Κάντε κλικ για να μεταβείτε στα περιεχόμενα.


Η ΠΡΩΤΗ ΓΕΝΙΑ ΣΤΗ ΝΕΑ ΠΑΤΡΙΔΑ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΜΕ ΤΟΝ ΚΕΛΕΣΙΔΗ ΔΗΜΗΤΡΙΟ

ΕΡΩΤΗΣΗ: Πώς λέγεστε και πότε γεννηθήκατε;

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Ονομάζομαι Κελεσίδης Δημήτριος και γεννήθηκα εδώ, στο Ριζό, το 1925.

ΕΡΩΤΗΣΗ: Από πού κατάγονταν οι γονείς σας;

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Από το Κιζίκ του Πόντου.

ΕΡΩΤΗΣΗ: Τι σας διηγήθηκαν σχετικά με τη Μικρασιατική Καταστροφή και τον ξεριζωμό τους;

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Η γιαγιά μου μου είπε ότι το 1909 είχανε έναν Τούρκο στα χωράφια τους και είπε του παππού μου: «Σεραφείμ, φύγετε γιατί θα τελειώσουνε το χτύπημα (τη σφαγή) των Αρμενίων και θα αρχίσουνε τους Ρωμιούς». Έτσι φύγανε και πήγανε στη Ρωσία. Το 1913, το φθινόπωρο, έφυγαν και ήρθαν στη Θεσσαλονίκη. Από κει ήρθαν σ’ ένα χωριό που το έλεγαν τότε Ορόβιτσα και τώρα το λένε Πευκόδασος, στην περιοχή του Κιλκίς. Επειδή γινόταν ο Βαλκανικός πόλεμος, τους σηκώσανε από κει και πήγανε στην Αριδαία, στο Μεγαπλάτανο. Από κει τους διώξανε και ήρθανε στο χωριό.

Όταν ήρθανε εδώ, το 1914 με αρχές του 1915, ήταν ακόμα ο Μπέης. Στην αρχή κάθονταν στο σπίτι ενός ντόπιου, όπου τους βάλανε οι δικοί μας. Αυτοί οι ντόπιοι έφυγαν στη Νάουσα, αφού τους πήραμε τα σπίτια. Άλλοι πήγανε στην Πετριά, άλλοι στα Σεβαστιανά, αλλά οι Τούρκοι ήταν εδώ. Το 1915 πήραν στρατιώτη το θείο μου Κωνσταντίνο Κελεσίδη, τον πατέρα του ψάλτη Αντώνη Κελεσίδη, και πήγε στη Βουλγαρία που πολεμούσαν με τους Βούλγαρους. Μετά από εκεί πήγανε μέχρι το Σαγγάριο ποταμό στη Μικρά Ασία. Ήταν 7 χρόνια στρατιώτης. Εδώ οι Τούρκοι φύγανε 6 – 7 μήνες μετά που ήρθαμε, δηλαδή το 1915.

Ο θείος μου μου είπε ότι στην Καταστροφή ο Πλαστήρας, ο Ζήρας και ο Φωκάς ήταν αξιωματικοί του στρατού. Μου είπε ότι δεν παρέδωσαν τα όπλα και ήρθαν από κει στη Θεσσαλονίκη. Τραυματίστηκε κιόλας δυο φορές. Τη δεύτερη φορά τον πήρε ο Πλαστήρας για διερμηνέα του.   

ΕΡΩΤΗΣΗ: Πήραν τίποτα οι γονείς σας φεύγοντας από τον Πόντο;

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Τι να πάρουνε μαζί τους; Η γιαγιά μου κουβάλησε την εικόνα της Παναγίας. Την πήρε μαζί της στη Ρωσία, την έκρυψε και τώρα την έχω εγώ. Άλλοι όμως φέρανε και κάρα, και ζώα. Αυτοί που ήρθανε το 1922 με την ανταλλαγή. Οι δικοί μου δεν μπορούσαν να φέρουν τίποτα, γιατί τα άφησαν όλα κι έφυγαν. 

ΕΡΩΤΗΣΗ: Όταν ήρθαν οι γονείς σας εδώ, πώς ήταν η περιοχή;

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Εδώ υπήρχαν τότε πολλά σπίτια με ντόπιους που ήταν κολίγοι (δούλοι) των Τούρκων. Ο Μπέης είχε τα ζώα του και αυτοί δούλευαν τα χωράφια του. Όταν ήρθαμε εμείς, αυτοί (οι ντόπιοι) σκορπίστηκαν στην Έδεσσα και στη Νάουσα. Μετά εμείς αρχίσαμε να φτιάχνουμε σπίτια δικά μας. Έφυγαν οι Ρουμανόβλαχοι που ήταν στη «Ρουντίνα», στην «Τούμπα» και στο Αρσένι, αγοράζαμε τα πρόβατά τους και γίναμε κτηνοτρόφοι.

