ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

«Πώς έγινε ο Αι Βασίλης»

Μια φορά κι έναν καιρό ο Βασίλης, ένα αγόρι 25 χρονών, πήγε μαζί με τον πατέρα του στο δάσος, για να κόψουν ξύλα. Εκεί είδε πολλά ζώα και του άρεσαν πολύ. Τότε είπε στον πατέρα του:

Πατέρα μπορούμε να πιάσουμε μερικά από αυτά τα ζώα και να τα πάρουμε στο σπίτι μας;

Απαντάει ο πατέρας του:

Μα, αγόρι μου, εσένα θα ήθελες να σε παίρνανε από το σπίτι μας και να σε πηγαίνανε σε μια φυλακή;

Μάλλον έχεις δίκιο, πατέρα. Δε θα μου άρεσε καθόλου κάτι τέτοιο.

Γύρισαν στο σπίτι τους με τα ξύλα για το τζάκι. Ο Βασίλης παίρνει ένα μαχαίρι κι ένα ξύλο και αρχίζει να το σκαλίζει. Μετά από πολύ ώρα είχε κάνει μια γάτα. Έπειτα πήρε και άλλο ξύλο και έκανε ένα αρκουδάκι και συνέχισε φτιάχνοντας και άλλα πολλά.

Είχαν πια έρθει τα Χριστούγεννα και ο Βασίλης είχε φτιάξει πολλά ομοιώματα ζώων από ξύλο και σκέφτηκε, αφού είχαν έρθει τα Χριστούγεννα, να τα μοιράσει στα παιδιά. Η μητέρα του και ο πατέρας του τού είπαν ότι η ιδέα του ήταν καταπληκτική και ότι θα έδινε χαρά στα παιδιά. Πήρε, λοιπόν, ένα τσουβάλι και έβαλε μέσα όσα ομοιώματα ζώων είχε κάνει. Πήγε σε πολλά σπίτια και έδωσε χαρά στα παιδιά αλλά και στους γονείς τους.

Όταν οι νεράιδες είδαν ότι έδωσε χαρά σε πολλούς ανθρώπους, αποφάσισαν να του δώσουν δυο δώρα. Το δώρο της αθανασίας και το δώρο να μπαίνει από τις καμινάδες, αλλά άμα δε χωράει να μπει να μπαίνει σαν τον άνεμο. Τα παιδιά τον ονόμασαν Αι Βασίλη.

Αντωνιάδου Τασία (ΣΤ΄ Τάξη)

* * *

«Ο Ρήκτορ, ο κοκκινομύτης τάρανδος»

Μια φορά υπήρχε ένα κοπάδι από ταράνδους που ήταν του Αι Βασίλη. Ένας τάρανδος που τον λέγανε Ρήκτορ δεν έπαιζε με τους άλλους τάρανδους κρυφτό, γιατί είχε μια κόκκινη μύτη και προδινόταν μόνος του. εκτός από αυτό το κορόιδευαν και ο Ρήκτορ πληγωνόταν. Έτσι αποφάσισε να φύγει μακριά.

Ένα ξημέρωμα ο Ρήκτορ έφυγε κρυφά - κρυφά και πήγε σ’ ένα δάσος. Όταν ο Αι Βασίλης πήγε να ταΐσει τους ταράνδους του, είδε ότι ο Ρήκτορ έλειπε. Έστειλε τότε τους βοηθούς του τους νάνους να πάνε να τον βρουν, γιατί χωρίς τον Ρήκτορ δε θα μπορούσε να πάει την Πρωτοχρονιά να μοιράσει τα δώρα στα παιδιά.

Οι νάνοι πήγαν στο δάσος, αλλά δεν τον βρήκαν. Ο Ρήκτορ είχε κρυφτεί μέσα σε μια σπηλιά, και ήταν παρέα με μια αρκούδα.

Το άλλο πρωί ο Αι Βασίλης έστειλε ξανά τους νάνους να ψάξουν για το Ρήκτορ, γιατί είχαν μείνει δύο μέρες για την Πρωτοχρονιά. Αλλά και πάλι οι νάνοι δεν βρήκαν το Ρήκτορ. Είχε βγει βόλτα με την αρκούδα στο δάσος.

