ΟΙ ΝΕΡΑΙΔΕΣ ΤΟΥ ΝΕΡΟΥ
Το νερό αποτελεί στοιχείο εξαγνισμού και καθαρμού. Λυτρωτικό και ζωοποιό,
καθάριο και διαυγές, ήρεμο και ορμητικό, χαρίζει στον άνθρωπο τη
ζωή. Κι άλλοτε εμφανίζεται ως απειλή, εκδικητικό και θανατηφόρο,
μαύρο και στάσιμο, ελλοχεύοντας κινδύνους. Αυτή η πολυμορφία του
νερού έκανε τη λαϊκή φαντασία να πλάσει θεότητες και ιστορίες.
Πολλές είναι οι αναφορές στη Μυθολογία μας στις θεότητες των νερών,
σε μυθικά όντα και τέρατα, που κατοικούν σε ποτάμια, πηγές, λίμνες
και θάλασσες.
Από τη μυθολογία αντλούν στοιχεία και οι λαϊκές μας παραδόσεις, οι οποίες
αναφέρονται στο νερό και στα στοιχειά, που το συντροφεύουν. Νεράιδες
και λάμιες, δράκοντες και τελώνια, θεριά και στοιχειά κατοικούν σε
υδάτινους τόπους κι αλίμονο σε όποιον βρεθεί εκεί κοντά τους και τα
ενοχλήσει. Από τις παραδόσεις του Ν. Πολίτου επιλέξαμε κάποιες.
«Νεράιδες»
Οι νεράιδες των παραδόσεών μας προέρχονται από τη Μυθολογία μας. Είναι οι
αρχαίες Νηρηίδες, που μετασχηματίστηκαν από τη λαϊκή φαντασία και
κατοικούν εκεί όπου υπάρχουν νερά. Υπάρχουν κι άλλες νεράιδες, που
ζουν στα βουνά, στα οροπέδια ή σε σπηλιές κι έχουν σχέση με τις
αρχαίες Νύμφες.
Οι Νεράιδες λέγονται και Ανεράιδες, Γιαλούδες, Καλομοίρες ή Αλουστίνες –
ανάλογα με τον τόπο προέλευσης της παράδοσης – κι έχουν σχέση με τα
τέσσερα στοιχεία της φύσης: τη γη, τη φωτιά, τον αέρα και το νερό.
Σ’ όλες τις παραδόσεις που αναφέρονται σε νεράιδες υπάρχει η στενή σχέση
του αφηγητή ή γενικότερα του ανθρώπου με αυτές. Ο αφηγητής
καταγράφει είτε την εμπειρία του είτε τη μαρτυρία κάποιου άλλου.
Κατά γενική ομολογία οι Νεράιδες είναι πανέμορφες κυρές. Πλάσματα
αέρινα με αιθέρια λευκά ρούχα και κατάξανθα πολύ μακριά μαλλιά.
Ωστόσο, στην Αργολίδα έβγαινε και μια «Πρασινομαλλούσα Νεράιδα».
«Εκεί κοντά στους Αφεντικούς τους Μύλους έβγαινε τη μέρα μια Νεράιδα με
πράσινα μαλλιά, που τα στόλιζε με γιορντάνια και μαργαριτάρια.
Έπλενε τα ρούχα της στην πηγή και τα στέγνωνε στους βράχους. Τις
νύχτες σαν είχε φεγγάρι, η ίδια Νεράιδα χόρευε πάνω στα κύματα της
θάλασσας».
Οι Νεράιδες συχνάζουν, κυρίως, σε τόπους, όπου υπάρχει καθάριο γλυκό νερό.
Ωστόσο, γίνονται κάποιες αναφορές και στη θάλασσα, όπως στην παράδοση της
Πρασινομαλλούσας. Στην επόμενη παράδοση από την Ήπειρο, ο ήρωας
είναι ένας ψαράς με το μικρό του αγόρι. Ο ψαράς πηγαίνει να ψαρέψει
στη θάλασσα, αφήνει, όμως, το αγόρι του στη στεριά.
Οι νεράιδες και το παιδί του ψαρά
«Μια φορά ένας ψαράς πήγε να ψαρέψει. Πήρε μαζί του και το μικρό του
γιο, που γρήγορα κουράστηκε και δεν μπορούσε να ακολουθήσει τον
πατέρα του.
-
Κάθισε εδώ πάνω στο δέντρο και περίμενέ με, του ‘πε ο
ψαράς και έφυγε.
Σε λίγο πλησίασαν το αγόρι δύο κόρακες και του ζήτησαν να τους μοιράσει
ένα κομμάτι κρέας. Το παιδί τους το μοίρασε. Έπειτα ήρθαν οι
νεράιδες. Πήραν μαζί τους το παιδί και το πήγαν σε μια σπηλιά. Το
άφησαν εκεί κι έτρεξαν να το πούνε στη μάνα τους.
-
Σύρτε και φέρτε το εδώ, είπε η μάνα τους.
Πήγαν τότε οι νεράιδες κι έφεραν το αγόρι, που έμεινε για λίγο καιρό
μαζί τους. Όμως, μια απ’ αυτές, καθώς λουζόταν στην πηγή, τη βρήκε
αστροπελέκι και τη σκότωσε. Η μάνα των νεράιδων διέταξε τότε τις
κόρες της να πάνε πίσω στο δέντρο, εκεί που βρήκαν το παιδί.
-
Αυτό που έγινε στην αδελφή σας είναι, γιατί πήραμε το
αγόρι από το δέντρο.
Σαν γύρισε ο πατέρας του από το ψάρεμα πήρε το αγόρι του και γύρισαν
μαζί στο σπίτι. Τότε εκείνο διηγήθηκε όλα όσα είδε κι έπαθε».
