Μια φορά κι έναν καιρό ζούσαν
δυο κορίτσια. Το ένα το έλεγαν Φραουλίτσα και το άλλο το έλεγαν
Χιονούλα. Μια μέρα τα δυο κορίτσια έχασαν τους γονείς τους από
χιονοστιβάδα.
Κάποια μέρα, όταν πήγαν να
μαζέψουν φρούτα, είδαν ένα δέντρο γεμάτο με μήλα και η Χιονούλα
είπε: «Γιατί δεν πάμε να μαζέψουμε μήλα απ’ αυτό το δέντρο;»
Πήγαν να μαζέψουν μήλα και το δέντρο μίλησε και είπε: «Γεια σας,
είμαι μια μηλιά μαγική. Φάτε από τον καρπό μου». Τα δυο κορίτσια
έφαγαν από τον καρπό της και έγιναν μάγισσες. Η Χιονούλα ήταν η
μάγισσα του χιονιού και η Φραουλίτσα η μάγισσα του καλοκαιριού.
Κάποτε η Χιονούλα αγάπησε ένα
άντρα που τον έλεγαν Πέτρο. Ο Πέτρος όμως αγαπούσε ένα άλλο
κορίτσι που το λέγανε Μαίρη. Η Χιονούλα θύμωσε τόσο, ώστε έκλεψε
τον Πέτρο και τον πήγε στο κάστρο. Η Μαίρη πήγε να βρει τον
Πέτρο, αλλά δεν τον βρήκε και πήγε να πεθάνει, γιατί νόμιζε ότι
πέθανε. Πήγε στη γέφυρα και πήδηξε μέσα στο νερό, για να πνιγεί.
Ο πατέρας της, όταν έμαθε ότι η κόρη του έπεσε στο ποτάμι, πήγε
εκεί αλλά τίποτα. Αφού δεν τη βρήκε, έστειλε ανθρώπους να την
ψάξουν.
Στο μεταξύ, το ποτάμι παρέσυρε
τη Μαίρη στο σπίτι της Φραουλίτσας. Επειδή είχε χάσει τη μνήμη
της, η Φραουλίτσα της είπε ψέματα ότι είναι η μητέρα της. Λίγο
καιρό μετά η Μαίρη βρήκε τη μνήμη της και το έσκασε από τη
Φραουλίτσα. Πήγε στο κάστρο αλλά δεν μπορούσε να μπει μέσα,
γιατί υπήρχε μια αρκούδα. Σκέφτηκε να πετάξει μια πέτρα και η
αρκούδα πήγε να δει ποιος είναι. Η Μαίρη μπήκε μέσα και πολέμησε
με τη μάγισσα. Φυσικά νίκησε η μάγισσα αλλά η Μαίρη είχε μια
ιδέα. Να βγει ο ήλιος και να λιώσει, αφού ήταν από πάγο. Ζήτησε
από τη Φραουλίτσα να βγάλει τον ήλιο, αφού ήταν η μάγισσα του
καλοκαιριού, και, επειδή συμπαθούσε πολύ τη Μαίρη, της έκανε τη
χάρη και μόλις βγήκε ο ήλιος η Χιονούλα πέθανε. Η Μαίρη πήγε
ελευθέρωσε τον Πέτρο, παντρεύτηκαν και ζήσαν καλά και εμείς
καλύτερα.