝΤΗΣΗ:
Λεγόταν Ρίζοβο και μετά το
κάνανε Ριζό. Δεν ξέρω να σας
πω ποιος έδωσε αυτό το όνομα.
ΕΡΩΤΗΣΗ:
Ποιες ήταν οι πρώτες
οικογένειες προσφύγων που
έφτασαν εδώ; Πότε;
ΑΠΑΝΤΗΣΗ:
Ήτανε οι Φαντιδαίοι, οι
Παπαδοπουλαίοι, οι
Σιδηροπουλαίοι. Ήρθανε το 1914.
Οι υπόλοιποι ήρθαν το 1922. Ο
πατέρας μου μιλούσε με τους
γέρους που ήρθανε στα
Τούρκικα, γιατί δεν ξέρανε
ελληνικά. Αλλά ούτε και ο
μπαμπάς μου ήξερε.
ΕΡΩΤΗΣΗ:
Πώς τους υποδεχτήκατε;
ΑΠΑΝΤΗΣΗ:
Όταν ήρθαν οι πρόσφυγες, ήταν
πολύ εξαντλημένοι. Δεν είχανε
ούτε τρόφιμα ούτε σπίτια να
μείνουνε. Ήρθανε νηστικοί,
δεν είχαν τι να φάνε. Ο
πατέρας μου παίρνει το
τσεκούρι και πηγαίνει στο
κονάκι. Η πόρτα του ήταν
σιδερένια. Δίνει τρία
χτυπήματα (οι τσεκουριές
σώζονταν στην πόρτα) και
σπάζει στην πόρτα. Τους λέει
να μπούνε μέσα. Σπάζει και τ’
αμπάρια και τους λέει: «Πάρτε
σιτάρι να μην πεινάτε. Αλέστε
και κάντε ό,τι θέλετε. Πάρτε
και βόδια να οργώσετε κιόλας».
Ο μπέης είχε στο κονάκι 40
ζευγάρια βόδια. Τα δίνει όλ’
αυτά στους πρόσφυγες, τους
δίνει τούρκικα σπίτια, τους
τακτοποίησε όλους.
ΕΡΩΤΗΣΗ:
Ναι, αλλά οι Τούρκοι πού ήτανε;
Τόσα πολλά σπίτια πώς
βρέθηκαν;
ΑΠΑΝΤΗΣΗ:
Πολύ παλιά θα ζούσαν πολλοί
Τούρκοι οι οποίοι φύγανε.
Τότε ζούσαν δυο τρεις
οικογένειες που ήταν κι αυτοί
δούλοι στον μπέη.
ΕΡΩΤΗΣΗ:
Ο πατέρας σας δε φοβήθηκε τον
Τούρκο μπέη, όταν έσπασε την
πόρτα του κονακιού;
ΑΠΑΝΤΗΣΗ:
Δε φοβήθηκε γιατί είχε τον
αδερφό του που πολεμούσε τους
Τούρκους.
ΕΡΩΤΗΣΗ:
Ποιες δυσκολίες
αντιμετώπιζαν οι πρόσφυγες
όταν ήρθαν εδώ;
ΑΠΑΝΤΗΣΗ:
Οι δυσκολίες ήταν αυτές που
σας είπα προηγουμένως. Ότι
δεν είχαν τίποτα όταν ήρθαν.
Ούτε σπίτι ούτε τρόφιμα.
Τίποτα δεν είχαν οι καημένοι.
ΕΡΩΤΗΣΗ:
Τα σπίτια αυτά που τους έδωσε
ο πατέρας σας, τι σπίτια ήταν;
ΑΠΑΝΤΗΣΗ:
Χαμηλά σπίτια από πλιθιά.
Ούτε ταβάνια είχαν ούτε
δωμάτια. Στρώνανε στο πάτωμα
και κοιμόντουσαν όλοι μαζί
στον ίδιο χώρο.
ΕΡΩΤΗΣΗ:
Ο πατέρας σας τους έδωσε τα
βόδια και τους είπε να πάνε να
οργώσουν. Πού θα όργωναν; Όπου
ήθελε ο καθένας;
ΑΠΑΝΤΗΣΗ:
Όπου μπορούσαν. Μετά από
πολλά χρόνια, το 1932,
μοιράστηκαν τα χωράφια. Μέχρι
τότε ο καθένας όργωνε όπου
ήθελε.
