Κάντε κλικ για να μεταβείτε στα περιεχόμενα.


Η ΠΡΩΤΗ ΓΕΝΙΑ ΣΤΗ ΝΕΑ ΠΑΤΡΙΔΑ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΜΕ ΤΟ ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΗ ΣΤΑΥΡΟ

ΕΡΩΤΗΣΗ: Πώς λέγεστε και πότε γεννηθήκατε;

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Λέγομαι Χαραλαμπίδης Σταύρος και γεννήθηκα εδώ στο Ριζό το 1926.

ΕΡΩΤΗΣΗ: Από πού κατάγονταν οι γονείς σας;

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Από το Κιζίκ της Τουρκίας. Τα αδέρφια του έλεγαν ότι ήρθαν από τη Γαράσαλη, αλλά ο μπαμπάς μου έλεγε ότι ήρθε από το Κιζίκ.

ΕΡΩΤΗΣΗ: Τι σας διηγήθηκαν σχετικά με τη Μικρασιατική Καταστροφή και τον ξεριζωμό τους;

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Για τον ξεριζωμό μου είπε μόνο η μαμά μου ότι υποφέρανε πολλά από τους Τούρκους. Τη νύχτα που πήγαιναν και κρυβόντουσαν σε διάφορα μέρη έβρεχε και, όταν σταματούσε η βροχή, το φόρεμά της έπιανε πάγο από το κρύο.

ΕΡΩΤΗΣΗ: Πήραν τίποτα οι γονείς σας φεύγοντας από τον Πόντο;

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Όχι. Με την ψυχή τους και με τα ρούχα που φορούσαν ήρθανε.

ΕΡΩΤΗΣΗ: Όταν ήρθαν οι γονείς σας εδώ, πώς ήταν η περιοχή;

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Στο ανατολικό μέρος του χωριού, εκεί που μένω τώρα, δεν υπήρχαν σπίτια. Εδώ που είμαστε τώρα ήταν το κοινοτικό γραφείο και ήταν παλιά το σπίτι του Μπέη. Ο δρόμος δεν ήταν ασφαλτοστρωμένος, ήταν όλο πέτρα. Οι άλλοι δρόμοι ήταν γεμάτοι λάσπες. Δεν μπορούσαμε να πάμε στα σπίτια μας και γι’ αυτό κάναμε δρομάκι με πέτρες, μέσα στις λάσπες, και περπατούσαμε από κει και πηγαίναμε.

Στο ποτάμι υπήρχαν σε δύο μέρη γέφυρες. Στην αρχή περνούσαμε το ποτάμι πατώντας πάνω σε πέτρες. Μετά κάναμε ξύλινη γέφυρα κοντά στην εκκλησία. Απέναντι από το Πνευματικό Κέντρο περνούσαμε μέχρι τέλος με πέτρες και η γέφυρα έγινε τελευταία. Σε διάφορα μέρη υπήρχαν στάσιμα νερά.

Κάμποσα σπίτια τότε είχανε σκεπή από χόρτα. Τα σπίτια ήταν χτισμένα με πλιθιά. Μόνο τα παλιά σπίτια των Μπέηδων ήταν από πέτρα. Το σπίτι όπου μέναμε παλιά με το θείο μου ήταν διώροφο και ήταν από κάτω μέχρι πάνω από πέτρα.  

ΕΡΩΤΗΣΗ: Πώς ήταν οι συνθήκες ζωής στο χωριό την εποχή που γεννηθήκατε;

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Μου έλεγε η μητέρα μου η συχωρεμένη ότι τότε σπέρναμε τα χωράφια με σιτάρι. Επειδή ήμουνα μωρό στην κούνια η μητέρα μου πηγαινοερχόταν από το χωράφι στο σπίτι για να μου δώσει να φάω. Αποφάσισαν να με πάρουνε στο χωράφι. Με βάζανε σ’ ένα δέντρο από κάτω και αυτοί θερίζανε. Κάποια στιγμή είπε η μαμά μου να ‘ρθει να δει τι κάνω. Όταν έφτασε σε απόσταση 10 – 15 μέτρα, τι να δει; Έπαιζα με το χέρι μου μ’ ένα φίδι. Με φέρανε το βράδυ στο σπίτι και δε με ξαναπήρανε στο χωράφι. Υπήρχαν πολλά φίδια, γιατί το χωράφι μας ήταν κοντά στο ποτάμι.

Η ζωή των ανθρώπων ήταν πολύ δύσκολη. Υπήρχαν πολλές ασθένειες. Μια από αυτές ήταν η ελονοσία. Εμένα με βάλανε δυο φορές στη βρύση πίσω από το συνεταιρισμό, εκεί που είναι τώρα η παιδική χαρά. Εκεί υπήρχε βούρκος και με βάλανε μέσα δύο φορές μέχρι το λαιμό και έγινα καλά. Πώς ανακάλυψαν αυτόν τον τρόπο θεραπείας, δεν ξέρω.

Υπήρχε πολλή φτώχεια. Κάθε οικογένεια είχε ένα γουρούνι ή άλλο ζώο, το σφάζανε και τρώγανε. Γεμίζανε δυο τρεις τενεκέδες λίπος, πηγαίνανε στη Θεσσαλονίκη, πουλούσανε το λίπος και ψωνίζανε για τα σπίτια σαπούνι, λάδι, κανένα ρούχο κ.λπ.

Στα χωράφια καλλιεργούσαμε σιτάρια, καλαμπόκια, σουσάμι, βαμβάκια. Η παραγωγή που παίρναμε δεν έφτανε, για να ζήσουμε. Είχαμε στρέμματα αλλά τα χρήματα που παίρναμε έφταναν, για να περνάμε από τη μια χρονιά στην άλλη.