Εκτός από τα παιδιά, στις παραδόσεις αναφέρονται, επίσης, συχνά και
συναντήσεις παλικαριών με νεράιδες. Η συνάντηση αυτή, συχνά, είχε
δυσάρεστες συνέπειες για τους ανθρώπους, άλλοτε πάλι όχι. Από τη
Σύμη είναι αυτή η ιστορία.
Οι Αλουστίνες και οι ναύτες
«Ήρθε ένα καράβι στο γιαλό τη νύχτα κι άραξε. Βγήκαν έξω στην αμμουδιά
οι ναύτες του. Έτρεξαν και τους πήραν οι Αλουστίνες και τους έβαλαν
να χορεύουν. Εκείνες τραγουδούσαν:
-
Ας χορέψουμεν κι ας είναι, ώστε να βγει το φεγγάρι, και
σαν έβγη το φεγγάρι, μαρμαρώνει το καράβι.
Και οι ναύτες απαντούσαν:
-
Ας χορέψουν κι ας είναι, ώστε να βγει το φεγγάρι, και σαν
έβγη το φεγγάρι μπάρκα μέσα στο καράβι.
Και σαν βγήκε το φεγγάρι, χάθηκαν οι Αλουστίνες».
Οι νεράιδες αγαπούσαν πολύ το χορό και το τραγούδι. Γι’ αυτό προσκαλούσαν
τα παλικάρια να χορέψουν μαζί τους. Εκείνα, συχνά, χάνουν τα λογικά
τους και γίνονται «αλαφροΐσκιωτοι» ή «ονειροπαρμένοι». Αν κάποιο
παλικάρι καταφέρει να πάρει από τη νεράιδα το μαντήλι ή το πουκάμισό
της, τότε την έχει υποτάξει. Από τη Ζάκυνθο είναι η επόμενη ιστορία.
Η Ανεράιδα κι ο ναύτης
«Μια φορά ήταν ένα καράβι, που καθώς ταξίδευε στο πέλαγο, το
περικύκλωσαν οι Ανεράιδες. Μάταια προσπαθούσαν οι ναύτες του να τις
ξεφορτωθούν. Όμως, ένας ναύτης, που ήταν πολύ έξυπνος και θαρραλέος,
κατάφερε να αρπάξει από μια Ανεράιδα το μαντήλι της. Εκείνη, τότε,
έχασε τη δύναμή της κι έγινε δική του. Την παντρεύτηκε κι έκανε μαζί
της ένα αγόρι. Πέρασαν τα χρόνια, το παιδί μεγάλωσε και μια μέρα η
Ανεράιδα βρήκε το χαμένο της μαντήλι, στην κρυψώνα που το ‘χε κρύψει
ο άνδρας της. Το πήρε και χάθηκε. Το αγόρι έζησε με τον πατέρα του.
Είχε μάθει, όμως, από τη μάνα του να διαβάζει τα μελλούμενα».
Το αγόρι της παράδοσης αυτής σε άλλους τόπους θα έφερνε την προσωνυμία του
Νεράιδου. Νεράιδος είναι ο γιος της Νεράιδας, η οποία ενώθηκε κάποτε
μ’ ένα παλικάρι και γέννησε ένα αγόρι. Αν το αγόρι αυτό το κρατήσει
κοντά της η Νεράιδα, τότε το αγόρι γίνεται Νεράιδος. Από την Κρήτη
είναι η εξής παράδοση:
Νεράιδα και Νεράιδος
«Στη Βιέννη, που ‘χει πολλά νερά και δέντρα, κάθε ποτάμι και κάθε
αυλάκι έχει Νεράιδες και στο Λασίθι σε πολλές τοποθεσίες, μάλιστα
στη βρύση κοντά στον Τζερμιάδου, έχει πολλές Νεράιδες.
Οι Νεράιδες των γλυκών νερών βρίσκονται σε κάθε πηγή, πηγάδι, ρίμα ή
ποτάμι. Τη νύχτα βγαίνουν και στήνουν εκεί χορό. Τις ζεστές μέρες
του καλοκαιριού, συνήθως μέσα στο καταμεσήμερο, πλένουν τα ρούχα
τους και τα στεγνώνουν εκεί κοντά στους βράχους της πηγής ή στην
όχθη του ποταμού. Άλλοτε πάλι παίζουν με τους ανθρώπους αθώα ή
επικίνδυνα παιχνίδια. Οι παραδόσεις που ακολουθούν το μαρτυρούν:
Οι νεράιδες του πηγαδιού
«Κάποτε έμενε το καλοκαίρι στην εξοχή μια οικογένεια. Το κοριτσάκι
τους, που ήταν πολύ όμορφο, μια μέρα, παίζοντας, έφτασε ως το
πηγάδι. Κοίταζε από το στόμιο του πηγαδιού τα ήρεμα νερά του κι
ένιωσε τότε μια δύναμη να το τραβάει. Έντρομοι οι γονείς του, που
είδαν το παιδί τους να πέφτει μέσα, έτρεξαν γρήγορα εκεί. Είδαν τότε
το μικρό κορίτσι να κάθεται στην επιφάνεια του νερού και να παίζει
χαρούμενο. Ο πατέρας βούτηξε αμέσως. Έφεραν οι συγγενείς μια σκάλα,
την έβαλαν μέσα στο πηγάδι κι εκείνος, κρατώντας το κοριτσάκι στην
αγκαλιά του βγήκε σιγά – σιγά. Μα τι παράξενο! Τα ρούχα και των δυο
τους δεν είχαν βραχεί. Τότε το κοριτσάκι μίλησε και είπε πως, όταν
κοίταξε μες στο πηγάδι, είδε να παίζουν με γέλια και χαρές κάτι
πανέμορφες κοπέλες. Αυτές του φώναζαν να πέσει μέσα, για να παίξουν
μαζί του. Οι άλλοι που ήταν εκεί και άκουσαν το κοριτσάκι να
διηγείται τούτα τα παράδοξα, κατάλαβαν πως οι κοπέλες αυτές ήταν οι
Νεράιδες του πηγαδιού».
