|
ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ
ΤΩΝ ΠΑΠΠΟΥΔΩΝ
ΜΑΣ
Κάθε γενιά έχει τα δικά της παιχνίδια. Έτσι και οι παππούδες αλλά και οι γονείς των παιδιών του σχολείου έπαιζαν κάποια παιχνίδια, τα περισσότερα από τα οποία δεν παίζονται από τα σημερινά παιδιά. Τα σημερινά παιδιά, λοιπόν, έκαναν μια προσπάθεια να καταγράψουν τα παιχνίδια των παλιότερων και τα παρουσίασαν στα φύλλα 39, 40, 41, 42 και 44 της εφημερίδας του σχολείου μας, από το Νοέμβριο του 2000 έως τον Ιούνιο του 2001.
"ΓΟΥΡΟΥΝΑ"
Σ' αυτό το παιχνίδι μπορούσαν να παίξουν πάνω από δύο άτομα. Χρειαζόταν ένα κουτί ή ένα μικρό μπουκάλι άδειο και ξύλα περίπου πενήντα με εξήντα πόντους. Κάθε παιδί είχε από ένα ξύλο, Έκανε μια μικρή λακκούβα το ένα παιδί κοντά στο άλλο και έβαζε μέσα το ξύλο που κρατούσε. Πριν ξεκινήσουν έκαναν άμπε- μπα- μπλομ και όποιος έμενε τελευταίος ήταν η "μάνα". Όλα τα παιδιά κρατούσαν τα ξύλα μέσα στις λακκούβες και η "μάνα" με το δικό της ξύλο έσπρωχνε το κουτί κοντά σε ένα παιδί, για να ακουμπήσει στα πόδια του για να το "κάψει". Αν ακουμπούσε στα πόδια του, έφευγε από το παιχνίδι. Το παιδί που είχε το ξύλο στη λακκούβα προσπαθούσε να πετάξει μακριά το κουτί, χωρίς όμως να προλάβει η "μάνα" να βάλει το δικό της ξύλο μέσα στη λακκούβα του. Αν το έβαζε, πάλι καιγόταν. Αν πάλι, όταν προσπαθούσε να ρίξει το κουτί μακριά, αυτό πήγαινε στα πόδια του διπλανού παιδιού, καιγόταν το άλλο παιδί. Γι' αυτό όλα τα παιδιά πηδούσαν ή τρέχανε γύρω από το ξύλο τους, χωρίς αυτό να βγει από τη λακκούβα τους, για να μην τους ακουμπήσει το κουτί.
"ΤΣΑΛΤΙΚΑ"
Στο παιχνίδι αυτό τα παιδιά χωρίζονταν σε δύο ομάδες και κάθε ομάδα μπορούσε να έχει από δύο άτομα και πάνω. Χρησιμοποιούσαν μια πέτρα και δύο βέργες. Η μία ήταν 60-70 εκ. και η άλλη 15-20 εκ. Τα παιδιά έβαζαν πόδια και η ομάδα όποιου πατούσε τον άλλο (ομάδα α΄) έπαιρνε τις βέργες. Ένα παιδί της ομάδας αυτής με τη μεγάλη βέργα χτυπούσε πρώτα πάνω στην πέτρα και ύστερα χτυπούσε τη μικρή βέργα, για να πάει όσο πιο μακριά μπορεί. Ένα παιδί της άλλης ομάδας (ομάδα β΄), που μπορούσε να είναι το ίδιο σ' όλο το παιχνίδι, προσπαθούσε να τρέξει και να πιάσει τη μικρή βέργα, πριν πέσει κάτω, κι έτσι να καεί ο αντίπαλός τους. Αν δεν την έπιανε, και την έπαιρνε από κάτω, προσπαθούσε να τη ρίξει με το χέρι του πάνω στην πέτρα. Αν τα κατάφερνε, καιγόταν αυτός που είχε τη μεγάλη βέργα. Αν η μικρή βέργα έφτανε σε απόσταση μικρότερη από μισή βέργα από την πέτρα, πάλι καιγόταν αυτός που κρατούσε τη μεγάλη βέργα. Αν όμως η μικρή βέργα δεν έφτανε στην πέτρα, τότε αυτός που είχε τη μεγάλη βέργα μετρούσε πόσες βεργιές ήταν η απόσταση από το σημείο που έπεσε η μικρή