|
ΕΘΙΜΑ
ΚΑΙ ΠΑΡΑΔΟΣΕΙΣ
ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ ΜΑΣ
Η
εργασία αυτή
πραγματοποιήθηκε από τους
μαθητές της ΣΤ΄ τάξης του
σχολείου μας το 1997. Τα παιδιά
ήρθαν σε επαφή με γέροντες
και γερόντισσες από τους
οποίους ζήτησαν να τους
δώσουν πληροφορίες για τα
έθιμα και τις παραδόσεις του
χωριού τα οποία και
κατέγραψαν. Αυτοί που
βοήθησαν με τις διηγήσεις
τους και τους οποίους
ευχαριστούμε για τη βοήθειά
τους είναι οι παρακάτω:
Αθανασιάδης
Βασίλειος
Ηλιάδου
Ουρανία
Θεοδοσίου
Σοφία
Παπαδόπουλος
Αντώνιος
Παπαδόπουλος
Παύλος
Παυλίδου
Μάρθα
Σαββίδου
Έλλη
Σελίδου
Σοφία
Σεμερτζίδου
Σούλα
Φαντίδου
Μαρία
Φαντίδου
Ολυμπία
Φαντίδου
Ραχήλ
Χατζηπαναγιωτίδου
Χρύσα
Ο ΓΑΜΟΣ
Οι γονείς του αγοριού συζητούσαν και έλεγαν ότι θα παντρέψουν το γιο τους. Θα πήγαιναν να ζητήσουν από τους γονείς του κοριτσιού το κορίτσι τους. Συζητούσαν και έλεγαν "θα πάμε στο σπίτι να την ζητήσουμε". Όριζαν την ημέρα που θα πάνε. Στέλνανε είδηση ότι θα πάνε να τη ζητήσουνε και έπαιρναν μαζί τους κάποιο συγγενή. Πηγαίνανε στο σπίτι συνήθως βράδυ. Ο μπαμπάς και η μαμά της νύφης ήταν ενημερωμένοι ότι θα πάνε να ζητήσουν την κόρη τους. Ξεκινούσε η συζήτηση και έλεγαν αν το παιδί ήταν εργατικό, καλό κ.λπ. Στο τέλος, αν αποφάσιζαν να την δώσουν, περίμεναν να έρθει η μέρα για να συναντηθούν με τους γονείς του αγοριού. Κανόνιζαν την ημέρα του γάμου και έλεγαν: "Δικό σας είναι το κορίτσι από τούτη την ώρα". Κάνανε ετοιμασίες για τον γάμο και η πεθερά έπαιρνε την νύφη και πήγαιναν στο μαγαζί να ψωνίσουν.
Από την Τετάρτη μέχρι την Παρασκευή δυο παλικάρια με λύρες, με ένα μπουκάλι ούζο και ένα ποτήρι ή με κεριά έβγαιναν και καλούσαν όλο το χωριό στο γάμο. Τους συγγενείς τους καλούσαν μ' ένα μαντίλι, με κάλτσες, με πετσέτες κ.λπ.
Το Σάββατο το πρωί έστρωναν τραπέζια και έπαιρναν πιάτα και μαχαιροπίρουνα από τους συγγενείς και τους γείτονες. Το απόγευμα αρχινούσε το γλέντι. Πηγαίνανε να πάρουν τον κουμπάρο κρατώντας δυο κότες ή μια πίτα. Εκεί χόρευαν, γλεντούσαν και μετά γύριζαν στο σπίτι του γαμπρού .
Κατά της 9 με 10 το βράδυ ξεκινούσε το ξύρισμα του γαμπρού. Έπαιρνε η μητέρα του γαμπρού μια πετσέτα, τον σταύρωνε και έριχνε την πετσέτα στον ώμο του κουρέα. Έβαζαν ένα ταψί, ο γαμπρός πατούσε μέσα στο ταψί και ο κουρέας τον ξύριζε. Άντρες και γυναίκες με σταυρωτά άσπρα μαντίλια χόρευαν μπροστά του και έριχναν χρήματα σε μια πιατέλα. Όταν τελείωνε το γύρισμα ο λυριτζής έπαιζε και τραγουδούσε το τραγούδι:
"Ρασχία ντο συρίζεται, ποτάμε ντο βογάτε
α έρτε το μικρόν τ'αρνί και απ' εσάς φογάτε.
