Κάντε κλικ για να μεταβείτε στα περιεχόμενα.


Η ΠΡΩΤΗ ΓΕΝΙΑ ΣΤΗ ΝΕΑ ΠΑΤΡΙΔΑ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΤΟΝ ΠΑΥΛΙΔΗ ΕΥΣΤΑΘΙΟ

ΕΡΩΤΗΣΗ: Πώς λέγεστε και πότε γεννηθήκατε;

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Λέγομαι Παυλίδης Ευστάθιος και γεννήθηκα εδώ στο Ριζό το 1926.

ΕΡΩΤΗΣΗ: Από πού κατάγονταν οι γονείς σας;

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Οι γονείς μου κατάγονταν από το Απέχς της Τουρκίας.

ΕΡΩΤΗΣΗ: Τι σας διηγήθηκαν σχετικά με τη Μικρασιατική Καταστροφή και τον ξεριζωμό τους;

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Εμένα ο πατέρας μου πέθανε 40 χρόνων, όταν ήμουνα 12 χρόνων, ο μεγαλύτερος από τ’ αδέρφια μου. Δεν πρόλαβα να μου πει τι είδε. Αλλά η μητέρα μου, που ήταν από το Μερτζάν της Ρωσίας, έλεγε πως τους χτυπούσαν οι Ρώσοι, τους έριχναν στα πηγάδια και τους σκότωναν.  

     ΕΡΩΤΗΣΗ: Πήραν τίποτα οι γονείς σας φεύγοντας από τα μέρη τους;

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Όχι, αγόρι μου. Την ψυχή τους έφεραν εδώ. Δεν έφεραν τίποτα.

ΕΡΩΤΗΣΗ: Όταν ήρθαν οι γονείς σας εδώ, πώς ήταν η περιοχή;

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Η περιοχή ήταν έρημη. Ένα σπίτι εδώ, ένα σπίτι εκατό μέτρα πιο εκεί. Όποιος ερχόταν εδώ έκανε του κεφαλιού του. Μετρούσε ένα μέρος και έλεγε «εγώ θα κάτσω εδώ», παραδίπλα άλλος και έτσι σιγά σιγά, όταν ο κόσμος περίσσεψε, άρχισε να παίρνει ο καθένας το μερίδιο που ήθελε. 

Τα σπίτια ήταν φτωχικά. Πηγαίναμε στην Κρύα Βρύση και στα Γυμνά, που ήταν τότε βάλτος, κόβαμε χόρτα και κάναμε τις σκεπές των σπιτιών, για να μη βραχούμε. Γιατί τότε δεν υπήρχαν κεραμίδια. Εγώ έτυχα στο σπίτι του πατέρα μου που από πάνω έβρεχε και από κάτω βάζαμε κουβάδες και λεκάνες για να μαζεύουμε τα νερά.

Ο κεντρικός δρόμος ήταν τότε ένα μέτρο χαμηλότερα. Το δρόμο αυτό 

 

Στάθης Παυλίδης

τον έφτιαξαν οι Γάλλοι πλακόστρωτο με στρόγγυλες πέτρες. Δε θυμάμαι πότε, αλλά έτσι μου είπε ο πατέρας μου. Οι άλλοι δρόμοι ήτανε χάλια. Για να πας από τον ένα μαχαλά στον άλλο, ιδίως τη νύχτα, έπρεπε να έχεις ένα φανάρι και ένα μπαστούνι, για να μη βουλιάξεις στη λάσπη.

ΕΡΩΤΗΣΗ: Υπήρχαν στο χωριό στάσιμα νερά;

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Υπήρχε μια λίμνη, που τώρα είναι χωράφι, και βρισκόταν έξω από το χωριό, πηγαίνοντας προς το βουνό (περιοχή Κελ). Υπήρχε και μια λίμνη πίσω από το σπίτι μου, πίσω από το σχολείο. Υπήρχαν ακόμα και μικρά δάση γύρω από το χωριό.     