Οι Νεράιδες των πηγαδιών δε μένουν πάντα μέσα στα πηγάδια. Βγαίνουν έξω
και χορεύουν γύρω απ’ αυτά. Από τη Σάμο είναι η παράδοση του
ακολουθεί:
Οι Νεράιδες του πηγαδιού του Ζέλη
«Κάποτε ένας νέος, ξεκίνησε να πάει να πατήσει τα σταφύλια του. Εκεί,
στη θέση Βλαμαρή είδε να βγαίνουν από το πηγάδι του Ζέλη δεκαπέντε
νέες κοπέλες στ’ άσπρα ντυμένες. Την ίδια στιγμή άκουσε τραγούδια
και μουσικά όργανα, που νόμισε πως ήρθαν στην περιοχή χιλιάδες
καλόφωνοι τραγουδιστές και μουσικοί.
Οι δεκαπέντε κοπέλες πλησίασαν το νέο, τον έπιασαν από το χέρι και
έστησαν χορό.
«Κατά τον τοίχο το χορό
για να χορέψουμε εδώ»
τραγουδούσαν και χόρευαν. Ο νέος φοβήθηκε τόσο πολύ, που έχασε τη
φωνή του. Δεν είχε δύναμη να σύρει τα πόδια του. Οι Νεράιδες, όμως,
τον ανάγκασαν να χορεύει συνέχεια. Όταν, όμως, λάλησε ο πρώτος
πετεινός, οι Νεράιδες άφησαν το νέο, έπεσαν στο πηγάδι και χάθηκαν».
Τη νύχτα τα νερά κοιμούνται! Ησυχάζουν κι αυτά όπως ησυχάζουν και οι
άνθρωποι.
Γι’ αυτό άλλωστε αποφεύγουν να πάνε τη νύχτα να φέρουν νερό μην τα
ταράξουν. Υπάρχει, βέβαια, και ο φόβος αφού εκεί κατοικούν οι
Νεράιδες, που μπορεί να κάνουν κακό στους ανθρώπους. Υπάρχει, όμως΄,
τρόπος να αποφευχθεί η Νεράιδα της πηγής;
Το νερό που κοιμάται
«Λένε πως, απ’ όπου βγαίνει νερό, εκεί μένει και μια Νεράιδα. Όποιος,
λοιπόν, θέλει να περάσει τη νύχτα κοντά από νερό τρεχούμενο, δε
μιλάει, για να μην του πάρει η Νεράιδα τη φωνή. Όμως, συμβαίνει
συχνά τα νερά να κοιμούνται για λίγο. Η Νεράιδα τους μένει και τότε
εκεί. Αν, λοιπόν, περάσει κάποιος από εκεί και θέλει να πάρει νερό,
ρίχνει στην πηγή μια πέτρα. Η Νεράιδα τρομάζει και το βάζει για λίγο
στα πόδια. Το νερό τότε ξυπνάει κι αρχίζει να τρέχει ξανά».
Οι γυναίκες αποκτούν μια ιδιαίτερη σχέση με την πηγή του χωριού ή τη
βρύση. Το νερό το τρεχούμενο φέρνει τύχη στο σπιτικό. Αυτό
επιβεβαιώνει η παρακάτω παράδοση από την Οινόη του Πόντου.
Η Πεγαδίστρα
«Η κάθε πηγή έχει και την Πεγαδίστρα της. Έτσι, όταν καμιά γυναίκα
πηγαίνει πολύ πρωί να πάρει νερό, τη χαιρετάει σιγανά και της λέει:
-
Καλημέρα, κυρά – Πεγαδίστρα, έτσι όπως τρέχεις εσύ, τρέχει
η τύχη μου».
Η Πεγαδίστρα είναι καλό πνεύμα της πηγής, η Νεράιδα ή το στοιχειό της. Η
προσωποποίηση της πηγής οδηγεί σε αρχετυπικά μοτίβα, όπου ο
πρωτόγονος άνθρωπος έδωσε ψυχή στ’ άψυχα, λατρεύοντας τα στοιχειά
της φύσης. Οι «Ελληνίδες» Νεράιδες διατηρούν στη λαϊκή φαντασία
πολλά στοιχεία από την αρχαιότητα. Διαφέρουν κατά πολύ από τις
Νεράιδες των κλασικών παραμυθιών.
Παρασκευαδέλη Βάσω, Παρασκευαΐδου Μαρία,
Τσιαφέρι Αλέξης, Φαντίδου Λεμονιά
ΤΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΟΥ
ΝΕΡΟΥ
Στις «Παραδόσεις» του Ν. Πολίτη συναντάμε όντα που
κατοικούν στο νερό και ορίζουν με την παρουσία τους το συγκεκριμένο
τόπο. Τα στοιχειά αυτά δεν είναι τόσο καλοπροαίρετα με τους
ανθρώπους. Ταυτίζονται με τον κίνδυνο, την ξηρασία, τη φουρτούνα, το
μαγικό που προκαλεί φόβο κ.ά. Η λαϊκή φαντασία, επηρεασμένη από τους
μυθικούς δαίμονες του νερού, έπλασε τα όντα αυτά, επιδιώκοντας να
ερμηνεύσει καιρικά και γεωλογικά φαινόμενα ανεξήγητα για την εποχή
εκείνη.
«Τα στοιχειά του πηγαδιού»
Τα πηγάδια τα ‘φτιαχναν τεχνίτες ειδικοί και
κατασκεύαζαν μέσα σ’ αυτά πέτρινες στοές. Ιδιαίτερα στα μεγάλα
πηγάδια με τις πολλές διακλαδώσεις στοών, απέδιδαν οι άνθρωποι την
ύπαρξη στοιχειών. Η μορφή των στοιχειών ποικίλει από τόπο σε τόπο κι
από παράδοση σε παράδοση.