Ομάτε και ματόφρυδα και μάτε άμον ελαίας
ερούξα και αραέβατα σι πούλι τα φωλέας".
To γλέντι συνεχιζόταν μέχρι το πρωί και ξανάρχιζε μετά την πρωινή λειτουργία της Κυριακής. Από το μεσημέρι οι καλεσμένοι δώριζαν στο γαμπρό και στον κουμπάρο. Υπήρχε ένας τελάλης που φώναζε: "Ο Παύλος δώρισε στον γαμπρό 100 δρχ. και στον κουμπάρο 50 δρχ., η Μαρία δώρισε στον γαμπρό ένα πουκάμισο και στον κουμπάρο κάλτσες" κ.ά. Μετά το δώρισμα συνεχιζότανε το γλέντι μέχρι την ώρα της στέψης.
Στο μεταξύ ο κουμπάρος με κάποιους φίλους του και με τα όργανα πήγαιναν να πάρουν την νύφη. Αν η νύφη ήταν μακριά, πήγαιναν με αλογόκαρα στολισμένα με μαντίλια ενώ αν ήταν κοντά, πήγαιναν με τα πόδια. Όταν έβγαινε η νύφη από το σπίτι της, η μητέρα της έφερνε μια πίτα που ήταν τυλιγμένη σ' ένα σεντόνι, η νύφη την έσπαγε πάνω απ' το κεφάλι της και η μητέρα της τη μοίραζε στους καλεσμένους.
Αφού έπαιρναν τη νύφη, πήγαιναν στην εκκλησία όπου γινόταν η στέψη. Όταν ο παπάς έλεγε: "Η δε γυνή να φοβείται τον άντρα" η νύφη πατούσε το πόδι του γαμπρού.
Μετά τη στέψη πήγαιναν στο σπίτι του γαμπρού χορεύοντας σ' όλο το δρόμο. Όταν έφτασαν στο σπίτι, έβαζαν στην πόρτα ένα πιάτο το οποίο η νύφη έπρεπε να σπάσει με το πόδι της. Ο κόσμος χειροκροτούσε και φώναζε: "άξια".
Μετά γινόταν το αποκαμάρωμα. Εφτά νιόπαντρα ζευγάρια και ο κουμπάρος μόνος χόρευαν γύρω από τη νύφη και τον γαμπρό κρατώντας στα χέρια τους κεριά. Ο λυράρης τραγουδούσε
"Νύφε, τίμα τον πεθερό σ', άσον κύρη σ' καλίον,
νύφε, τίμα την πεθερά σ', άσην μάνα σ' καλίον,
νύφε, τίμα τα ντράδελφα σ', άσ' αδέλφες καλίον,
νύφε, τίμα τις συγγενούς σ', άσι συγγενούς σ' καλίον".
Έπειτα έμπαινε στο χορό και ο υπόλοιπος κόσμος και το γλέντι συνεχιζόταν.
Το βράδυ της Κυριακής ξανά καλούσαν τους συγγενείς και τους γείτονες και αυτοί ήταν υποχρεωμένοι να φέρουν από μία κότα. Τις μαγειρεύανε, έφτιαχναν μεζέδες και το γλέντι συνεχιζόταν ως το πρωί της Δευτέρας.
Μετά το γλέντι κάνανε το "νυμφίο". Επειδή ζούσαν πολλές οικογένειες μαζί, χώριζαν ένα μέρος για τον γαμπρό και την νύφη και το έλεγαν "νυμφίο".