ΕΡΩΤΗΣΗ: Πώς ήταν οι συνθήκες ζωής στο χωριό την εποχή που γεννηθήκατε;

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Ήτανε πολύ μεγάλη η φτώχια. Ο κόσμος δεν είχε λεφτά. Οι συνθήκες ήταν δύσκολες. Τότε τι έκαναν οι γονείς μας; Όταν γεννούσαν οι κότες, έδιναν αυγά για να πάρουν δυο τρία τσιγάρα να καπνίσουν. Είχαν μια δυο αγελάδες, χτυπούσαν το γάλα, έφτιαχναν βούτυρο και το πουλούσαν στη Σκύδρα για να πάρουν ένα κιλό λάδι. Τα στερούμασταν όλα. Ήταν πάρα πολύ δύσκολα εκείνα τα χρόνια. Η ζωή ήταν μαρτύριο.

Είχε ο καθένας από μια δυο αγελάδες, μία κατσίκα. Έπαιρναν ένα μικρό κομμάτι γης, δυο τρία στρέμματα (πριν γίνει η διανομή), έπαιρναν ένα οικόπεδο και έλεγε ο καθένας «εγώ θα κάτσω εδώ»… Δεν υπήρχαν νόμοι. Όταν εγώ μεγάλωσα, είχαμε τον κλήρο. Το 1932 έγινε η διανομή και πήρε ο πατέρας μου 42 στρέμματα. Υπήρχε όμως μεγάλη φτώχια. Ο πατέρας μου έλεγε στη μητέρα μου: «Κυρά Φωτεινή, ένα κάρο ας κάνω και ένα ζευγάρι βόδια κι ας πεθάνω». Η δυστυχία ήταν όταν δεν είχες βόδια, όταν δεν είχες άροτρο, όταν δεν είχες χωράφι. Δυσκολευόμασταν πάρα πολύ στη ζωή. Φτιάχνει το κάρο ο καημένος ο πατέρας μου και πεθαίνει και το κάρο το πουλάμε εδώ στο ίδιο το χωριό μας, εξαιτίας της πείνας, το 1942 για 60 κιλά καλαμπόκι.  

ΕΡΩΤΗΣΗ: Υπήρχε τότε σχολείο στο χωριό; Εσείς πήγατε στο σχολείο;

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Εγώ πήγα στο καινούργιο που υπάρχει και σήμερα. Πριν, υπήρχε εδώ που είναι το Κέντρο Νεότητας κοινοτικό γραφείο τουρκικό(κονάκι). Εδώ δίδασκε ο δάσκαλος κ. Σωφρονίδης, που ήρθε κι αυτός από τη Ρωσία. Το καινούριο σχολείο χτίστηκε το 1926. Η μάνα μου μου έλεγε ότι η εκκλησία και το σχολείο φτιάχτηκαν μαζί τον καιρό που γεννήθηκα. Το κοινοτικό γραφείο λειτουργούσε σα σχολείο μέχρι που χτίστηκε το καινούργιο. Όλοι οι παλιοί εδώ πήγαν σχολείο.

Εγώ πήγα μέχρι και την Τρίτη τάξη. Μετά σταμάτησα, γιατί πέθανε ο πατέρας μου. Ήμασταν τέσσερα αδέρφια και ο μεγαλύτερος ήμουνα εγώ. Ήμουνα ο προστάτης της οικογένειας και έπρεπε να δουλέψω για να τη συντηρήσω.      

ΕΡΩΤΗΣΗ: Υπήρχε εκκλησία; Πού; 

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Υπήρχε η παλιά εκκλησία. Εκεί που βρίσκεται τώρα η δάφνη, στην αυλή της εκκλησίας, ήταν το ιερό βήμα και η εκκλησία έφτανε μέχρι το σχολείο. Η παλιά μας εκκλησία ήταν αφιερωμένη στον άγιο Γεώργιο (η εκκλησία αυτή ήταν φτιαγμένη από το 1700 περίπου). Άλλη εκκλησία δεν υπήρχε στο χωριό.

ΕΡΩΤΗΣΗ: Τι παιχνίδια παίζατε όταν ήσασταν μικροί;

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Μαζευόμασταν σε μια μεγάλη αυλή και παίζαμε «τσαλίκι». Κάναμε μια τρύπα, βάζαμε επάνω ένα ξύλο και με ένα άλλο ξύλο το χτυπούσαμε και έφευγε μακριά. Παίζαμε ακόμα «κοφτό». Τρέχαμε – τότε άμα έτρεχες ήσουν ο πρώτος. Παίζαμε «σκλαβάκια», ένα παιχνίδι σαν τη σκυταλοδρομία.