Ο Αι Βασίλης είχε στείλει το βράδυ πάλι τους νάνους. Ήταν η τελευταία μέρα για να τον ψάξουν, γιατί την άλλη μέρα ήταν Πρωτοχρονιά.

Η αρκούδα είπε στο Ρήκτορ ότι είχε πολύ σκοτάδι και ομίχλη και ότι έπρεπε να γυρίσουν στη σπηλιά. Ο Ρήκτορ αμέσως άναψε την κόκκινη μυτούλα του, φώτισε και μπόρεσαν να συνεχίσουν τη βόλτα τους. Τότε οι νάνοι είδαν κάτι κόκκινο, πήγαν κοντά και βρήκαν τον Ρήκτορ.

Οι νάνοι είπαν ότι πρέπει να γυρίσει πίσω, γιατί ο Αι Βασίλης δε θα μπορεί χωρίς αυτόν να πάει να μοιράσει τα δώρα και τα παιδιά θα περιμένουν. Ο Ρήκτορ είπε ότι θα γυρίσει πίσω μόνο αν οι άλλοι τάρανδοι σταματήσουν να τον κοροϊδεύουν. Οι νάνοι υποσχέθηκαν ότι θα εξηγούσαν στους άλλους τάρανδους ότι δεν είναι σωστό να κοροϊδεύουν.

Τελικά ο Ρήκτορ γύρισε πίσω και τον υποδέχτηκαν με μεγάλη χαρά. Ο Αι Βασίλης χάρηκε και οι τάρανδοι του ζήτησαν συγγνώμη.

Το άλλο βράδυ ο Αι Βασίλης έβαλε πρώτη θέση στο έλκηθρο το Ρήκτορ και του είπε να ανάψει την κόκκινη μυτούλα του, γιατί είχε πολύ ομίχλη. Έτσι μοίρασε χαρούμενος τα δώρα στα παιδιά.

Ηλιάδου Κασσιανή (ΣΤ΄ Τάξη)

* * *

«Η χώρα των Χριστουγέννων»

Το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων δύο μικρά κορίτσια, η Αγγελική και η Αγάπη, καθόντουσαν στο παράθυρο και ευχόντουσαν να ξυπνήσουν την επόμενη μέρα και να τα αντικρίσουν όλα άσπρα.

Ξαφνικά η μαμά τους τούς λέει:

Κορίτσια, ώρα για ύπνο.

Εντάξει, μαμά, είπαν τα δυο κορίτσια.

Πήγαν στα κρεβάτια τους και σε λίγο εμφανίστηκε από το πουθενά ένας χιονάνθρωπος έξω από το παράθυρό τους. Τα κορίτσια άνοιξαν έκπληκτα το παράθυρο.

Μα πώς; Αφού δεν έχει χιονίσει, είπε η Αγγελική.

Τι να σου πω, απάντησε η Αγάπη.

Κορίτσια, πιστεύετε στη χώρα των Χριστουγέννων; ρώτησε ο χιονάνθρωπος.

Τα κορίτσια ξαφνιασμένα απάντησαν πως δεν είχαν ακούσει τίποτα.

Θέλετε να πάμε να σας τη δείξω; ρώτησε ο χιονάνθρωπος.

Ναι, αλλά η μαμά; είπε η Αγάπη.

Δε θα καταλάβει τίποτε, αφού κοιμάται, είπε η Αγγελική.

Αφήστε τα λόγια και πάμε, γιατί τα πρωινά η χώρα των Χριστουγέννων δεν είναι τόσο ωραία, είπε ο χιονάνθρωπος.

Ξεκίνησαν για τη χώρα των Χριστουγέννων με ένα έλκηθρο που οδηγός του ήταν ποιος άλλος, ο Αι Βασίλης. Στο δρόμο έβλεπαν τα σπίτια και τους ανθρώπους πάρα πολύ μικρά.

