ΓΙΑΤΙ ΤΟ ΛΕΜΕ

«Μ’ έκανε άνω κάτω»

Όταν, για πρώτη φορά, ο Χριστόφορος Κολόμβος προσπάθησε ν’ αποδείξει στην Ακαδημία της Σαλαμάγκας, ότι η γη είναι όμοια με αιωρούμενη σφαίρα, κάποιος σοφός της εποχής εκείνης διάβασε μια περικοπή από ένα χειρόγραφο του επισκόπου Λακταντίου, που πέθανε στα 1430: «Τις εστί τοσούτον μωρός, ώστε να πιστεύει εις την ύπαρξιν αντιπόδων ανθρώπων, δηλαδή εχόντων τους πόδας εστραμμένους προς τους ημετέρους ή λαού βαδίζοντος με τους πόδας μεν προς τον ουρανόν, την κεφαλήν δ’ επί της γης, ενώ τα πράγματα είσίν άνω κάτω, η δε βροχή, η χιών και η χάλαζα να εξακοντίζονται εις τον αέρα;», δηλαδή «Ποιος είναι τόσο ανόητος, που να πιστεύει στην ύπαρξη ανάποδων ανθρώπων, δηλαδή ανθρώπων που έχουν τα πόδια τους στραμμένα προς τα δικά μας ή λαού που να βαδίζει με τα πόδια προς τον ουρανό και το κεφάλι προς τη γη, ενώ τα πράγματα είναι άνω κάτω, η δε βροχή, το χιόνι και το χαλάζι εξακοντίζονται στον αέρα;». Η παράγραφος αυτή έκανε τέτοια εντύπωση, ώστε από τότε έμειναν οι φράσεις: «άνω κάτω» ή «μ’ έκανες άνω κάτω».

*       *       *

«Το ‘χω βάρος στην ψυχή μου»

Αυτόν που τον βαραίνει η συνείδησή του, μεταχειρίζεται τη φράση «το ‘χω βάρος στην ψυχή μου».

Η φράση ξεκινάει από το εξής έθιμο:

Όταν δύο τσακωνόντουσαν, αυτός που προκαλούσε τον καβγά, έπαιρνε μια πέτρα ή ένα βαρύ αντικείμενο και δείχνοντάς το στον άλλο, του έλεγε: «το παίρνεις βάρος στην ψυχή σου;» Αν ο άλλος απαντούσε: «το παίρνω», προσθέτοντας: «να ‘χω το Χριστό αντίδικο στη δευτέρα παρουσία», τότε σταματούσε η φιλονικία, γιατί γινόταν πιστευτός ο όρκος.

Τουναντίον, αν ο προκαλούμενος δεν ήθελε να πει τα παραπάνω, τότε με τη βοήθεια των παρισταμένων, αναγκαζόταν να πληρώσει την αξία του πράγματος για το οποίο φιλονικούσαν! 

(Από το βιβλίο του Τάκη Νατσούλη «Λέξεις και φράσεις παροιμιώδεις»)

Σαββίδου Έλλη (ΣΤ΄ Τάξη)

 

 

 

Την σελίδα αυτή σχεδίασε ο Κιοσσές Γιώργος