βέργα μέχρι την πέτρα. Υπήρχε όμως η περίπτωση, όταν το παιδί της ομάδας β΄ πετούσε τη μικρή βέργα και προσπαθούσε να τη ρίξει στην πέτρα, το παιδί της ομάδας α΄ με τη μεγάλη βέργα να τη χτυπήσει στον αέρα. Τότε όλα τα παιδιά, και από τις δύο ομάδες, έτρεχαν να πατήσουν τη μικρή βέργα. Αν την πατούσαν τα παιδιά της ομάδας β΄, τότε προσπαθούσαν να ρίξουν τη βέργα πάνω στην πέτρα. Αν όμως τη βέργα την πατούσαν τα παιδιά της ομάδας α΄, τότε μετρούσαν πόσες βεργιές ήταν η απόσταση από το σημείο που έπεσε η μικρή βέργα μέχρι την πέτρα. Όταν συμπλήρωναν τριάντα βεργιές, γράφανε μια "ζούρπα". Υπήρχε και η περίπτωση, καθώς το παιδί της ομάδας α΄ προσπαθούσε να χτυπήσει τη μικρή βέργα με τη μεγάλη, να του φύγει απ' τα χέρια η μεγάλη βέργα. Τότε, αν την πατούσαν οι αντίπαλοι, χρεωνόταν σαράντα "ζούρπες". Επίσης μπορεί να μην μπορούσε να χτυπήσει τη μικρή βέργα. Αν αυτό συνέβαινε τρεις φορές, καιγόταν και τα παιδιά έλεγαν "ένα φουτς, δύο φουτς, τρία φουτς". Όταν καίγονταν όλα τα παιδιά της ομάδας α΄, άλλαζαν τους ρόλους τους με τα παιδιά της ομάδας β΄. Νικήτρια έβγαινε η ομάδα που συμπλήρωνε περισσότερες "ζούρπες". Το παιχνίδι δε σταματούσε, αν δε νύχτωνε.
"ΤΑ ΛΙΤΣΙΑ"
Παίζονται με δύο άτομα. Χρειάζονται πέντε μικρές πέτρες. Κρατάμε στο αριστερό χέρι τις τρεις πέτρες και με το δεξί πετάμε τη μια πέτρα στον αέρα και την άλλη την αφήνουμε κάτω. Ξαναρίχνουμε την ίδια πέτρα στον αέρα και παίρνουμε από κάτω την άλλη. Όμως την πέτρα που ρίχνουμε στον αέρα την πιάνουμε πριν πέσει κάτω.
Μετά αφήνουμε δύο πέτρες κάτω και την ίδια στιγμή ρίχνουμε στον αέρα την τρίτη πέτρα και τις μαζεύουμε με τον ίδιο τρόπο, όπως προηγουμένως. Κάνουμε το ίδιο με τις τρεις πέτρες και στο τέλος με τις τέσσερις.
Ύστερα σκορπάμε όλες μαζί τις πέτρες και τις μαζεύουμε μία μία ρίχνοντας στον αέρα τη μια πέτρα και παίρνοντας με το ίδιο χέρι την άλλη από κάτω. Όταν τις μαζεύουμε, μπορεί να είναι δυο πέτρες κολλητές. Προσπαθούμε να πάρουμε τη μια χωρίς να κουνήσουμε την άλλη, γιατί θα χάσουμε.
Μετά είναι η "σκύλα" όπου κάνουμε γέφυρα χρησιμοποιώντας το μεγάλο δάχτυλο και το δείχτη πάνω στο μέσο δάχτυλο του αριστερού χεριού. Ρίχνουμε τις τέσσερις πέτρες με το δεξί χέρι πίσω από τη γέφυρα έτσι ώστε να έρθουν μπροστά και να σκορπίσουν και κρατάμε τη μία στο χέρι. Ο αντίπαλος βάζει μια πέτρα για μάνα και πρέπει ο άλλος να περάσει όλες τις πέτρες κάτω από τη γέφυρα, πετώντας στον αέρα την πέτρα που έχει στο χέρι και ξαναπιάνοντάς την, και τελευταία να περάσει τη μάνα χωρίς να την κουνήσει όταν περνάει τις άλλες πέτρες γιατί θα χάσει. Όσες φορές κουνάς τις τέσσερις πέτρες, τόσες φορές ρίχνεις την πέμπτη πέτρα στον αέρα.