Η πιο χαρακτηριστική μορφή στοιχειού είναι ο Μώρος ή Αράπης του πηγαδιού.
Ανθρωπόμορφο ον που ξεγελάει με την εμφάνισή του τους περαστικούς.
Τον συναντάμε σε πολλές παραδόσεις.
Ο αράπης του πηγαδιού (Παράδοση από τη Σύρο)
«Ένα βράδυ μια γυναίκα περίμενε τον άντρα της να γυρίσει από
τη δουλειά αλλά αυτός αργούσε πολύ. Ανήσυχη η γυναίκα, βγήκε έξω να
τον ψάξει. Καθώς περνούσε από ένα πηγάδι αντίκρισε έναν Αράπη, που
έσερνε αλυσίδες. Η γυναίκα έκανε το σταυρό της κι έφυγε.»
Σε μία παράδοση από τη Χίο το στοιχειό του πηγαδιού είναι ένας μικρόσωμος
Αράπης:
«Το στοιχειό του πηγαδιού είναι ένας κοντός αραπάκος, που βγαίνει και
κάθεται στο χείλος του πηγαδιού. Κανένα δεν πειράζει και μόνο όταν
περάσει καμιά κοπέλα τη γνέφει να πάει κοντά του. αν εκείνη δεχτεί
να τον πλησιάσει, τότε εκείνος της κάνει πολλά δώρα.
Αν δε δεχτεί να πάει κοντά εκείνος δεν της κάνει κακό. Την αφήνει να
περάσει και να φύγει. Στεναχωριέται, όμως, γι’ αυτή την περιφρόνηση
και πολλές φορές πέφτει μες στο πηγάδι…»
Από τη Χίο είναι, επίσης, και η επόμενη παράδοση. Το στοιχειό του πηγαδιού
δεν είναι, όμως, αράπης αλλά ένας καβαλάρης.
«…Κοντά στον Άγιο Ευστράτιο βρίσκεται ένα πηγάδι όχι πολύ βαθύ, μέσα
όμως έχει σπηλιές και καμάρες.
Απ’ αυτό, σχεδόν κάθε νύχτα, τα μεσάνυχτα, βγαίνει ένας άνθρωπος καβάλα
σ’ ένα άγριο άλογο και τρέχει γρήγορα, κάνοντας μεγάλο κρότο στους
γύρω δρόμους. Μετά γυρίζει στο πηγάδι και πέφτει μέσα. αυτόν τον
καβαλάρη τον λένε Βένια. Όποιος πιει νερό απ’ το πηγάδι τρελαίνεται.
Μάλιστα, όταν θέλουν να πουν σε κάποιον ότι έχασε το νου του, του
λένε: «Ήπιες απ’ το πηγάδι του Βένια;»
Εκτός από τα ανθρωπόμορφα στοιχειά συναντάμε και ζωόμορφα. Αυτό αναφέρει η
παράδοση από την Απείρανθο της Νάξου.
«Το πηγάδι το Κρηνί έχει το στοιχειό του κι αυτό δε βγαίνει
πάντα ίδιο αλλά πότε παρουσιάζεται σαν ένα ζώο και πότε σαν άλλο.
Και στο πηγάδι που το λένε Καραβά, το στοιχειό είναι γάτα που
υφαίνει.»
Από την Αστυπάλαια η επόμενη παράδοση, που παρουσιάζει ένα
φτερωτό στοιχειό:
«Μέσα σε μια σπηλιά κοντά στο χωριό είναι
ένα πηγάδι που το λένε Λούκκι. Εκεί βγαίνει ένα στοιχειό και κυνηγά
τη νύχτα τους διαβάτες. Αυτό το στοιχειό έχει φτερά και ακούγεται
που τα χτυπά όταν λούζεται στο νερό. Από το νερό του πηγαδιού αυτού
δεν πίνει κανείς αν δεν κάνει πρώτα το σταυρό του».
Φίδια δράκοντες ή φτερωτοί δράκοι,
κατάλοιπα της Ελληνικής Μυθολογίας, φυλάνε τις πηγές ακόμα και τα
πηγάδια!
Η θρησκευτική παράδοση, που θέλει τον Αι
Γιώργη να γλιτώνει την αρχοντοπούλα από το δράκοντα του πηγαδιού,
είναι η πλέον χαρακτηριστική.
«Τα στοιχειά της βρύσης»
Από τα πηγάδια περνάμε στις βρύσες που
τροφοδοτούν κι αυτές με νερό γλυκό τους κατοίκους της υπαίθρου.
Το στοιχειό της Γκούρας
(Παράδοση από την Κορινθία)
«Στο Γυμνοβούνι, κοντά στο χωριό Μάρκαση
του δήμου Πελλήνης είναι μια κρύα βρύση με άφθονο νερό. Τη λένε
Γκούρα, που θα πει στα αρβανίτικα κρύα. Αυτή η βρύση έχει κάτι
περίεργο. Κάθε δειλινό το νερό της λιγοστεύει πολύ. Αυτή την ώρα το
στοιχειό της βρύσης βάζει το πόδι του μπροστά στην τρύπα και φράζει
το νερό.»
Στην παράδοση αυτή δεν έχουμε περιγραφή
του στοιχειού. Αντίθετα, στην επόμενη, το στοιχειό της βρύσης είναι
ζωόμορφο. Η συγκεκριμένη παράδοση παραπέμπει στη λιθοξοϊκή, όπου οι
τεχνίτες εμπνέονται από τη λαϊκή μας παράδοση και κατασκευάζουν τα
κεφαλόβρυσα με παραστάσεις ζώων ή λαϊκών μοτίβων.
