Ένας από τους σπουδαιότερους νεοέλληνες ποιητές. Είναι αρκετά δύσκολος
ποιητής της νέας ελληνικής ποίησης. Καταγόταν από την Κωνσταντινούπολη,
γεννήθηκε και έζησε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Είναι οπαδός της
αλεξανδρινής σχολής και πρωτοπόρος της μοντέρνας ποίησης με ελεύθερο και
«ακατάστατο» στίχο, μακριά από την ποιητική παράδοση. Τα ποιήματά του είναι
στοχαστικά, ιστορικά, ηδονιστικά και συμβολικά.
Το έργο του και η ζωή του απασχόλησαν πλήθος μελετητών της λογοτεχνίας
μας και, παρά τον όγκο και το μεγάλο αριθμό βιβλίων και περιοδικών, τα οποία
τυπώθηκαν γύρω από το όνομά του, εξακολουθεί και σήμερα να υπάρχει «πρόβλημα
Καβάφη», δηλαδή να θεωρείται ότι το έργο του έχει ακόμα πολλές πλευρές για
μελέτη και διευκρίνιση.
Η ζωή του
Η ζωή του Καβάφη ούτε πολυδαίδαλη ούτε πολυτάραχη ήταν. Μοιάζει τη ζωή
ενός έντιμου χρηματομεσίτη, ο οποίος σαν έκανε ένα κομπόδεμα που του επέτρεπε
να ζει χωρίς να δουλεύει, τραβήχτηκε στο ήσυχο σπιτάκι του και εκεί περνούσε
τις ημέρες του.
Γεννήθηκε τον Απρίλιο του 1863 στην Αλεξάνδρεια, την πόλη της Αιγύπτου
με την πλούσια ελληνική ιστορική μνήμη. Οι γονείς του, ο πατέρας του Πέτρος και
η μητέρα του Χαρίκλεια, το γένος Φωτιάδη, ήταν μέλη αρχαίας ελληνικής
οικογένειας Κωνσταντινουπολιτών που είχε μεταναστεύσει στην Αλεξάνδρεια από το
1840. Ο πατέρας του ήταν έμπορος και μάλιστα με ανθηρά οικονομικά.
Από νήπιο ακόμα τον έστειλαν στην Αγγλία και για το λόγο αυτό τα
Αγγλικά ήταν η πρώτη του γλώσσα. Στο μεταξύ πέθανε ο πατέρας του και δέκα
χρονών γύρισε στην Αλεξάνδρεια και παρακολουθούσε μαθήματα σ’ ένα λύκειο, ενώ
ταυτόχρονα μελετούσε συστηματικά λογοτεχνία και ιστορία. Τότε άρχισε να
μαθαίνει τα ελληνικά φοιτώντας σ’ ένα ελληνικό εκπαιδευτήριο. Τα ελληνικά ποτέ
δεν τα έμαθε στην εντέλεια. Όσοι τον γνώρισαν από κοντά εύρισκαν στην ομιλία
του μια ελαφριά οξφορδιανή προφορά.
Για πολύ λίγο διάστημα αποχωρίστηκε την αγαπημένη του Αλεξάνδρεια. Στο
Λονδίνο και στο Λίβερπουλ έζησε από το 1877 έως το 1879, όπου μελέτησε πολύ την
αγγλική λογοτεχνία, και από το 1882 έως το 1884 έζησε στην Κωνσταντινούπολη,
όπου έμενε η οικογένεια του παππού του. Το 1897 ταξίδεψε για λίγο στο Παρίσι,
όπου μάλιστα δημοσίευσε το πρώτο του ποίημα. Στην Ελλάδα ήρθε μόνο δύο φορές
και για λίγο διάστημα. Το 1903 και το 1932. Το 1932 υποβλήθηκε σε εγχείρηση του
φάρυγγα, γιατί έπασχε από καρκίνο. Πέθανε το 1933 στην Αλεξάνδρεια.