ΕΡΩΤΗΣΗ:
Πού ήταν τα καλά χωράφια;
ΑΠΑΝΤΗΣΗ:
Από το ποτάμι και πέρα ήταν
όλο τσαΐρια και δάσος. Το
Ορμάν Τσιφλίκ. Εκεί ήταν ένα
μικρό χωριό με πέντε έξι
σπίτια. Ζούσαν ντόπιοι, αλλά
σηκώθηκαν και έφυγαν. Εκεί
ζούσε και η οικογένεια Σιάρρη.
Τα καλά χωράφια ήταν από δω απ’
το ποτάμι.
ΕΡΩΤΗΣΗ:
Είχε ρύζια εκεί πέρα;
ΑΠΑΝΤΗΣΗ:
Είχε ρύζια.
ΕΡΩΤΗΣΗ:
Πώς ήταν οι σχέσεις σας με
τους πρόσφυγες;
ΑΠΑΝΤΗΣΗ:
Με τους πρόσφυγες ήμασταν
πάρα πολύ καλά. Ήμασταν σαν
αδέρφια. Πάρα πολύ αγαπημένοι.
Τα παιδιά μου τα βάφτισαν οι
πρόσφυγες. Τα αδέρφια μου
παντρεύτηκαν Πόντιες. Δεν
είχαμε καθόλου γκρίνιες. Ο
Φαντίδης ο Θεοδόσιος καθόταν
δίπλα μας σ’ ένα τούρκικο
σπίτι. Καθόντουσαν και
μιλούσαν με τον μπαμπά μου, με
το Νικόλαο το Φαντίδη, με το
Χαράλαμπο το Φαντίδη.
ΕΡΩΤΗΣΗ:
Θυμάστε περιστατικά από τα
πρώτα χρόνια με τους
πρόσφυγες εδώ;
ΑΠΑΝΤΗΣΗ:
Δε θυμάμαι άλλα περιστατικά.
ΕΡΩΤΗΣΗ:
Τι ιστορίες είχαν διηγηθεί,
όταν ήρθαν, οι πρόσφυγες στον
πατέρα σας;
ΑΠΑΝΤΗΣΗ:
Στην Τουρκία τους σκότωναν
τους Έλληνες. Δεν άφηναν
κανένα. Εκεί δημιουργήθηκε
αντάρτικο από Πόντιους με
επικεφαλής το Βασίλ – Αγάς
και πολεμούσε τους Τούρκους.
Αναγκάστηκαν τότε οι Πόντιοι,
επειδή δεν μπορούσαν να
ζήσουν έτσι, να αφήσουν τα
σπίτια τους και να έρθουν εδώ.
Έτσι ήταν η ζωή τους σύμφωνα μ
‘ αυτά που άκουγα να λένε οι
γέροι. Ήταν απελπισία η ζωή
τους εκεί πέρα.
ΕΡΩΤΗΣΗ:
Πώς γλεντούσατε με τους
πρόσφυγες, πώς διασκεδάζατε;
ΑΠΑΝΤΗΣΗ:
Διασκεδάζαμε στο μαγαζί του
Γιάγκου του Φαντίδη. Εκεί
πηγαίναμε, πίναμε λίγο και το
ρίχναμε στο χορό. Ακόμα εδώ
μπροστά στο σπίτι μου, που
ήταν αλώνια, χορεύαμε όλοι
μαζί οι νέοι του χωριού.
Ερχόταν ο Σάββας ο
Γρηγοριάδης, έπαιζε λύρα και
έτρεχε γύρω γύρω. Αυτό
γινόταν σχεδόν κάθε βράδυ.
Ήταν μερακλής, πολύ μερακλής,
ο Σάββας.
ΕΡΩΤΗΣΗ:
Πριν έρθουν οι πρόσφυγες
γλεντούσατε καθόλου;
ΑΠΑΝΤΗΣΗ:
Όχι. Με ποιον να γλεντήσουμε;
Μόνο σε κανέναν γάμο. Άλλωστε
ήμασταν και λίγοι.
ΕΡΩΤΗΣΗ:
Θυμάστε κάτι άλλο που να σας
έχει μείνει έντονα στη μνήμη;
ΑΠΑΝΤΗΣΗ:
Πηγαίναμε παρέα από σπίτι σε
σπίτι, μας κερνούσαν και
ύστερα γλεντούσαμε. Αυτό
γινόταν και σε γιορτές αλλά
πολλές φορές και έτσι.