Στο τέλος είναι η "αρπάχτρα". Έχεις στη χούφτα σου όλες τις πέτρες, τις ρίχνεις στον αέρα, γυρνάς το χέρι σου με την παλάμη προς τα κάτω και πέφτουν πάνω στα δάχτυλά σου. Μετά τις ξαναρίχνεις στον αέρα και τις αρπάζεις όλες μαζί μέσα στη χούφτα. Αν πέσει μια πέτρα, χάνει ο πρώτος παίχτης και παίζει ο άλλος. Ο πρώτος ξαναξεκινά το παιχνίδι από το σημείο που είχε χάσει.
Το παιχνίδι τελειώνει εδώ αλλά μπορείς να το παίξεις όσες φορές θέλεις. Μπορεί αντί για πέντε πέτρες να χρησιμοποιηθούν τέσσερις πέτρες και ένα μπαλάκι.
"ΤΟ ΜΑΝΤΙΛΑΚΙ Α΄"
Παιζόταν από δύο ομάδες που είχε η καθεμιά από τρία παιδιά και πάνω. Ένα παιδί ήταν η "μάνα" που κρατούσε το μαντίλι με τεντωμένο χέρι μπροστά της. Τα παιδιά, που είναι χωρισμένα σε δύο ομάδες, είναι μπροστά στη "μάνα", λίγο στο πλάι και σε σειρά η μια ομάδα από τη μια μεριά και η άλλη από την άλλη. Το κάθε παιδί είχε και έναν αριθμό π. χ. τον αριθμό 1 είχε ένα παιδί από τη μια ομάδα, αλλά και ένα από την άλλη ομάδα. Η "μάνα" κρατούσε το μαντίλι μπροστά της και φώναζε να έρθει π. χ. το νούμερο 1. Τότε έτρεχαν και από τις δύο ομάδες τα παιδιά που είχαν το νούμερο 1, πήγαιναν κοντά στο μαντίλι και προσπαθούσαν να το πάρουν χωρίς να τους πιάσει ο αντίπαλός τους. Αν δεν προλάβαινε κανένας απ' τους δυο να πάρει το μαντήλι και να φύγει, έβαζαν το χέρι τους ο ένας πίσω από την πλάτη του άλλου, ώστε, αν το έπιανε ο ένας και προσπαθούσε να φύγει, να τον πιάσει. Αν έπιανε το ένα παιδί τ' άλλο, δεν έχανε ούτε έβγαινε από το παιχνίδι. Το παιχνίδι συνεχιζόταν κανονικά, ώσπου τα παιδιά να βαρεθούν.
"Η ΜΕΛΙΣΣΑ"
Σ' αυτό το παιχνίδι έπαιζαν όσα παιδιά ήθελαν. Δυο παιδιά ήταν αντίπαλοι και συνεννοούνταν μυστικά τι θα είναι ο καθένας π. χ. Πόντιος ή Τούρκος, τριαντάφυλλο ή γαρίφαλο κ.λπ. Τα παιδιά μπαίνανε το ένα πίσω από το άλλο και περνούσαν ανάμεσα από τα δύο παιδιά (οι "μάνες") τα οποία μια χτυπούσαν παλαμάκια και μια χτυπούσαν τα χέρια μεταξύ τους και τραγουδούσαν:
"Περνά, περνά η μέλισσα με τα μελισσόπουλα και με τα παιδόπουλα.
Εγώ είμαι ο Γιάννης ο καπετάνης, δε βρίσκω πόρτα για να περάσω".
Και, όταν τελείωνε η σειρά, έπιαναν το τελευταίο παιδί και το ρωτούσαν π. χ. Πόντιος ή Τούρκος; Αν το παιδί έλεγε Πόντιος, πήγαινε πίσω από το παιδί που είχε διαλέξει αυτό το όνομα ή αν έλεγε Τούρκος πίσω από το παιδί που είχε διαλέξει το όνομα Τούρκος. Όταν τελείωναν όλα τα παιδιά της σειράς, ερχόταν η ώρα να τραβήξει η μια ομάδα την άλλη. Χάραζαν μια γραμμή στη μέση, οι δύο "μάνες" κρατούσαν τα χέρια τους σφιχτά και τα παιδιά που βρίσκονταν από πίσω τους αγκαλιάζανε το καθένα το μπροστινό του, για να τραβήξουνε με όση δύναμη μπορούσαν. Όποια ομάδα τραβούσε έστω και ένα παιδί της άλλης ομάδας, από τη γραμμή προς τη δική της πλευρά, κέρδιζε.