Το πρωί της Τρίτης η νύφη έπαιρνε ένα γκιούμι νερό, μια λεκάνη και πετσέτες και πήγαινε με μια κοπέλα (μπορεί να ήταν φίλη, κουνιάδα κ.λπ.) να πλένει τα πόδια των συγγενών. Άμα τους έπλενε τα πόδια, τους φορούσε κάλτσες και τους έκανε δώρα.
Έτσι τέλειωνε ο γάμος που κρατούσε τρεις μέρες και δυο νύχτες.
ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΓΑΜΟΥ
"Έλα πουλί μ' ας φέβουμε και σα μακρά ας πάμε
να μην εξέρνε οι τουσμάν εγώ και συ ντ' εφτάμε".
"Εμείς είμεσε Πόντιοι, Πόντια σκύλ' παιδία,
σα μέσα μου φυλάττομε μασαίρε και σπαθία".
"Ντο συλέον καρδίαν εχ'ς, είστε γελώ κλαινείς με
κι εγώ αγαπώ σε κι έρχομαι και συ παραμερίζ'ς με".
"Έλα πουλί μ' ας φέβουμαι και σα μακράν ας πάμε,
εκεί 'ναι τα πουλόπα μου κι ξέρομε ντ' εφτάνε".
Έλ' απ' αδάκες απ' ατού κι ας δί'ομεν τα σέρε,
να μη μας ξεχωρίζουνε εχθροί με τα μασαίρε".
Αγγελοπούλου Γιάννα, Ηλιάδου Βασιλική, Ηλιάδου Μαρία, Ηλιάδου Χαρούλα,
Σαββίδου Έλλη, Φαντίδου Ολυμπία (ΣΤ΄ Τάξη)
ΤΑ ΒΑΦΤΙΣΙΑ
Όταν το μωρό γινόταν σαράντα ημερών, ο πατέρας πήγαινε στον κουμπάρο που τους στεφάνωσε και τον ρωτούσε αν ήθελε να βαφτίσει το μωρό. Ο κουμπάρος δικαιούταν να βαφτίσει το πρώτο τους μωρό.
Για να καλέσουν τον κουμπάρο, έπαιρναν μία λαμπάδα και μία πετσέτα και έστελναν τα παιδιά της οικογένειας ή συγγενικά να του πουν την ημέρα που θα γινόταν η βάφτιση. Ο κουμπάρος ψώνιζε τα βαφτιστικά του μωρού και το δώρο που θα έκανε στην μητέρα του μωρού. Δώρο ψώνιζε και η μητέρα για τον κουμπάρο.
Ένας ή δύο συγγενείς ή φίλοι πήγαιναν μ' ένα καλάθι γαρίφαλα και καλούσαν τον κόσμο δίνοντάς τους από ένα.
Ο κουμπάρος έφερνε στην εκκλησία δύο κουβάδες με ζεστό νερό για την κολυμπήθρα. Το μωρό το έφερνε στην εκκλησία κάποιος συγγενής και εκεί το έπαιρνε ο κουμπάρος, αφού του έδινε λεφτά. Η μητέρα δεν πήγαινε στην εκκλησία, αλλά καθόταν στο σπίτι.
Την ώρα της βάφτισης ρίχνανε λεφτά μέσα στην κολυμπήθρα, τα οποία τα έπαιρνε πίσω αυτός που τα έριχνε.
Ο κουμπάρος έλεγε το όνομα, το οποίο δεν το ήξερε κανένας άλλος (μέχρι τότε το μωρό το φώναζαν μπέμπη-μπέμπα) και τα παιδιά έτρεχαν να πουν το όνομα στη μητέρα του μωρού. Όποιο παιδί έφτανε πρώτο του έδινε περισσότερα λεφτά απ' τα άλλα. Όταν τελείωνε η βάφτιση, σηκώνανε τον κουμπάρο ψηλά και φώναζαν "Άξιος".