Πηγαίναμε σε κάποιο σπίτι που
έσφαζε γουρούνι για τα
Χριστούγεννα, σφάζαμε το
γουρούνι, ψήναμε τα εντόσθια,
τα τρώγαμε, πίναμε και
γλεντούσαμε. Την άλλη μέρα
έσφαζε άλλος και γινόταν το
ίδιο.
ΕΡΩΤΗΣΗ:
Τη γυναίκα σας πού τη
γνωρίσατε;
ΑΠΑΝΤΗΣΗ:
Τη γνώρισα στην Πετριά και
παντρευτήκαμε το 1929. Εγώ
ήμουν τσοπάνος στο θείο μου
τον Κίτσο τον Ιωάννη. Εκείνος
ήταν μεγάλος άνθρωπος, ό,τι
έλεγε αυτό γινόταν. Ήταν
πρόεδρος, ήταν και πλούσιος
και δούλευα σ’ αυτόν. Εκεί
γνωριστήκαμε με την κυρα –
Καλλιόπη. Τα χωράφια που έχω
είναι από το θείο μου. Αυτά τα
χωράφια (45 στρέμματα) ήμασταν
τρεις υποψήφιοι για να τα
πάρουμε στη διανομή του 1932.
Εγώ μόλις είχα παντρευτεί και
δεν είχα καθόλου χωράφια.
Πηγαίνω στο θείο μου και του
λέω: «Θείο, υπάρχει ένας
κλήρος 45 στρέμματα, πώς
μπορεί να γίνει να τον πάρω;
Είμαστε τρεις υποψήφιοι. Θα
γίνει δικαστήριο την τάδε
ημερομηνία στη Νάουσα». Την
άλλη μέρα ο θείος μου καλεί το
δικαστή από τη Νάουσα και τον
πρόεδρο του δικαστηρίου στο
σπίτι του. Τους κάνει το
τραπέζι και τους λέει: «Αυτό
το κτήμα θέλω να το κάνετε επ’
ονόματι του Γεώργιου Ταρπάνη,
του ανεψιού μου». Αυτοί δεν
μπορούσαν να κάνουν
διαφορετικά, αλλιώς θα τους
έδιωχνε και από την υπηρεσία.
Πηγαίνουμε, λοιπόν, και οι
τρεις διεκδικητές του
κτήματος στο δικαστήριο. Το
δικαστήριο κάποια στιγμή
πήρε απόφαση ο κλήρος να
δοθεί στο Γεώργιο Ταρπάνη.
ΕΡΩΤΗΣΗ:
Όταν έγινε ο πόλεμος του 1940,
τι έκαναν οι κάτοικοι του
χωριού;
ΑΠΑΝΤΗΣΗ:
Τότε πήγαμε στον πόλεμο. Πήγα
κι εγώ. Στην αρχή ήμασταν
ενωμένοι όλοι. Μετά, όταν μας
χτύπησαν οι Γερμανοί,
χωριστήκαμε. Άλλοι ήταν με
τους κομμουνιστές, άλλοι ήταν
με τους Παοτζίδες (συνεργάτες
των Γερμανών) και ο ένας
πρόδιδε τον άλλο.
ΕΡΩΤΗΣΗ:
Ήταν πολλοί οι συνεργάτες των
Γερμανών εδώ;
ΑΠΑΝΤΗΣΗ:
Ήταν αρκετοί. Παραπάνω από 20
άτομα.
ΕΡΩΤΗΣΗ:
Από τους Γερμανούς έγιναν
καταστροφές στο χωριό;
ΑΠΑΝΤΗΣΗ:
Δε θυμάμαι να έγιναν
καταστροφές. Οι Γερμανοί
ήρθαν, αλλά δεν έκατσαν πολύ
καιρό. Σηκώθηκαν κι έφυγαν.
ΕΡΩΤΗΣΗ:
Στον Εμφύλιο έγιναν
καταστροφές;
ΑΠΑΝΤΗΣΗ:
Στον Εμφύλιο έγιναν. Έκαψαν
σπίτια, έγιναν σκοτωμοί.