"ΤΟ ΣΚΥΦΤΟ"
Ήταν ένα παιχνίδι που παιζόταν από τρία μέχρι έξι παιδιά. Συμφωνούσαν ποιο παιδί θα κάτσει σκυμμένο πρώτο. Έσκυβε το παιδί και τα άλλα παιδιά πηδούσαν από πάνω του. Το πρώτο παιδί έλεγε "πρώτη ελιά" και αφού πηδούσε, στεκόταν όρθιο όσο πιο μακριά μπορούσε, χωρίς να κουνηθεί. Το δεύτερο παιδί πηδούσε λέγοντας "δεύτερη με τα κλαδιά" και στεκόταν κι αυτό όρθιο, αλλά προσπαθούσε να μην κουνήσει το προηγούμενο παιδί, γιατί θα έχανε. Το τρίτο παιδί πηδούσε κι έλεγε "Τρίτη πήραμε την Κρήτη", το επόμενο έλεγε "Τετάρτη πήραμε τη Σπάρτη", το άλλο έλεγε "Πέμπτη κυρά αφέντη". Αν ένα από αυτά τα παιδιά, όταν πηδούσε, ακουμπούσε το προηγούμενο, έχανε και έσκυβε αυτό και άρχιζαν από την αρχή.
"ΤΟ ΛΟΥΡΙ ΤΗΣ ΜΑΝΑΣ"
Παιζόταν από τρία παιδιά και πάνω. Είχαν ένα κόκαλο από αστράγαλο ζώου που το λέγανε κότσι. Είχε τέσσερις πλευρές. Η μια πλευρά του κόκαλου που είχε λακκούβα ήταν ο "κλέφτης", η άλλη πλευρά που ήταν φουσκωτή ήταν ο "ψωμάς", από την άλλη πλευρά ήταν ο "Βασιλιάς" και από την άλλη ο "Βεζύρης". Κάθονταν τα παιδιά σε κύκλο. Έριχναν όλα το κότσι και σε όποιο παιδί έβγαινε η πλευρά του "Βασιλιά" γινόταν Βασιλιάς και άρχιζαν το παιχνίδι. Έριχνε το πρώτο παιδί το κότσι και, αν έβγαινε ο "κλέφτης", το χτυπούσε ο "Βεζύρης" με το λουρί στο χέρι όσες φορές διέταζε ο "Βασιλιάς". Αν έβγαινε η πλευρά του "ψωμά", δε γινόταν τίποτα, έπαιζε το άλλο παιδί. Αν έβγαινε η πλευρά του "Βασιλιά", γινόταν "Βασιλιάς" αυτό το παιδί και έτσι συνεχιζόταν το παιχνίδι.
Φαντίδου Μαρία (Ε΄ Τάξη)
"ΣΙΒΥΛΛΙ"
Αυτό το παιχνίδι παιζόταν από περισσότερα από δέκα παιδιά ηλικίας πάνω από οκτώ χρονών.
Χωρίζονταν σε δύο ομάδες, έφτιαχναν έναν κύκλο και η μια ομάδα έμπαινε μέσα στον κύκλο. Ένα παιδί από την ομάδα που ήταν μέσα στον κύκλο είχε μια μπάλα κρυμμένη μέσα στην μπλούζα του. Όλα τα άλλα παιδιά που ήταν μέσα στον κύκλο έβαζαν τα χέρια τους μέσα στην μπλούζα τους για να παραπλανήσουν την άλλη ομάδα. Τα παιδιά της άλλης ομάδας γύριζαν γύρω γύρω από τον κύκλο. Το παιδί που είχε την μπάλα την πετούσε στα παιδιά της άλλης ομάδας. Όποιο παιδί χτυπούσε η μπάλα, έβγαινε από το παιχνίδι. Κέρδιζε όποιος έμενε τελευταίος.