Το θεριό της βρύσης
(Παράδοση από την Καρδαμύλη του Οιτύλου)
«Στην παλιά βρύση του Πραστείου βγαίνει τη
νύχτα ένα θεριό. Πολλοί το είδαν και ήταν σαν κυνηγόσκυλο λευκό.
Κρατούσε στο στόμα του μία από τις πέντε κάνουλες της βρύσης.»
«Τα στοιχειά στα ρέματα»
Τα ρέματα και οι ρεματιές, τα ποτάμια,
όταν έτρεχαν ορμητικά το χειμώνα ή όταν ξεραίνονταν το καλοκαίρι,
έγιναν αφορμή για τη δημιουργία μυθοπλασιών από το λαό μας.
Η αναγκαιότητα του νερού προς πόση και
άρδευση, καθώς και η ανάγκη να διασχίσει ο περαστικός το ποτάμι στην
απέναντι όχθη – χτίζοντας ένα γεφύρι – αναδύεται μέσα από τις
παραδόσεις που ακολουθούν:
Οι Ρεματιανοί (Παράδοση
από Αγρίνιο Τριχωνίας)
«Ανάμεσα σε κάτι βουνά, που τα λένε
Λυκοράχια, περνά ένα ρέμα, οι Μούρες. Πήρε το όνομα αυτό, γιατί
όποιος κοιτάξει νομίζει πως βλέπει ανθρώπινα πρόσωπα. Εκεί
ακούγονται συχνά νταούλια και οι τσοπάνηδες που τα’ ακούν λένε:
-
Γάμους κάνουνε πάλι οι Ρεματιανοί;
Η βλαχοπούλα (Παράδοση από
την Ελευσίνα)
«Κοντά στη Λεψίνα είναι μια ρεματιά και ένα
γεφύρι. Εκεί, κάθε νύχτα φαίνεται μια βλαχοπούλα. Κάποιοι ακούν
μονάχα τα πατήματά της ενώ κάποιοι άλλοι αλαφροΐσκιωτοι τη βλέπουν.
Η βλαχοπούλα δεν πειράζει κανένα».
Τα γεφύρια στη λαϊκή φαντασία είναι
συνήθως τόποι στοιχειωμένοι. Η δυσκολία για την κατασκευή ενός
γεφυριού οδήγησε τους ανθρώπους στο να φανταστούν διάφορες ιστορίες.
Για να θεμελιωθεί ένα γεφύρι και να ημερέψει το στοιχειό του ποταμού
έπρεπε να γίνει κάποια θυσία. Το πιο γνωστό και πολυτραγουδισμένο
γεφύρι είναι εκείνο της Άρτας. Ανάλογη είναι και η παράδοση, που
ακολουθεί, από τη Γορτυνία:
Της Τουράς το γιοφύρι
«Λένε πως τα κακά ποτάμια γκρέμιζαν τα
γεφύρια. Ένα απ’ αυτά ήταν της Τουράς το ποτάμι, όπου ποτέ δε
στέριωνε γεφύρι. Όμως, η κυρά (Τουρά), που φαίνεται πως ήταν
Τουρκάλα, φοβέρισε τους μαστόρους. Τι να κάνουν εκείνοι; Έβαλαν στα
θεμέλια του γεφυριού – για να στεριώσει – έναν αράπη και μια
γυναίκα. Έτσι στέριωσε το γεφύρι. Μα όταν τρέχει πολύ νερό στο
ποτάμι, νερό ορμητικό, τότε η γυναίκα κι ο αράπης φωνάζουν! «Βάστα
και συ αράπη!» Το γεφύρι, αν και στοιχειωμένο, κρατάει γερά και
λέγεται ως σήμερα της Τούρας το γεφύρι».
Πολλές φορές τα γλυκά υπόγεια νερά
χάνονται. Άλλοτε πάλι, όταν ανεβαίνει ο υδροφόρος ορίζοντας, από τη
γη αναβλύζει νερό. Αυτό περιγράφει η παράδοση από την Ήπειρο:
Το στοιχειό της Μάννας
«Το ρέμα η Μάννα παλιά είχε άφθονο νερό. Μα
είναι κάμποσα χρόνια που στέρεψε. Και να πώς: Μια φορά πέρασε από
εκεί κοντά μια γυναίκα. Ερχόταν από τα μαντάνια του Μάντζιου και
πήγαινε στο χωριό της Γοτίστα. Εκεί στη Μάννα, βλέπει ένα όμορφο
παλικάρι με ωραία μακριά μαλλιά που τα χτένιζε μ’ ένα ασημένιο
χτένι. Ήταν το στοιχειό της Μάννας.
Μόλις η γυναίκα πλησίασε, το στοιχειό
βούτηξε γρήγορα στο νερό, ξεχνώντας το ασημένιο του το χτένι. Η
γυναίκα έσκυψε και το πήρε. Όταν ξαναβγήκε το στοιχειό στην
επιφάνεια, αναζήτησε το χτένι του. Κατάλαβε ότι του το πήρε η
γυναίκα και την ακολούθησε υπογείως ως τη Γοτίστα. Εκεί βγήκε από τη
γη, ζήτησε το χτένι και το πήρε πίσω.
Τότε, το νερό της Μάννας χώθηκε μαζί με το
στοιχειό κάτω από τη γη και βγήκε μαζί μ’ αυτό στη Γοτίστα κι έμεινε
εκεί. Από τότε, στη Γοτίστα ρέει άφθονο νερό ενώ στην περιοχή του
Κράψη, εκεί που πρώτα υπήρχε νερό, δεν υπάρχει πια.
Μάλιστα ένας τσοπάνος, καθώς στοιχειό και
νερό περνούσαν υπογείως, άκουσε τη βουή κάτω από τα πόδια του.