Μετά δύο κορίτσια έπαιρναν το νερό της κολυμπήθρας και το έχυναν σε κάποιο καθαρό μέρος και ο κουμπάρος τα έδινε λεφτά. Αντί για μπομπονιέρες μοίραζαν στον κόσμο καραμέλες, λεφτά και μικρά σταυρουδάκια
Ο κουμπάρος πήγαινε στο σπίτι της μητέρας του μωρού και εκεί η μητέρα γονάτιζε τρεις φορές, του φιλούσε το χέρι και έπαιρνε το μωρό. Τότε ο κουμπάρος της έλεγε: "Σου παραδίνω το βαφτιστικό μου να το προσέξεις σαν τα μάτια κι απ' τη φωτιά κι από όλα τα κακά".
Ακολουθούσε το γλέντι.
Όταν ο κουμπάρος έφευγε απ' το σπίτι πήγαινε πάνω απ' τη κούνια του μωρού, το φιλούσε και του έριχνε λεφτά. Το ίδιο έκαναν και άλλοι συγγενείς.
Έτσι τέλειωνε η βάφτιση.
Αγγελοπούλου Γιάννα, Ηλιάδου Βασιλική, Ηλιάδου Μαρία, Ηλιάδου Χαρούλα
Σαββίδου Έλλη, Φαντίδου Ολυμπία (ΣΤ΄ Τάξη)
ΚΗΔΕΙΑ
Όταν πέθαινε κάποιος χωριανός, στα παλιά χρόνια, χτυπούσε η καμπάνα και όλοι σταματούσαν τις δουλειές τους.
Στο σπίτι έλουζαν το νεκρό, τον έντυναν με τα καλύτερά του ρούχα, τον έβαζαν πάνω σε μια πόρτα που έβγαζαν από κάποιο δωμάτιο του σπιτιού και τον σκέπαζαν μ' ένα σεντόνι μέχρι τη μέση στην διάρκεια της ημέρας και ολόκληρη στη διάρκεια της νύχτας. Δίπλα του έβαζαν ένα πιάτο κόλλυβα μ' ένα αναμμένο κερί.
Αφού ταχτοποιούσαν το νεκρό, ειδοποιούσαν τις μοιρολογίστρες οι οποίες ήταν γυναίκες μεγάλες σε ηλικία που δουλειά τους ήταν να μοιρολογούν τους νεκρούς. Σιγά σιγά μαζευόταν και ο κόσμος. Οι συγγενείς μαζί με τις μοιρολογίστρες θυμιάτιζαν και μοιρολογούσαν τον νεκρό. Αν πέθαινε η μάνα, οι κόρες της μοιρολογούσαν κι έλεγαν:
"Μανίτσα μ', μανίτσα μ', μανίτσα μ',
μερ εφέκες μας και πας, μανίτσα μ',
μικράν, ορφανάν εφέκες μας μανίτσα μ',
εμνοστέσα μανίτσα μ' όόόόόι.
Μάναν νέαν εσύ έσνε,
και μικρά είμεσε,
μερ εφέκες μας και πας, μανίτσα μ',
τον πατέρα μ' κι ελογαρίασες,
μανίτσα μ' όόόόόι".
Στο μεταξύ οι χωριανοί έφτιαχναν το φέρετρο και το σταυρό και άνοιγαν τον τάφο. Το φέρετρο, από το σπίτι στην εκκλησία και από την εκκλησία στα νεκροταφεία, το κουβαλούσαν τέσσερις χωριανοί.
Μετά την κηδεία οι συγγενείς μοίραζαν λαβάσες και κόλλυβα. Έπειτα πήγαιναν όλοι στο σπίτι, όπου τους πρόσφεραν καφέ και κονιάκ.
Ακολουθούσαν τα τριήμερα, τα εννιάμερα, τα σαράντα, τα εξάμηνα και ο χρόνος. Στα σαράντα, μετά το μνημόσυνο, έκαναν οι συγγενείς τραπέζι στους χωριανούς. Αν ήταν νηστεία, τα φαγητά ήταν νηστίσιμα. Αν δεν ήταν, έτρωγαν ψάρια ή κρέας. Στα υπόλοιπα μνημόσυνα υπήρχε μόνο κέρασμα.