Στην περιοχή όπως βγαίνουμε από το χωριό οι Τούρκοι καλλιεργούσαν ρύζι. Γύρω γύρω από το χωριό υπήρχε δάσος. Όταν φτιάχναμε τα σπίτια μας, από κει κόβαμε ξύλα.

Εκεί που είναι σήμερα ο Άγιος Δημήτριος δεν υπήρχε εκκλησία. Υπήρχε μια ιτιά και είχαμε κρεμάσει πάνω της τις εικόνες του Αγίου Γεωργίου και του Αγίου Δημητρίου. Αυτό έγινε το 1932 – 34. Επίσης δεν υπήρχε αυτή η πηγή που υπάρχει τώρα. Τη φτιάξαμε εμείς αργότερα. Νερά έτρεχαν από τη ρίζα του δέντρου και τα λέγαμε «αγιάσματα».   

ΕΡΩΤΗΣΗ: Πώς ήταν οι συνθήκες ζωής στο χωριό την εποχή που γεννηθήκατε;

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Είχαμε ένα αναρρωτήριο. Δεν υπάρχει μια μεγάλη βρύση πίσω από την αποθήκη του συνεταιρισμού; Εκεί υπήρχαν λάκκοι για βούρκο. Με βάλανε μέσα και με σκεπάσανε. Έτρεμα και μου έφυγε η ελονοσία. Βάλανε και τον παπα – Γιάννη (τον παλιό μας παπά). Πολλούς βάλανε. Όταν τις φτιάξανε εκείνα τα χρόνια τις γούρνες, πηγαίναμε, πλέναμε τα σιτάρια και τα απλώναμε εκεί να ξεραθούν, για να κάνουμε ψωμί για το χειμώνα.

ΕΡΩΤΗΣΗ: Οι άνθρωποι πώς τα βγάζανε πέρα;

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Όταν ήρθαν οι δικοί μας, φέρανε μερικά λεφτά. Μετά ήρθε το κράτος και, αφού πήρε τα παιδιά τους στρατιώτες, τους βοηθούσε. Τους έδωσε άλογα για να οργώνουν. Τα χωράφια τότε ήτανε ακαλλιέργητα. Δεν ήταν όπως τώρα. Πήγαινες, όργωνες, έσπερνες και γινόταν. Κάνανε καλαμπόκια και σιτάρια. Αλλά υπήρχε φτώχεια. Μέχρι που να φτιάξουν σπίτια, να φτιάξουν στάβλους, δυσκολεύτηκαν πάρα πολύ.    

ΕΡΩΤΗΣΗ: Υπήρχε τότε σχολείο στο χωριό; Εσείς πήγατε στο σχολείο;

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Παλιά είχαμε σχολείο εδώ στο κονάκι του Μπέη που ήταν το κοινοτικό γραφείο. Το σχολείο αυτό λειτουργούσε μέχρι το 1932 – 32, δε θυμάμαι ακριβώς. Πάντως πρώτη τάξη πήγα στο καινούργιο σχολείο και είχα δάσκαλο τον κύριο Σωφρονίδη. Εγώ πήγα σχολείο μέχρι την Γ΄ τάξη. Σταμάτησα το σχολείο, γιατί δε γνώρισα ούτε μάνα ούτε πατέρα κι αναγκαζόμουν και πήγαινα να φυλάξω τα βόδια των θείων μου Στην ηλικία μου, αυτοί που μπορούσαν συνέχιζαν το σχολείο. Την εποχή εκείνη το σχολείο είχε πάνω από 80 παιδιά και, επειδή δε χωρούσαν στο σχολείο, έκαναν μάθημα και το απόγευμα.  

ΕΡΩΤΗΣΗ: Υπήρχε εκκλησία; Πού; 

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Υπήρχε η εκκλησία του Αγίου Γεωργίου, εκεί που είναι σήμερα το μικρό εκκλησάκι (στην αυλή της εκκλησίας).

ΕΡΩΤΗΣΗ: Τι παιχνίδια παίζατε όταν ήσασταν μικροί;

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Παίζαμε «τσάλτικα», που παιζόταν με ένα κοντό ξύλο και ένα μακρύ. Με το μακρύ ξύλο χτυπούσαμε το κοντό, αυτό πήγαινε μακριά κι από κει το ρίχναμε πίσω. Άλλο παιχνίδι που παίζαμε ήταν η «προτολιά» ένα είδος μακριάς γαϊδούρας. Παίζαμε κι ένα παιχνίδι που το έπαιζαν τα κορίτσια, αλλά παίζαμε κι εμείς μαζί τους. Ανοίγαμε τρύπες. Κάναμε ένα μπαλάκι από τις τρίχες που χτενίζαμε από τα βόδια και το μπαλάκι αυτό το χτυπούσαμε και το ρίχναμε μέσα στις τρύπες.