Πρόδιναν ορισμένοι από τους
Παοτζίδες, και οι
κομμουνιστές πρόδωσαν κι
εκείνοι. Έγιναν άσχημα
πράγματα.
ΕΡΩΤΗΣΗ:
Εσείς εκείνο το διάστημα πού
ήσασταν;
ΑΠΑΝΤΗΣΗ:
Στη διάρκεια της Κατοχής εγώ
ήμουν κομματικός υπεύθυνος
του Κ.Κ.Ε. εδώ στο χωριό. Μου
φέρνανε σημειώματα με
ονόματα, για να συλληφθούν
αμέσως και να εκτελεστούν.
Εγώ έγραφα πίσω από το
σημείωμα ότι εμείς δεν έχουμε
προδότες. Όλοι βοηθάνε τον Ε.Λ.Α.Σ.
Δεν έχουμε ανθρώπους να
εκτελεστούν. Το 1945, μετά που
έφυγαν οι Γερμανοί, την 1η
Ιουνίου ήρθε στρατός και με
συνέλαβαν. Με πήγαν στη
Σκύδρα σ’ ένα σπίτι. Εκεί με
ξεγύμνωσαν, με κρέμασαν από
τα πόδια με το κεφάλι προς τα
κάτω και με χτυπούσαν σε όλο
το σώμα. Έμεινα κρεμασμένος
μια βδομάδα. Κάθε βράδυ με
έδερναν. Εγώ είχα γίνει πτώμα.
Όλο το σώμα μου έτρεχε πύο και
αίμα. Δεν μπορούσα ούτε να
μιλήσω. Είδαν ότι θα πεθάνω
και με πήγαν στο νοσοκομείο
της Έδεσσας. Έμεινα εκεί 6
μήνες κρατούμενος. Ένας
στρατιώτης φύλαγε την πόρτα
του δωματίου μου. Μόλις έγινα
καλά με αρπάζουν και με
κλείνουν φυλακή για δύο
χρόνια στην Έδεσσα και στη
Θεσσαλονίκη.
Όταν
πέρασαν τα δύο χρόνια, με
έβγαλαν και ήρθα στο σπίτι
μου. Την επόμενη μέρα ήρθαν
και μ’ έπιασαν πάλι. Με
στέλνουν εξορία στη Λήμνο,
στο χωριό Μούδρο. Εκεί πέρασα
13 μήνες (1947 – 48). Εκεί ήταν
πάρα πολλοί κρατούμενοι –
εξόριστοι. Πολλοί απ’ αυτούς
ήταν στελέχη με ανώτατη
μόρφωση. Εκεί βρήκαν ένα
δωμάτιο και μας έκαναν
μαθήματα. Ήταν σαν γυμνάσιο.
Μετά τους 13 μήνες, μας άφησαν
ελεύθερους, γιατί δεν είχαν
κατηγορίες εναντίον μας.
Σκέφτηκαν να μας αφήσουν
ελεύθερους και να μας
ξανασυλλάβουν στη
Θεσσαλονίκη, όταν θα
κατεβαίναμε από το πλοίο. Εγώ
το κατάλαβα αυτό και, μόλις
φτάσαμε στο λιμάνι της
Καβάλας, πηδάω απ’ το καράβι
και κρύβομαι στα σοκάκια της
πόλης. Και ήρθα από την Καβάλα
μέχρι τη Θεσσαλονίκη με τα
πόδια. Την ημέρα κρυβόμουν
και τη νύχτα περπατούσα.
Το
βράδυ της ημέρας που ήρθα οι
αντάρτες χτύπησαν το σχολείο
μας. Το σχολείο μας το είχαν
φράξει γύρω γύρω οι Μάυδες (Μ.
Α. Υ. = μονάδες ασφάλειας
υπαίθρου, πολεμούσαν στον
Εμφύλιο εναντίων των
ανταρτών) και είχαν
πολυβολεία. Εκεί ήμασταν εγώ,
ο μπαμπάς του Σπανάκ (Παρασκευαΐδης)
και ο Θόδωρος ο Φαντίδης. Μας
είχαν πάρει οι Μάυδες. Οι
αντάρτες κύκλωσαν το σχολείο,
το χτύπησαν και μας πήραν στο
βουνό. Μετά χτύπησαν τη
Νάουσα, την Έδεσσα,
επιστράτευσαν περίπου 30
άτομα και από κει ο διοικητής
Καπετάν Μαύρος διέταξε εμένα
και άλλους τρεις να τους πάμε
στο Καϊμάκτσαλαν.