Θεοδοσίου Γιάννης, Παπαδόπουλος Μάκης, Φαντίδης Κυριάκος,
Φαντίδης Κώστας, Φοδούλης Γιάννης (ΣΤ΄ Τάξη)
ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΚΑΙ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑ
Τα Χριστούγεννα σκεφτόμαστε τα παλιά χρόνια και ρωτάμε τους γερούς για τα ήθη και τα έθιμα που είχαν τότε.
Κάθε σπίτι είχε και ένα γουρούνι. Την παραμονή των Χριστουγέννων το έσφαζαν και με το κρέας του έφτιαχναν "γαβουρμά" και "τσιλγάνια", όπως τα λένε στα ποντιακά. Το λίπος του γουρουνιού το λιώνανε και το χρησιμοποιούσανε στις πίτες και τα φαγητά. Φτιάχνανε ακόμα τσουρέκια στο φούρνο, που έμοιαζαν με πίτες. Τα παιδιά έψελναν τα ποντιακά κάλαντα και τους έδιναν, αντί για λεφτά, ξηρούς καρπούς, ξερά σύκα και κερατούτσες που έμοιαζαν με φασόλια αλλά ήταν γλυκές.
Την πρώτη μέρα των Χριστουγέννων, μετά την εκκλησία, τρώγανε όλοι μαζί στο τραπέζι πατσά. Ένα άλλο έθιμο ήταν η προσφορά δώρων στα παιδιά από το νονό τους και, πολλές φορές, ο βαφτισιμιός πρόσφερε δώρα στο νονό του και αυτό λεγόταν "καλαντίασμαν".
Σε άλλα μέρη οι Πόντιοι παραμονές Χριστουγέννων μαζεύονταν στην πλατεία και αποφάσιζαν για το γιορτινό τραπέζι. Ο καθένας αποφάσιζε τι ζώο θα σφάξει. Άλλος ένα γουρούνι, άλλος μοσχάρι, άλλος κουνέλι κ.ά. Οι γυναίκες αποφάσιζαν να πάνε στην αγορά και να ψωνίσουν διάφορα λαχανικά και φρούτα.
Σαν έφταναν τα Χριστούγεννα, όλοι οι χωριανοί ετοίμαζαν τα τραπέζια τους κάτω στην πλατεία. Οι γυναίκες τακτοποιούσαν τα ωραία ψητά και όλοι έτρωγαν και έπιναν διασκεδάζοντας χαρούμενα και ξεχνώντας κάθε λύπη και στεναχώρια.
Το βράδυ της Πρωτοχρονιάς διάλεγαν ένα μεγάλο κούτσουρο για να καίγεται στο τζάκι. Πίστευαν ότι η φωτιά διώχνει τα δαιμόνια που έρχονταν από την καπνοδόχο. Το κούτσουρο αυτό το λέγανε "καλαντοκάρ". Το ίδιο βράδυ ο αρχηγός της οικογένειας έκοβε τη βασιλόπιτα, που το φλουρί της ήταν μια δεκάρα. Έπειτα ο ίδιος ανακάτευε φουντούκια με νομίσματα και τα πετούσε ψηλά τρεις φορές λέγοντας ευχές για τη νέα χρονιά. Ξημέρωμα Πρωτοχρονιάς πηγαίνανε οι χωριανοί στη βρύση του χωριού. Αφήνανε εκεί τσουρέκια, γλυκίσματα, φρούτα και έπαιρναν νερό (το θεωρούσαν αγιασμένο) για να ραντίσουν το σπίτι. Μετά έσπαζαν στην πόρτα του σπιτιού ένα ρόδι για το γούρι.