ΕΡΩΤΗΣΗ: Υπήρχε τότε σχολείο στο χωριό; Εσείς πήγατε στο σχολείο;

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Πήγα στο σχολείο που ήταν στο κοινοτικό γραφείο και μετά πήγα στο καινούριο που χτίστηκε γύρω στο 1928. Πήγα μέχρι τη Δ΄ τάξη και σταμάτησα, γιατί ο μπαμπάς μου δεν είχε άλλα μεγάλα παιδιά και πήγαινα μαζί του στα χωράφια, στο δάσος κ.λπ. Θυμάμαι εκείνα τα χρόνια ζυμώναμε, όπως κάθε οικογένεια. Για να ψήσουμε το ψωμί, χρειάζονταν ξύλα. Πηγαίναμε εδώ σ’ ένα βουνό, του Χρηστάκη, που είχε δάσος και κόβαμε ξύλα. Θυμάμαι καλά, ο μπαμπάς μου με ξυπνούσε και πηγαίναμε στο δάσος. Εκεί υπήρχε ένα ποτάμι που η όχθη του ήταν κατηφορική. Τα βόδια, όταν έφτασαν στην κατηφόρα, έτρεξαν κι εγώ, έτσι όπως ήμουν αγουροξυπνημένος, έπεσα μέσα στο ποτάμι και έκλαψα. Ήρθε ο μπαμπάς μου, με πήρε και συνεχίσαμε για το δάσος.   

ΕΡΩΤΗΣΗ: Υπήρχε εκκλησία; Πού; 

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Υπήρχε η εκκλησία του Αγίου Γεωργίου. Το πότε χτίστηκε δεν το ξέρω. Την καινούργια εκκλησία τη σηκώσανε στο 1,5 – 2 μέτρα το 1925 – 26. Ολοκληρώθηκε το χτίσιμο το 1953. Στο χτίσιμό της δούλεψα κι εγώ. Η εκκλησία του Αγίου Γεωργίου γκρεμίστηκε το 1957 με 1958.

ΕΡΩΤΗΣΗ: Τι παιχνίδια παίζατε, όταν ήσασταν μικροί;

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Παίζαμε «προτολιά», «τσάλτικα», «σκλαβάκια» κ.ά.

ΕΡΩΤΗΣΗ: Πώς γλεντούσατε, όταν ήσασταν νέος;

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Γλέντια πολλά. Ξημερώναμε. Εγώ έπαιζα και για ένα μικρό διάστημα λύρα. Μαζευόμασταν στην αυλή του σχολείου και χορεύαμε. Χόρευα και καλά τότε. Οι παλιοί, όταν χορεύανε, με ψάχνανε, για να μπω κι εγώ στο χορό.  

ΕΡΩΤΗΣΗ: Όταν ήρθαν οι Γερμανοί στην Ελλάδα, ποια ήταν η στάση των χωριανών;

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Η στάση μας ήταν φόβος και τρόμος. Θυμάμαι ότι εγώ με το Γρηγοριάδη το Γιώργο πηγαίναμε στην «Καψούρα», εκεί που είναι η βίλα της Σόφης, και βόσκαμε τα βόδια. Λίγο πιο κάτω από τη βίλα ήταν το χωράφι του Γρηγοριάδη που ήταν ζευγαρολίβαδο. Εκεί ακριβώς σταμάτησαν οι Γερμανοί, όταν ήρθαν στο χωριό. Σταμάτησε το «Τζέιμς» (στρατιωτικό φορτηγό), κατεβήκανε κάτω οι Γερμανοί και πήγανε στο βόδι του Γρηγοριάδη. Το βόδι αυτό ήταν μικρό και χαμηλό. Μόλις τους είδε αγρίεψε. Έφυγαν απ’ αυτό και ήρθαν στα δικά μου. Τα δικά μας τα βόδια ήταν και παχιά και πολύ ήσυχα. Πιάσανε το ένα, το πήγανε στο «Τζέιμς» και, μόλις το έσπρωξαν, ανέβηκε επάνω λες και ήταν μαθημένο. Όταν γύρισα στο σπίτι, έκλαιγα.

ΕΡΩΤΗΣΗ: Τι έκαναν οι Γερμανοί εδώ στο χωριό;

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Εκείνα τα χρόνια παίρνανε κότες και ό,τι βρίσκανε. Κοιμήθηκαν και στα σπίτια μας. Θυμάμαι ότι στο δικό μας σπίτι, το παλιό, κοιμήθηκαν δυο τρεις μέρες. Κάνανε και επιτάξεις.

ΕΡΩΤΗΣΗ: Υπήρχαν χωριανοί που σκοτώθηκαν στον πόλεμο στην Αλβανία;

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Σκοτώθηκε ένας μόνο, ο Σιάρρης ο Γιώργος. Υπήρξαν και δυο τραυματίες. Ο Κελεσίδης Ιωάννης και ο Φοδούλης Αναστάσιος.

ΕΡΩΤΗΣΗ: Στη διάρκεια της Κατοχής υπήρχε πρόβλημα πείνας;

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Εδώ ειδικά όχι, πολύ λιγοστά πράγματα. Γιατί τότε ο κόσμος λίγο πολύ έσπερνε. Ακόμα και τη νύχτα.

ΕΡΩΤΗΣΗ: Υπήρχαν Γερμανοί εδώ στο χωριό σ’ όλη τη διάρκεια της Κατοχής;

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Όχι. Ήρθαν και φύγανε. Καθίσανε μια βδομάδα.

 

Βασιλειάδης Άγγελος, Ηλιάδης Κώστας, Ούτας Γιώργος (Ε΄ Τάξη)

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ  


Επιστροφή στη σελίδα Εργασίες

 

Web Design  by Κιοσσές Γιώργος