ΕΡΩΤΗΣΗ: Όταν ήσασταν νέοι, πώς διασκεδάζατε;

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Διασκέδαση ήταν μόνο το ούζο. Και τσίπουρο δεν είχαμε τότε, δε βγάζαμε. Διασκεδάζαμε στα καφενεία και στα σπίτια. Ο Σάββας ο Γρηγοριάδης ή ο Σταύρος ο Χαραλαμπίδης έπαιζαν λύρα και χορεύαμε.

ΕΡΩΤΗΣΗ: Όταν ήρθαν οι Γερμανοί στην Ελλάδα, ποια ήταν η στάση των χωριανών;

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Ήμασταν κάπως σαν κακομοιριασμένοι, φοβισμένοι. Αλλά οι Γερμανοί, είναι η αλήθεια, δε μας πείραξαν. Προτού φύγουν οι Γερμανοί, στον κεντρικό δρόμο που είναι μπροστά από την εκκλησία, πέρασε ένα Εγγλέζικο τζιπ και χτύπησε τον πατέρα του Ηλία του Πουτακίδη, που περπατούσε στην άκρη του δρόμου. Αλλά οι Γερμανοί δε μας πείραξαν καθόλου. Μόνο που πήρανε αυγά, κότες και φάγανε.

ΕΡΩΤΗΣΗ: Στον πόλεμο στην Αλβανία σκοτώθηκε κανένας από το χωριό;

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Σκοτώθηκε ο Σιάρρης ο Γιώργος, ο πατέρας του Χρήστου. Σκοτώθηκε επίσης και ο θείος του Φαντίδη του Στάθη.

ΕΡΩΤΗΣΗ: Υπήρχε πρόβλημα πείνας στο χωριό στα χρόνια της Κατοχής;

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Το χωριό μας δεν πείνασε τόσο, όσο πείνασαν οι μεγάλες πόλεις. Οι μεγάλες οικογένειες έσπερναν τα χωράφια και έβγαζαν 100 – 150 οκάδες το στρέμμα. Έσπερναν 30 στρέμματα. Από αυτή την παραγωγή τι να πρωτοκάνουν; Σπόρο θα κρατούσαν; Θα κρατούσαν για τον εαυτό τους; Θα πουλούσαν για να αγοράσουνε τσαρούχια; Είχε πείνα αλλά όχι τόση.

ΕΡΩΤΗΣΗ: Οι Γερμανοί δεν έπαιρναν την παραγωγή;

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Κάνανε επίταξη ζώων. Παίρνανε δυο τρία ζώα και φεύγανε. Δεν παίρνανε τρόφιμα. Καλαμπόκια και σιτάρια πήρε ο νομάρχης, για να τα στείλουνε στην Αθήνα που πεινούσε,  και μας έδωσε ένα χαρτί, για να πάμε να πληρωθούμε πάνω από την Έδεσσα. Ήμουνα εγώ, ο Ιωακείμ ο Παπαδόπουλος, ο Κώστας ο Θεοδοσίου, ο Σιάρρης ο Χρήστος και ο παπα – Γιάννης ο συχωρεμένος και πήγαμε πάνω στην Έδεσσα να πληρωθούμε. Αφού πληρωθήκαμε, πήγαμε στο μαγειρείο, για να φάμε. Ο μάγειρας έκανε κάτι χόρτα, είχε σφάξει και άλογο και το μαγείρεψε με κρεμμύδια (στιφάδο). Εμείς είχαμε ψωμί μαζί μας από το χωριό. Ο παπα – Γιάννης κατάλαβε ότι το κρέας ήταν από άλογο και το έδωσε σ’ εμένα. Ο Χρήστος ο Σιάρρης γύρισε και του είπε: «Πάτερ, γιατί το δίνεις στο Δημήτρη;» Ο παπάς του απάντησε: «Αυτός είναι μωρό, αυτός πρέπει να το φάει». Το έφαγα και ήταν λίγο ξινό.

 

Βασιλειάδης Άγγελος, Ηλιάδης Κώστας, Ούτας Γιώργος (Ε΄ Τάξη)

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ  


Επιστροφή στη σελίδα Εργασίες

 

Web Design  by Κιοσσές Γιώργος