Χτύπησε, λένε, με το ραβδί του κι ανάβλυσε αμέσως κρύο και δροσερό
νερό».
«Τα στοιχειά στις λίμνες»
Οι παραδόσεις που αναφέρονται στα
στοιχειά των λιμνών δεν είναι τόσο πολλές. Επιλεκτικά θα αναφέρουμε
την παράδοση που προέρχεται από το κάτω Σούλι του Μαραθώνα:
Η Δρακονέρα
«Στο βάλτο που είναι στο κάτω Σούλι, μια
λίμνη λέγεται Δρακονέρα και το βουνό που είναι εκεί κοντά, της
Δρακονέρας το βουνό. Σ’ αυτό, λίγο ψηλότερα από το βάλτο, είναι μια
μικρή σπηλιά κι από εκεί μέσα βγαίνει ένα στοιχειό. Γι’ αυτό κανείς
δεν τολμά να μπει εκεί μέσα».
Με παρόμοια ονομασία, όπως της
Δρακονέρας, βρίσκεται μια λίμνη στην Ήπειρο κι εκεί κατοικούσε ένα
στοιχειό:
«Στην κορυφή του βουνού, ανατολικά στη
Ροδόβολη, βρίσκεται μια μεγάλη λίμνη άπατη, που τη λένε Δρακολίμνη.
Σ’ αυτήν έβγαινε ένα στοιχειό, που πολεμούσε πάντα μ’ ένα άλλο
στοιχειό που κατοικούσε στην παρακάτω λίμνη, τη μικρότερη. Το
στοιχειό από τη Δρακολίμνη πολεμούσε με πέτρες, το άλλο στοιχειό
ξερίζωνε πεύκα και τα ‘ριχνε.
Μια φορά, θέλησε ο Αλή Πασάς να μετρήσει το
βάθος της λίμνης και μετέφερε βάρκες ως την κορυφή. Σηκώθηκε, όμως,
ισχυρός άνεμος κι έπεσε δυνατή βροχή και χαλάζι τόσο μεγάλο, που ο
Αλή Πασάς φοβήθηκε κι έφυγε».
Φωνές της λίμνης
Στα γιοφύρια, κοπελιές θυσιάστηκαν στα
θεμέλια, για να στηθούν οι αγέρινες καμάρες τους. Και στις λίμνες,
ξωθιές αποκοιμιούνται και τραγουδούν τις νύχτες, που έχει γέμιση
φεγγαριού.
Στη λίμνη, στην ακρολιμνιά
ξωθιά αποκοιμιέται.
Αν την ιδείς μαγεύεσαι
και τα μυαλά σου χάνεις.
Είναι του φεγγαριού αδερφή
και του νερού το πνέμα.
Είναι της λίμνης η ψυχή
του αγέρα η θυγατέρα.
-
Καλνούν οι ξωθιές της λίμνης, κείνους που δύνενται να τις
ακούσου…Τους καλνούν για να τις συντροφέψουν, λέει η κυρά –
Κρυστάλλω στα Γιάννινα.
Πολλοί παλιοί ψαράδες της λίμνης των
Γιαννίνων ιστορούσαν πως σα φύσαγεν αγέρας δυνατός και αντάριαζε τα
νερά της ήσυχης κι ατρικύμιαστης το περισσότερο καιρό λίμνης,
άκουγαν μαζί με το σύρσιμο των καλαμιών φωνές και καλέσματα. Κι
έδιναν την εξήγηση πως ήταν το παράπονο της κυρά – Φροσύνης και των
άλλων γυναικών που έπνιξε στη λίμνη ο Αλή πασάς.
Κι ακόμα οι παλιοί Γιαννιώτες – οι
γερόντοι κι οι γερόντισσες κυρίως – ιστορούσαν ότι κάποια βράδια,
πάνω από τα νερά της λίμνης, όταν χυνόταν ασημένιο ποτάμι το φως του
φεγγαριού, έβλεπαν την κυρά – Φροσύνη σαν ίσκιο ονείρου, να
πλανιέται και ν’ αλαφροπατά στην επιφάνεια της Παμβώτιδας.
Κι είναι γνωστό το τραγούδι που εκφράζει
τον καημό του απλού και ανώνυμου τραγουδιστή για τον άδικο χαμό της
κυρά – Φροσύνης.
Χίλια καντάρια ζάχαρη
να ρίξω μες στη λίμνη
για να γλυκάνει το νερό
να πιει η κυρά Φροσύνη.
«Οι λάμιες»
Ο Νικόλαος Πολίτης καταγράφει 17 παραδόσεις, που
αναφέρονται στις λάμιες. Ο λαός τις έχει φανταστεί ως γυναίκες
ψηλές, λυγερόκορμες με πλούσια μακριά μαλλιά. Ωστόσο, μπορεί κανείς
να τις αναγνωρίσει από τα πόδια, που δεν είναι δυο αλλά τρία και
μάλιστα όχι πόδια ανθρώπινα αλλά ζωομορφικά. Οι λάμιες κάθονται
κοντά σε βράχους ή πάνω σε δέντρα, που βρίσκονται πλάι σε νερό.
Είναι πλάσματα που μπορούν να κάνουν κακό στους ανθρώπους αλλά και
στα ζώα τους.
Η λάμια του Κορωπίου
(Από το Κορωπί
Αττικής)
«Σε ένα παλιό πηγάδι έβγαινε μια Λάμια που έπνιγε τα
ζώα και ρουφούσε το αίμα τους. Κανένας άνθρωπος δεν τολμούσε να τη
σκοτώσει, γιατί φοβόταν πως θα γυρνούσε το βόλι πίσω και θα τον
σκότωνε. Κάποτε, όμως, η Λάμια αυτή έπνιξε δυο βόδια ενός χωρικού,
που ήταν η μόνη του περιουσία. Εκείνος μες στην απελπισία του άρπαξε
το τουφέκι του και σκότωσε τη Λάμια.