Τους
πήραμε τώρα, έβαλα έναν
μπροστά, άλλον δίπλα κι εγώ
από πίσω και τους πάμε.
Περάσαμε τη νύχτα από το
ποτάμι του Ριζαρίου, από κει
στο Πάϊκο και από το Πάϊκο στο
Καϊμάκτσαλαν. Εκεί τους
παραδώσαμε. Τότε υπήρχε στα
λουτρά του Πόζαρ σχολή των
ανταρτών για υπαξιωματικούς.
Έτυχε να με στείλουν κι εμένα
εκεί. Ήμασταν 40 άτομα. Κάναμε
τα μαθήματα που έπρεπε κι εγώ
βγήκα απ’ τη σχολή σαν ο
καλύτερος. Ο Στρατηγός είπε
ότι ο Γεώργιος Ταρπάνης θα
μείνει μαζί με το διοικητή
της σχολής για να εκπαιδεύει
και τους άλλους. Εγώ δεν
μπορούσα να κάνω διαφορετικά.
Ήρθαν άλλα 40 άτομα και μαζί
τους ήταν ο Σιδηρόπουλος ο Κώστας
και ένας από την Πετριά. Τους
μάθαινα πώς να πυροβολούνε,
πώς να «λύνουν» το πυροβόλο.
Κάποτε
πήραμε ειδοποίηση από το
διοικητή ότι θα μας χτυπήσουν
οι Μάυδες από την Αριδαία. Μου
είπε να πάρω όλα τα παιδιά της
σχολής και να πάμε να
στήσουμε ενέδρα στην
Καρατζόβα. Αυτό έγινε στις 27
Μαΐου του 1949. Τα χόρτα ήταν
μέχρι επάνω, γιατί τα χωράφια
έμεναν ακαλλιέργητα τότε.
Τους έβαλα τους αντάρτες γύρω
γύρω κι εγώ με το διοικητή
μπήκαμε μέσα σ’ ένα μικρό
χαντάκι και περιμέναμε.
Βλέπουμε κάποια στιγμή να
έρχεται ένας λοχαγός των
Μάυδων με πολυβόλο και να
φωνάζει: «Αδέρφια,
παραδινόμαστε». Σηκώνεται ο
διοικητής κι εγώ του φωνάζω
να κάτσει κάτω. «Αν θέλει να
παραδοθεί, να παραδοθεί. Εσύ
μη σηκώνεσαι». Με το που
σηκώνεται ο διοικητής του
τραβάει μια ριπή και τον
σκοτώνει επιτόπου. Κάνω να
τον βοηθήσω, με χτυπάει και
μένα εδώ στο λάρυγγα. Δεν
μπορώ να μιλήσω ούτε να
βοηθήσω. Μόνο μπόρεσα να κάνω
νόημα στους αντάρτες με το
χέρι, για να επιτεθούν και να
τους συλλάβουν. Συλλάβανε και
το λοχαγό. Του τραβάνε κι
αυτουνού μια ριπή και του
πέταξαν όλο το σαγόνι.
Μας
παίρνουν όλους, μαζί και τους
αιχμάλωτους Μάυδες, και μας
πήγαν στο νοσοκομείο των
ανταρτών που ήταν στη χαράδρα
πάνω από τα λουτρά του Πόζαρ.
Εγώ δεν μπορούσα να μιλήσω
και συνεννοούμουν με νοήματα.
Βλέπω το λοχαγό των Μάυδων να
βγαίνει έξω και να
παρακολουθεί. Εγώ το
υποψιάστηκα αυτό και
σκέφτηκα ότι αυτός, άμα φύγει,
θα ειδοποιήσει τα αεροπλάνα
και θα ‘ρθουν να μας κάψουν,
αλλά δεν μπορώ να μιλήσω.
Παίρνω ένα χαρτάκι και γράφω:
«Αυτός είναι λοχαγός των
Μάυδων, είναι αιχμάλωτος.
Βγαίνει έξω και παρακολουθεί.
Αν φύγει, θα ειδοποιήσει την
αεροπορία και θα ‘ρθουν να
μας κάψουν. Πάρτε μέτρα».