Σε άλλα μέρη κάθε οικογένεια έπαιρνε από ένα κυδώνι και το έκοβε σε τόσα κομμάτια όσα άτομα ήταν στην οικογένεια. Μετά έβαζαν μια δραχμή μέσα σ' ένα κομμάτι, το ανακάτευαν μέσα σε μια πετσέτα και διάλεγε ο καθένας από ένα. Σε όποιον τύχαινε η δραχμή αυτός μετά έπρεπε να σηκωθεί τα χαράματα, να πάρει μια κανάτα και να πάει κάτω στην πλατεία να τη γεμίσει με νερό. Από αυτό το νερό θα έβαζε λίγο στα ζώα, θα κρατούσε λίγο να πλυθούν και λίγο για να πιουν.
Με τα χρόνια, οι συνήθειες άλλαξαν, όμως μαζί τους άλλαξαν και οι άνθρωποι. Εμείς πιστεύουμε ότι τότε υπήρχε περισσότερη αγάπη και αλληλοβοήθεια παρά σήμερα.
Θεοδοσίου Γιάννης, Σαββίδου Έλλη, Φαντίδης Κυριάκος (ΣΤ΄ Τάξη)
ΟΙ ΑΠΟΚΡΙΕΣ
Στα παλιά χρόνια, τα παιδιά και οι νέοι του χωριού ντύνονταν καρναβάλια μόνο το τελευταίο Σαββατοκύριακο του Τριωδίου, δηλαδή της Τυροφάγου, και όχι όλες τις μέρες του Τριωδίου όπως σήμερα.
Οι στολές των παιδιών ήταν απλές. Φορούσαν παλιά ρούχα του παππού και της γιαγιάς ανάποδα, σκέπαζαν το πρόσωπό τους μ' ένα τσεμπέρι, έπαιρναν μια κουδούνα ή μια βέργα και λύρα μαζί τους και γυρνούσαν στους δρόμους και στα σπίτια του χωριού χορεύοντας, τραγουδώντας και φωνάζοντας.
Πήγαιναν από σπίτι σε σπίτι. Εκεί χόρευαν με τη λύρα χωρίς να μιλάνε και οι νοικοκυραίοι προσπαθούσαν να τους αναγνωρίσουν. Αν δεν τους αναγνώριζαν, έφευγαν γι' άλλο σπίτι, ενώ αν αναγνώριζαν κάποιον, φανερώνονταν και οι υπόλοιποι. Φεύγοντας τους έδιναν από μια καραμέλα και αυτή ήταν η χαρά των παιδιών.
Αφού γύριζαν όλα τα σπίτια του χωριού, πήγαιναν στο σπίτι της γιαγιάς και του παππού και ζητούσαν συγχώρεση, γιατί την επόμενη μέρα ξεκινούσε η νηστεία της Μεγάλης Σαρακοστής.
Θεοδοσίου Γιάννης, Παπαδόπουλος Μάκης, Παπαδοπούλου Μαρία
Φαντίδης Κυριάκος, Φαντίδης Κώστας, Φοδούλης Γιάννης (ΣΤ΄ Τάξη)
ΜEΓΑΛΗ ΣΑΡΑΚΟΣΤΗ - ΠΑΣΧΑ
Η νηστεία της Μεγάλης Σαρακοστής ξεκινούσε την Καθαρή Δευτέρα. Από το προηγούμενο βράδυ τα παιδιά φιλούσαν το χέρι του παππού, της γιαγιάς ,του μπαμπά και της μαμάς. Αγκαλιάζονταν τα αδέρφια και φιλιόνταν. Την ημέρα της Καθαρής Δευτέρας οι πιστοί πήγαιναν στην εκκλησία, κοινωνούσαν, παίρνανε αντίδωρο και από 'κει και πέρα όσοι αντέχανε κρατούσανε νηστεία για 40 μέρες. Τις τρεις πρώτες μέρες δεν τρώγανε τίποτα και δεν πίνανε ούτε νερό. Τη Σαρακοστή τα καφενεία ήταν ανοιχτά, ο κόσμος πήγαινε, αλλά δεν χόρευε κανένας. Κάθε Παρασκευή πηγαίνανε στην εκκλησία στους χαιρετισμούς. Όταν πλησίαζε η Μεγάλη Εβδομάδα, σκουπίζανε τα σπίτια, τις αυλές και όλο το χωριό.