Το έργο του
Ο Καβάφης ήταν μια παράξενη
φύση ανθρώπου. Μια παραξενιά και ιδιοτυπία που καθρεφτίζεται και στη ζωή και
στο έργο του. Έγραψε μόνο ποιήματα μα και αυτά δεν τα τύπωσε σε συλλογές και
ούτε τα κυκλοφόρησε κατά το γνωστό τρόπο. Όσο ζούσε, έγραφε τα ποιήματά του σε
φύλλα χαρτιού και μερικές φορές τύπωνε ένα ή περισσότερα αντίγραφα και τα
χάριζε στους φίλους και θαυμαστές του. Μερικές φορές τα ποιήματα που με αυτόν
τον τρόπο κυκλοφορούσε, τα αχρήστευε, γιατί τα ξανάγραφε και τα διόρθωνε. Έτσι
τα ποιήματα κυκλοφορούσαν σε λίγους ανθρώπους.
Έγραψε πολλά ποιήματα που είχαν θέματα παρμένα από την αρχαία και
βυζαντινή ιστορία και από την Αλεξάνδρεια, την πόλη που αγαπούσε πολύ. Στη
νεανική του ηλικία μας έδωσε ποιήματα που δείχνουν ένα μέτριο ποιητή, αντίθετα
μ’ εκείνα που έγραψε όταν ήταν σε προχωρημένη ηλικία και που δείχνουν την
πολυμάθεια και τη συνέπεια του ποιητή.
Τα έργα του δυσκολονόητα και βαθιά σε νοήματα έχουν μια πρωτοτυπία στη
γλώσσα, στο μέτρο και στο περιεχόμενο. Η γλώσσα του είναι δημοτική και
καθαρεύουσα ανάμεικτη με ιδιωματισμούς. Αναγνωρίζουμε απ’ αυτά έναν ποιητή
γεμάτο ευγένεια σκέψης και ψυχής που τη μεταδίδει στα ποιήματά του τα πλούσια
σε λυρισμό και πάθος. Μια ομάδα ποιημάτων, τα διδακτικά, είναι βαθύτατα
φρονιματιστικά («Θερμοπύλες», «Ιθάκη», «Απολείπειν ο Θεός Αντώνιον» κ.ά.).
Το ποιητικό έργο του Καβάφη είναι περιορισμένο σε έκταση. Τύπωσε μόνο
δύο ποιητικές συλλογές με τον τίτλο «Ποιήματα». Θεωρείται σήμερα και στην
Ελλάδα και διεθνώς μεγάλος ποιητής. Τα ποιήματά του έχουν μεταφραστεί σ’ όλες
σχεδόν τις ευρωπαϊκές γλώσσες.
ΘΕΡΜΟΠΥΛΕΣ
Τιμή σ’ εκείνους όπου στην ζωήν των
όρισαν και φυλάγουν Θερμοπύλες,
ποτέ από το χρέος μη κινούντες.
Δίκαιοι κι ίσοι σ’ όλες των τες πράξεις,
αλλά με λύπη κιόλας κ’ ευσπλαχνία
γενναίοι οσάκις είναι πλούσιοι κι όταν
είναι φτωχοί, πάλ’ εις μικρόν γενναίοι,
πάλι συντρέχοντες όσο μπορούνε,
πάντοτε την αλήθεια ομιλούντες,
πλην χωρίς μίσος για τους ψευδομένους.
Και περισσότερη τιμή τους πρέπει,
όταν προβλέπουν (και πολλοί προβλέπουν)
πως ο Εφιάλτης θα φανεί στο τέλος,
κι οι Μήδοι επιτέλους θα διαβούνε.
ΙΘΑΚΗ
Σαν βγεις στον πηγαιμό για την Ιθάκη
να εύχεσαι να ‘ναι μακρύς ο δρόμος,
γεμάτος περιπέτειες, γεμάτος γνώσεις.
Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας,
τον θυμωμένο Ποσειδώνα μη φοβάσαι,
τέτοια στο δρόμο σου ποτέ σου δε θα βρεις,
αν μέν’ η σκέψη σου υψηλή, αν εκλεκτή
συγκίνησις το πνεύμα και το σώμα σου αγγίζει.
Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας,
τον άγριον Ποσειδώνα δεν θα συναντήσεις,
αν δεν τους κουβαλείς μεσ’ την ψυχή σου,
αν η ψυχή σου δεν τους στήνει εμπρός σου.
Να εύχεσαι να ‘ναι μακρύς ο δρόμος.
Πολλά τα καλοκαιρινά πρωιά να είναι
που με τι ευχαρίστηση με τι χαρά
θα μπαίνεις σε λιμένας πρωτοιδομένους
να σταματήσεις σ’ εμπόρεια φοινικικά
και τες καλές πραμάτιες ν’ αποκτήσεις
σεντέφια και κοράλλια, κεχριμπάρια κι
έβενους,
και ηδονικά μυρωδικά κάθε λογής,
όσο μπορείς πιο άφθονα ηδονικά μυρωδικά.
Σε πόλεις αιγυπτιακές πολλές να πας,
να μάθεις και να μάθεις απ’ τους
σπουδασμένους.
Πάντα το νου σου να ‘χεις στην Ιθάκη.
Το φθάσιμον εκεί είν’ ο προορισμός σου.
Αλλά μη βιάζεις το ταξίδι σου διόλου.
Καλύτερα χρόνια πολλά να διαρκέσει
και γέρος πια ν’ αράξεις στο νησί,
πλούσιος με όσα κέρδισες στο δρόμο,
μη προσδοκώντας πλούτη να σε δώκει η Ιθάκη.
Η Ιθάκη σ’ έδωσε το ωραίο ταξίδι.
Χωρίς αυτήν δεν θα ‘βγαινες στον δρόμο.
Αλλά δεν έχει να σε δώσει πια.
Κι αν φτωχική την βρεις, η Ιθάκη δεν σε
γέλασε.
Έτσι σοφός που έγινες, με τόση πείρα,
ήδη θα το κατάλαβες οι Ιθάκες τι σημαίνουν.
ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΣΚΑΛΙ
Εις τον Θεόκριτο παραπονιούνταν
μια μέρα ο νέος ποιητής Ευμένης.
«Τώρα δυο χρόνια επέρασαν που γράφω
κι ένα ειδύλλιο έκαμα μονάχα.
Το μόνον άρτιόν μου έργον είναι.
Αλλοίμονον, είν’ υψηλή, το βλέπω
πολύ υψηλή της Ποιήσεως η σκάλα.
κι απ’ το σκαλί το πρώτο εδώ που είμαι
ποτέ δεν θ’ ανεβώ ο δυστυχισμένος».
Είπ’ ο Θεόκριτος. «Αυτά τα λόγια
ανάρμοστα και βλασφημίες είναι.
Κι αν είσαι στο σκαλί το πρώτο, πρέπει
να ‘σαι υπερήφανος κι ευτυχισμένος.
Εδώ που έφθασες, λίγο δεν είναι.
τόσο που έκαμες, μεγάλη δόξα.
Κι αυτό ακόμη το σκαλί το πρώτο
πολύ από τον κοινό τον κόσμο απέχει.
Εις το σκαλί για να πατήσεις τούτο
πρέπει με το δικαίωμά σου να ‘σαι
πολίτης εις των ιδεών την πόλη.
Και δύσκολο στην πόλη εκείνην είναι
και σπάνιο να σε πολιτογραφήσουν.
Στην αγορά της βρίσκεις Νομοθέτας
που δεν γελά κανένας τυχοδιώκτης.
Εδώ που έφθασες, λίγο δεν είναι.
τόσο που έκαμες, μεγάλη δόξα».
ΟΣΟ ΜΠΟΡΕΙΣ
Κι αν δεν μπορείς να κάμεις την ζωή σου
όπως την θέλεις,
τούτο προσπάθησε τουλάχιστον
όσο μπορείς: μην την εξευτελίζεις
μες στην πολλή συνάφεια του κόσμου,
μες στις πολλές κινήσεις κι ομιλίες.
Μην την εξευτελίζεις πιαίνοντάς την,
γυρίζοντας συχνά κι εκθέτοντάς την
στων σχέσεων και των συναναστροφών
την καθημερινήν ανοησία,
ως που να γίνει σα μια ξένη φορτική.