Το σώμα της ήταν τρεις οργιές μακρύ. Όλοι οι χωρικοί
μαζεύτηκαν και το έσυραν έξω απ’ το χωριό. όπου έσταζε το αίμα της
χορτάρι δεν ξαναφύτρωνε.»
Από την Καρύταινα της Γορτυνίας είναι η παράδοση που
ακολουθεί. Η συγκεκριμένη λάμια είχε όνομα! Την έλεγαν Κουτσοχεριά.
Φαίνεται κι εδώ η στενή σχέση της λάμιας με το νερό.
Η Κουτσοχεριά
«Κάποτε μια γυναίκα είδε μέσα στο ποτάμι μια
κοκκινοντυμένη που ‘χε τα μαλλιά της απλωμένα και χτενιζόταν. Της
μίλησε κι εκείνη αμέσως έπεσε μες στο ποτάμι και τότε τα νερά την
σκέπασαν. Τότε η γυναίκα κατάλαβε πως ήταν η Κουτσοχεριά κι έφυγε
μακριά απ’ το ποτάμι.
Κάποια μέρη αποκτούν όνομα από τις λάμιες που τα
κατοικούν.
(Παράδοση από το Βόλο)
«Ο κάμπος που βρίσκεται έξω από το Κάστρο ως το Διμίνι
λέγεται Λάμνα, από μια λάμια που ήταν εκεί. Το σπίτι της είναι κοντά
στο Διμίνι και λέγεται λαμνόσπιτο.»
(Παράδοση από την Καρδαμύλη του Οιτύλου)
«Κοντά στο Πραστείο είναι ένα δασωμένο ρέμα, που το
λένε Μορσίλια. Εκεί, όταν πέσουν πολλές βροχές, σε μια θέση που
λέγεται Λάμια, βγαίνει με κρότο πολύ νερό. Λίγο πιο πάνω βρίσκεται
μια μικρή σπηλιά, που κάθονται οι λάμιες. Τις είδαν πολλές γυναίκες
κατά το μεσημέρι. Ήταν όμορφες κι εκεί κάθονταν όλες μαζί και
χτένιζαν τα μακριά μαλλιά τους.»
Εκτός από τις λάμιες των γλυκών νερών συναντάμε λάμιες
και στη θάλασσα. Η παράδοση από την Αράχοβα το επιβεβαιώνει:
«Οι λάμιες της θάλασσας χορεύουν και τραγουδούν,
πηδώντας πάνω από τα κύματα. Αγαπούν περισσότερο απ’ όλα την
τρικυμία και βρίσκουν μεγάλη ευχαρίστηση στο να πλανεύουν τα
καράβια. Πότε με τα τραγούδια τους και πότε με τις φωνές τους,
φέρνουν τους ναυτικούς σε ξέρες ή σε ρουφήχτρες.»
εκτός από τις λάμιες, στη θάλασσα κατοικούν κι άλλα
στοιχειά. Γνωρίζοντάς τα αντιλαμβανόμαστε τη στενή σχέση τους με τη
μυθολογία μας.
Στοιχειά της θάλασσας
Ο δαίμονας της θάλασσας
(Από τη Ζάκυνθο)
«Ο δαίμονας της θάλασσας είναι μισός άνθρωπος και μισός
ψάρι. Κρατάει στο χέρι του μια τρίαινα. Έχει μεγάλα πλούτη, κοιμάται
πάνω σε χρυσάφι, γιατί ό,τι χάνεται μες στη θάλασσα είναι δικό του.
Πότε ταξιδεύει καβάλα σ’ ένα δελφίνι και πότε κάθεται στην άμαξά
του, που τη σέρνουν δυο δελφίνια.»
Πολύ γνωστή είναι η Θαλασσινή παράδοση της Γοργόνας,
που τη συναντάμε σε όλα σχεδόν τα μέρη της πατρίδας μας.
Οι Γοργόνες
«Οι Γοργόνες είναι όμορφες γυναίκες που από τη μέση και
κάτω έχουν ουρά ψαριού. Λένε πως κατοικούν στη Μαύρη Θάλασσα μα
ταξιδεύουν και στα πέλαγά μας. Αν βρεθεί κανένα καράβι στο ταξίδι
της Γοργόνας, εκείνη το αρπάζει από την πλώρη του και ρωτά τους
ναυτικούς του:
-
Ζει ο βασιλιάς Αλέξανδρος;
-
Ζει
και βασιλεύει ή
-
Ζει
και βασιλεύει και τον κόσμο ειρηνεύει.
Τότε η Γοργόνα, από τη χαρά της γίνεται ωραία κόρη,
παύει τους ανέμους και τα κύματα, παίζει τη λύρα της και τραγουδά.
Απ’ αυτή μαθαίνουν οι ναύτες τους καινούργιους σκοπούς. Γι’ αυτό,
όταν ακουστεί κανένα καινούργιο τραγούδι, λένε πως αυτός που το
τραγουδά τα’ άκουσε από τη Γοργόνα. Αν, όμως οι ναύτες δεν ξέρουν
και κάμουν το λάθος να πουν πως ο βασιλιάς Αλέξανδρος πέθανε, τότε η
Γοργόνα δίνει μια με την ουρά της, πετά το καράβι ψηλά και το
τσακίζει ή φεύγει με θρήνους και μοιρολόγια. Από τα κλάματά της
σηκώνεται φοβερή φουρτούνα, που πνίγει το καράβι και τους ναύτες
του.»
Εκτός από της Γοργόνας, πολύ γνωστή είναι και η παράδοση για το Γιούσουρι,
από την οποία εμπνεύστηκε ο Καρκαβίτσας για να γράψει το ομότιτλο
διήγημά του.