ΕΡΩΤΗΣΗ: Υπήρχε στο χωριό πρόβλημα ελονοσίας;

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Υπήρχε. Και το πρόβλημα αυτό το φέραμε, επειδή πηγαίνανε οι γονείς μας στο βάλτο για να κόψουν χόρτα, για να σκεπάσουμε τα σπίτια. Η ελονοσία ερχόταν από κει. Πήγαιναν, δούλευαν, τα πόδια τους γέμιζαν κάμπιες, κουνούπια. Εγώ ξέρω έναν που πέθανε από ελονοσία. Ήτανε ξένος, Αρμένιος. Εμείς τον θάψαμε. 

ΕΡΩΤΗΣΗ: Τι κάνατε για να προστατευτείτε από την ελονοσία;

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Τότε δεν υπήρχαν ενέσεις στρεπτομυκίνης, πενικιλίνης ή άλλα φάρμακα. Όταν πάθαινε ο κόσμος ελονοσία, την αντιμετώπιζαν με πρακτικά μέσα. Τους έλεγαν: «Βάλτε τον στο γιαούρτι με σκόρδο και τυλίξτε τον, για να φύγει η ελονοσία». Την αντιμετώπιζαν με γιατροσόφια.

ΕΡΩΤΗΣΗ: Όταν ήρθαν οι Γερμανοί στην Ελλάδα, ποια ήταν η στάση των χωριανών;

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Όταν ήρθαν οι Γερμανοί, είχαμε έναν ευλογημένο άνθρωπο, Τριαντάφυλλος Παπαδόπουλος λεγόταν, που μας έδινε θάρρος και μας έλεγε: «Παιδιά, κόψτε μια πετσέτα να σηκώσουμε ψηλά». Έτσι πήγαμε να τους υποδεχτούμε, για να μη μας φερθούν άσχημα. Υπήρχε ένα μεγάλο ποτάμι που περνούσε μέσα από τη Σκύδρα. Πέρασαν τα τανκς τα γερμανικά και τα αυτοκίνητα κι εμείς πήγαμε στη Σκύδρα να τους προϋπαντήσουμε με την προϋπόθεση να μη μας σκοτώσουν ή μας φερθούν άσχημα.

ΕΡΩΤΗΣΗ: Στον πόλεμο του ’40 σκοτώθηκε κανένας στο μέτωπο;

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Σκοτώθηκε ο Γιώργος ο Σιάρρης και ο Φαντίδης Θεόφιλος. Στο Αντάρτικο όμως σκοτώθηκαν πολλοί.

ΕΡΩΤΗΣΗ: Στην Κατοχή πέθαναν άτομα από πείνα εδώ στο χωριό;

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Από πείνα δεν ξέρω να πέθανε κανείς.

ΕΡΩΤΗΣΗ: Οι Γερμανοί σας έκλεβαν;

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Πώς δε μας έκλεβαν.

ΕΡΩΤΗΣΗ: Τι άλλο θυμάστε από τα χρόνια της Κατοχής;

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Εδώ στο κοινοτικό γραφείο μας συγκέντρωσαν οι Γερμανοί και μας ζητούσαν τις ταυτότητες. Ψάχνανε για κομμουνιστές κι, αν έβρισκαν κανένα, τον πήγαιναν για εκτέλεση. Πήραν τον Παπαδόπουλο τον Τριαντάφυλλο. Όχι όμως αυτόν που σας είχα πει πριν, που ήταν Γερμανόφιλος (όπως έλεγαν), πήραν τον άλλο (συνωνυμία) και τον πήγαν στη Νάουσα, όπου και τον βασάνισαν. Πήραν ακόμα τον Παπαδόπουλο Κυριάκο του Θεοδώρου και τον Πουτακίδη Γεώργιο, τους οποίους και βασάνισαν με ηλεκτρικό ρεύμα για να μαρτυρήσουν αν είναι κομμουνιστές.

 

Βασιλειάδης Άγγελος, Ηλιάδης Κώστας, Ούτας Γιώργος (Ε΄ Τάξη)

 

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ  


Επιστροφή στη σελίδα Εργασίες

 

Web Design  by Κιοσσές Γιώργος