Έρχεται ο γιατρός και του
δίνω το σημείωμα. Ταράχτηκε.
Δεν ήξερε τι ήταν αυτός. Του
γράφω: «Κρατήστε τον εδώ πέρα,
να μη βγαίνει έξω». Μετά από
λίγες μέρες τον πήρανε. Πού
τον έστειλαν, τι τον έκαναν,
δεν ξέρω.
Μετά
από λίγο καιρό χτύπησαν το
νοσοκομείο οι Άγγλοι. Με
πήραν εμένα οι αδερφές μαζί
με μια κοπέλα που την έβαλαν
σε φορείο, γιατί δεν μπορούσε
να περπατήσει, και μας πήγαν
μέχρι τα σύνορα. Μας άφησαν
εκεί και άρχισε η κοπέλα να
φωνάζει: «Ντρούζε, ντρούζε»,
δηλαδή «σύντροφε, σύντροφε»
στα γιουγκοσλάβικα. Ήρθαν οι
Γιουγκοσλάβοι σκοποί με τα
όπλα, είδαν ότι είμαστε
τραυματίες, μας πήραν και μας
πήγαν στα Σκόπια, στο
νοσοκομείο.
ΕΡΩΤΗΣΗ:
Πόσα χρόνια μείνατε έξω;
ΑΠΑΝΤΗΣΗ:
Γύρισα στην Ελλάδα το 1980. Από
τα Σκόπια, με δυο άλλα άτομα,
φύγαμε παράνομα στη
Βουλγαρία. Εκεί μας κράτησαν
για λίγες μέρες, μέχρι να
μάθουν τι είμαστε, και μετά
μας άφησαν ελεύθερους για να
δουλέψουμε εκεί. Έμεινα και
δούλεψα. Όλη μου η οικογένεια
ήταν εδώ κι εγώ ζούσα μόνος.
Είχα καλή δουλειά, ήμουνα
ανώτερος υπάλληλος της
δημαρχίας.
Μόλις
άκουσα ότι θα ‘ρθει ο
Παπανδρέου, πήγαινα στην
Πρεσβεία. Κι από δω οι δικοί
μου έκαναν ενέργειες, αλλά
περισσότερο πήγαινα στην
ελληνική Πρεσβεία, στη Σόφια.
Τους έλεγα: «Δεν έχω κάνει
τίποτα. Γιατί δε με αφήνετε να
πάω στην Ελλάδα;» «Κύριε
Ταρπάνη, δεν μπορούμε να σ’
αφήσουμε». Εγώ επέμενα και
πήγαινα συνέχεια. Στο τέλος
τους ανάγκασα να μου δώσουν
τρεις μήνες άδεια.
ΕΡΩΤΗΣΗ:
Όλον αυτόν τον καιρό που
ήσασταν εκεί πέρα είχατε
επικοινωνία με την
οικογένειά σας;
ΑΠΑΝΤΗΣΗ:
Είχαμε αλληλογραφία και στο
τέλος και τηλεφωνική
επικοινωνία. Μου έδωσαν άδεια
και ήρθα εδώ πέρα, έκατσα 3
μήνες κι έφυγα. Εγώ συνέχισα
να πηγαίνω στην Πρεσβεία.
Ήρθε ύστερα ο Παπανδρέου, μας
έδωσε αμνηστία και ήρθα για
πάντα εδώ.
ΕΡΩΤΗΣΗ:
Τι συναντήσατε, όταν ήρθατε
εδώ;
ΑΠΑΝΤΗΣΗ:
Τι να συναντήσω; Είχα
καινούργιο σπίτι και χάλασε.
Κανένας απ’ το χωριό δεν
πείραξε, ευτυχώς, τα χωράφια
μου.
ΕΡΩΤΗΣΗ:
Όταν ήρθατε, πώς σας
αντιμετώπισαν;
ΑΠΑΝΤΗΣΗ:
Καλά. Δεν έχω παράπονο από
κανέναν. Όταν ήρθα, όμως, τα
χωράφια μου ήταν δάσος. Τα
καθάρισα, τα έφτιαξα, έχτισα
αυτό το σπίτι με τα λίγα λεφτά
που έφερα από εκεί.
Παυλίδης
Βασίλης (Ε΄ Τάξη), Παυλίδου
Αθηνά, Σελίδου Αντωνία (ΣΤ΄
Τάξη)
|