Το Γιούσουρι
«Το γιούσουρι είναι δέντρο, που φυτρώνει στο βυθό της θάλασσας με κορμό
και κλαδιά χωρίς φύλλα. Είναι ζωντανό και για να το κόψει κανείς
πρέπει να το βρει στον ύπνο του.
Ένα γιούσουρι, μεγάλο σαν πλατάνι, βρίσκεται στον κόλπο του Βόλου. Τούτο
το γιούσουρι είναι στοιχειωμένο. Μόνο ένας σφουγγαράς, κάποτε,
κατάφερε να κόψει μόνο ένα κλαδί απ’ αυτό.
Το γιούσουρι έχει κιτρινοπράσινο χρώμα. Όταν βγει απ’ το νερό μαυρίζει
σιγά – σιγά. Στα Ιεροσόλυμα κάνουν σταυρούς και κομπολόγια απ’ αυτό.
Μοσχομυρίζει τόσο που ανασταίνει. Όταν κάποιος είναι πολύ λυπημένος
και το κρατάει αυτό σκάει. Έπειτα πάλι μαγεύει.»
Ηλιάδου Κασσιανή,
Θεοδοσίου Βασιλική
Σελίδου Ελίζα, Φωτιά Αναστασία
Ο Κλήδονας
(Τρίπολη)
Την παραμονή του Αι Γιάννη του Ριγανά, εις τας ένδεκα η ώρα κοντά τα
μεσάνυχτα, πήγε μια κόρη στη βρύση να φέρει το αμίλητο νερό. Στο
γυρισμό της όμως μερικοί πειρασμοί βάλθηκαν να την τρομάξουν, για να
φωνάξει και να χάσει το αμίλητο νερό τη δύναμή του.
επαραμίνεψαν λοιπόν, κι έξαφνα παρουσιάζονται εμπρός της και της λεν.
«Μίλα, γιατί σε σκοτώνουμε» και της έριξαν μερικές τουφεκιές.
Η κόρη όμως ούτε εφοβήθη, ούτε εφώναξε, αλλά έτσι καθώς είχε τη
στάμνα στο κεφάλι επροχώρησε, και με το χέρι τους έκαμε νόημα να
φύγουν. Εκείνοι όμως δεν άκουσαν, και τότε η κόρη επαρακαλέσθη στον
άγιον, και ο άγιος τους εμαρμάρωσε. Και έτσι ετράβηξεν η κόρη το
δρόμο της, και σαν έφθασε στο σπίτι, έβαλε τα σημάδια στη στάμνα,
την εσκέπασε, την εσφράγισε και την απόθεσε στα κεραμίδια, για να
κατεβούν οι Νεράιδες τη νύχτα ν’ αγιάσουν το νερό.
Αφού τα έκαμεν όλα, είπε τι της συνέβη στο δρόμο. όσοι τ’
άκουσαν έκαμαν το σταυρό τους για το θάμα του αγίου, και είπαν εις
την κόρη να τους πάει στο μέρος που μαρμάρωσαν οι πειρασμοί. Η κόρη,
επειδή ήταν πολύ σκοτάδι και δεν ημπόρει να έβρει το μέρος, άναβε
φωτιές στο δρόμο (και από τότε εβγήκε η συνήθεια ν’ ανάφτουν φωτιές
τ’ Αι Γιαννιού) . ήβρε λοιπόν το μέρος και τους το
έδειξε. Οι συντρόφοι της όμως άμα είδαν τους πειρασμούς, που είχαν
αναζήσει και εχόρευαν, ετρόμαξαν και έφυγαν τρεχάτοι στο χωριό.
και στο δρόμο, για να μην πατήσουν τις φωτιές τις επηδούσαν.
Κι απ’ αυτό έμεινε να πηδούν τις φωτιές τ’ Αι Γιαννιού.
Το αθάνατο νερό
(Λάστα του δήμου Μυλάοντος της Γορτυνίας)
Το αθάνατο νερό έβγαινε ψηλά σ’ ένα βράχο κι έπεφτε
χάμω, αλλά στον κατεβασμό εγινότανε αχνός. αν έβανε
κανείς αγγειό, για να το πιάσει, το τρούπαγε. Μόνο στο
νύχι αστεράτου αλόγου που δεν εκαλλιγώθη επιανότανε.
αλλά δεν ήτανε δυνατό να ευρεθεί νύχι αστεράτου και ακαλλίγωτου
αλόγου, ώστε κανείς δεν το ‘πιε, και γι’ αυτό ούλοι πεθαίνουμε. Το
αθάνατο νερό ήτανε ψηλά στα βουνά του Καλαβρύτου, όπου τώρα η θέση
λέγεται Καταφύγιο, γιατί εκεί εκαταφέγανε ούλοι, δίχως όμως να
πετυχαίνουν και το σκοπό τους.
Το νερό της αλησμονιάς
(Λάστα του δήμου Μυλάοντος της Γορτυνίας)
Κάθε άνθρωπος άμα πεθάνει, παγαίνει στον Κάτω κόσμο. Εκεί κλαίει και
κόβεται που πέθανε, γιατί ο απάνω κόσμος του φαίνεται γλυκός. Οι
άλλοι πεθαμένοι γελάνε που τον βλέπουνε και κάνει έτσι. Τούτο
γίνεται μια μέρα σε κάθε πεθαμένονε. Έπειτα τον λυπόνται.
και τον πάνε σε μια βρύση και του λένε να πιει νερό. Αφού πιει νερό,
αμέσως αλησμονάει κι εκείνος τον απάνω κόσμο και γελάει με εκείνους
πώρχονται την άλλη μέρα. Τούτο γίνεται σ’ ούλους τους πεθαμένους.
Ο γιος του ποιητή, Άλκης, πέθανε το 1898 σε ηλικία τεσσάρων ετών.