"ΤΖΑΜΙ"
Παιζόταν με δέκα παιδιά και πάνω. Τα παιδιά που έπαιζαν ήταν πάνω από 9 χρόνων. Χωρίζονταν σε δύο ομάδες. Έπαιρναν κεραμίδια και τα έβαζαν το ένα πάνω στο άλλο. Τα παιδιά της ομάδας α΄ έπαιρναν την μπάλα και με τη σειρά προσπαθούσαν να ρίξουν όλα τα κεραμίδια. Αν τα έριχναν όλα, τα παιδιά της άλλης ομάδας έπαιρναν την μπάλα και τα κυνηγούσαν για να τα "κάψουν" και να κερδίσουν. Αν τα παιδιά της πρώτης ομάδας προλάβαιναν να ξαναστήσουν τα κεραμίδια προτού τα "κάψουν", κέρδιζαν αυτά.
Κερμανίδης Θεόδωρος (Ε΄ Τάξη)
"ΜΠΙΛΙΕΣ"
Το παιχνίδι αυτό το έπαιζαν αγόρια και κορίτσια. Παιζόταν μόνο με τέσσερα παιδιά. Το πρώτο παιδί έριχνε την μπίλια μακριά και το άλλο έριχνε τη δική του, για να τη χτυπήσει ή για να την κοντέψει στη μια πιθαμή. Αν την χτυπούσε ή την κόντευε στη μια πιθαμή, του την έπαιρνε.
Παυλίδου Αθηνά (Ε΄ Τάξη)
"ΚΡΥΦΤΟ"
Το κρυφτό παίζεται και σήμερα με τους ίδιους κανόνες. Μαζεύονταν σ' ένα χώρο πολλά παιδιά πάνω από 8 χρονών και, πριν αρχίσουν, συζητούσαν, για να δουν ποιος θα τα "φυλάει". Μετά άρχιζαν το παιχνίδι. Αυτός που τα "φυλούσε" είχε κλειστά τα μάτια και μετρούσε. Όταν του έλεγαν να βγει, άνοιγε τα μάτια και τους έψαχνε. Όποιον έβρισκε έτρεχε στο μέρος που τα, "φυλούσε" και τον "έφτυνε". Αυτοί που προλάβαινα να τα "φτύσουν" δεν τα "φυλούσαν". Όταν τους είχε βρει όλους "φυλούσε" αυτός που τον είχε βρει πρώτο. Κι έτσι το παιχνίδι συνεχιζόταν μέχρι να κουραστούν. Πραγματικά είναι πολύ ωραίο παιχνίδι.
Σελίδου Μαρία Τερέζα (Ε΄ Τάξη)
"ΤΟ ΜΑΝΤΙΛΑΚΙ Β΄"
Για να παιχτεί αυτό το παιχνίδι, χρειάζονται αρκετά παιδιά, για να σχηματίσουν έναν κύκλο καθισμένα. Ένα από τα παιδιά παίρνει ένα μαντιλάκι και τρέχει γύρω γύρω από τα παιδιά τραγουδώντας:
"Το μαντιλάκι πέρασε κι η κόρη το γυρεύει
πάει πέρα, πάει πέρα, πέρα στον αέρα".
Κάποια στιγμή αφήνει το μαντιλάκι πίσω από ένα παιδί χωρίς αυτό να το καταλάβει και σταματάει να τραγουδάει. Αυτό είναι το σύνθημα, για να ψάξουν τα παιδιά να δουν σε ποιο έριξε το μαντιλάκι. Μόλις το παιδί που έχει το μαντιλάκι ριγμένο πίσω του το καταλάβει, σηκώνεται και κυνηγάει αυτό που του το έριξε, για να το πιάσει. Αν το παιδί που έριξε το μαντίλι προλάβει και καθίσει στη θέση του παιδιού που σηκώθηκε, κερδίζει και τα φυλάει το δεύτερο παιδί. Αν το δεύτερο παιδί πιάσει το πρώτο, τότε τα φυλάει πάλι εκείνο.
Παπαδοπούλου Άννα (ΣΤ΄ Τάξη)
"ΠΡΟΤΟΛΙΑ"
Σ' αυτό το παιχνίδι μπορούσαν να παίξουν πάνω από 2 παιδιά. Καθόταν ένα παιδί σκυμμένο προς τον τοίχο με το κεφάλι και την πλάτη κάθετα στον τοίχο. Το άλλο παιδί πηδούσε πάνω στην πλάτη του παιδιού που ήταν στον τοίχο. Αν το παιδί που πηδούσε δεν έβαζε τα χέρια του για ν' ανέβει, κέρδιζε.
Κακλαμάνου Ελισάβετ (ΣΤ΄ Τάξη)
|
|