Χωρίς να το καταλάβουν έφτασαν στη χώρα των Χριστουγέννων. Τα δύο κορίτσια έμειναν έκπληκτα από το ωραίο παλάτι που είδαν και ρώτησαν το χιονάνθρωπο:

Ποιανού είναι αυτό το ωραίο παλάτι;

Είναι όλων των κατοίκων της χώρας των Χριστουγέννων, είπε ο χιονάνθρωπος.

Υπάρχει βασιλιάς; ρώτησε η Αγγελική.

Υπάρχει μία πάρα πολύ όμορφη βασίλισσα, είπε ο χιονάνθρωπος.

Πάμε μέσα να δούμε, είπε η Αγγελική.

Εντάξει, είπε ο χιονάνθρωπος.

Μέσα στο παλάτι υπήρχαν πολλά ζώα, που έφτιαχναν παιχνίδια, πολλά καλικαντζαράκια, που όπως πάντα έκαναν ζαβολιές, και πάρα πολλά άλλα ωραία πράγματα. Αυτό που ξεχώρισαν, όμως, ήταν ένα κόκκινο χαλί που οδηγούσε σε έναν μεγάλο, χρυσό θρόνο, στον οποίο καθότανε η βασίλισσα.

Πάμε κοντά στη βασίλισσα, είπε ο χιονάνθρωπος.

Είναι πολύ καλή, είπε ο Αι Βασίλης.

Μπορεί να κάνει μαγικά; ρώτησε η Αγγελική.

Και βέβαια μπορεί! είπε ο χιονάνθρωπος.

Ε, τότε πάμε, είπαν μαζί τα δύο κορίτσια.

Έτρεξαν στη βασίλισσα και τη ρώτησαν:

Μεγαλειοτάτη, μπορείτε να μας κάνετε μια χάρη, ρώτησε η Αγγελική.

Τι χάρη; ρώτησε η βασίλισσα.

Να, αύριο το πρωί που θα είμαστε στο σπίτι μας, να χιονίσει, είπε η Αγάπη.

Αυτό ήταν όλο! Πολύ εύκολο! είπε η βασίλισσα. Ποιο είναι το χωριό σας;

Είναι το…

Κι εκεί που θα έλεγαν το χωριό τους, άκουσαν κάποια φωνή να τις φωνάζει.

Κορίτσια! Κορίτσια! Ξυπνήστε.

Ήταν η μαμά τους.

Πού είναι η χώρα των Χριστουγέννων; ρώτησαν τα κορίτσια.

Ποια χώρα των Χριστουγέννων; όνειρο βλέπατε. Τέλος πάντων σηκωθείτε να δείτε.

Τα κορίτσια κοίταξαν από το παράθυρό τους και με ένα στόμα φώναξαν:

Αααα! Χιόνισε! Χιόνισε!

Τα δύο κορίτσια είδαν ένα χιονάνθρωπο στην αυλή τους. Τους έκλεισε το μάτι και φώναξε:

Καλά Χριστούγεννα! Καλά Χριστούγεννα!!!

Τσιτλακίδου Αλεξάνδρα (ΣΤ΄ Τάξη)

* * *

«Το κορίτσι του χιονιού»

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν μια γριούλα που ήταν μόνη κι έρημη, δεν είχε παιδιά και ζούσε σ’ ένα μικρό σπιτάκι. Αυτά τα Χριστούγεννα θα ήταν πάλι μόνη. Μια μέρα, όμως, έκανε μια ευχή μπροστά στο ανοιχτό παράθυρο. Η ευχή της ήταν να είχε ένα παιδί και ας ήταν και από χιόνι. Καθώς έκανε την ευχή της, είδε ένα κορίτσι από χιόνι. Το βράδυ βγήκε και είδε ότι το κορίτσι είχε ζωντανέψει. Αυτή χάρηκε και φρόντισε το κορίτσι, αν και ήταν από χιόνι. Το αγάπησε και το ονόμασε Κορίτσι του Χιονιού. Ήταν ένα χαρούμενο κορίτσι και η γριούλα το αγαπούσε πολύ.

Τοπούζη Δέσποινα (ΣΤ΄ Τάξη)

 

 

Την σελίδα αυτή σχεδίασε ο Κιοσσές Γιώργος