Το Σάββατο του Λαζάρου φτιάχνανε τα κουλούρια που τα έλεγαν "Κερκέλε" και μαζί με άσπρα αυγά τα δίνανε στα παιδιά την Κυριακή των Βαΐων, όταν έψελναν.
Ερχόταν η Μεγάλη Εβδομάδα και δεν κάνανε δουλειές. Όλη την εβδομάδα πηγαίνανε στην εκκλησία. Τη Μεγάλη Πέμπτη ζύμωναν τα ψωμιά, έκαναν τα τσουρέκια και βάφανε τα αυγά. Το βράδυ πήγαιναν στα δώδεκα Ευαγγέλια. Βάζανε σε σακουλάκια διάφορα αντικείμενα, τα πήγαιναν στην εκκλησία να διαβαστούν για το καλό του χρόνου. Τη Μεγάλη Παρασκευή πήγαιναν στην εκκλησία, περνούσανε κάτω από τον επιτάφιο, κοινωνούσανε και μετά, στις 3.00, τρώγανε νερόβραστα φαγητά. Ερχόταν το Μεγάλο Σάββατο και όσοι δεν είχαν κάνει τα τσουρέκια τους τα κάναν την ημέρα αυτή. Έσφαζαν αρνιά, κότες, κόκορες, ό,τι είχε ο καθένας, και έκαναν τις ετοιμασίες για το Πάσχα. Οι γονείς ψώνιζαν κάποια δώρα για τα παιδιά και αυτά είχαν μεγάλη χαρά.
Το βράδυ της Ανάστασης, όλη τη νύχτα, ξημέρωναν. Μετά τις 2.00, με το πρώτο λάλημα του πετεινού χτυπούσε η καμπάνα. Όλο το χωριό πήγαινε στην εκκλησία. Προτού ξημερώσει έβγαινε η Ανάσταση. Μετά τις 4.00 γινόταν η λειτουργία. Όποιοι ήθελαν κάθονταν μέχρι το τέλος και οι άλλοι φεύγανε για τα σπίτια τους. Ο κόσμος είχε μαζί του αυγά, τα τσούγκριζε και έλεγε το "Χριστός Ανέστη". Το πρωί, μόλις σχολνούσε η εκκλησία, βάζανε τραπέζι και έτρωγαν ως το μεσημέρι.
Την πρώτη μέρα του Πάσχα τα καφενεία ήταν κλειστά. Όλος ο κόσμος ήταν έξω από τα σπίτια του και τσουγκρίζανε τα αυγά. Οι μεγάλοι, σε ομάδες 3 - 4 ατόμων πήγαιναν από σπίτι σε σπίτι μαζί με μια λύρα, χόρευαν, τσούγκριζαν αυγά, τους κερνούσαν ούζο και μετά έφευγαν. Ερχόταν η δεύτερη Ανάσταση, η ώρα 12.00 το μεσημέρι. Πήγαινε πάλι ο κόσμος στην εκκλησία. Μετά όλο το χωριό μαζευόταν στην κεντρική πλατεία ή μπροστά στο σχολείο, κάποιος έπαιζε γκάιντα και όλο το χωριό χόρευε, γιατί όλη την νηστεία δε χόρευε κανείς. Τα παιδιά έπαιζαν κυλώντας τα αυγά τους και όποιο είχε το πιο γερό αυγό και έσπαγε τα αυγά των άλλων, τους τα έπαιρνε.
Ήταν αγαπημένα χρόνια …
Αθανασιάδου Κούλα, Παυλίδου Μάρθα, Σαρρίδου Γιώτα,
Σελίδου Σοφία, Σεμερτζίδου Χρύσα (ΣΤ΄ Τάξη)
|
|