Μάιος 2005

Αρ. Φύλλου 77

Έτος 9ο

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Εργατική Πρωτομαγιά – Το πρωτομαγιάτικο στεφάνι

19η Μαΐου – Ημέρα μνήμης για τη Γενοκτονία των Ποντίων

Μια συνέντευξη από μια γριούλα, πρόσφυγα του Πόντου

5η Ιουνίου. Παγκόσμια ημέρα περιβάλλοντος. Οι υδάτινοι πόροι, η διαχείρισή τους και ο περιορισμός της σπατάλης νερού

Ηράκλεια 2005 – Εκπαιδευτική επίσκεψη στην Έδεσσα

Η παρουσίαση των προγραμμάτων της Ευέλικτης Ζώνης

Ας γνωρίσουμε τις διάφορες θρησκείες - Οι μαθητές της ΣΤ΄ τάξης σας προτείνουν να διαβάσετε

Γιατί το λέμε; - Τα ναι και τα όχι

Ο Λούκουλος τρώει ελιές – Τα μαγικά τριαντάφυλλα - Τα χρωματιστά όνειρα

Γιατί το λέμε; Διασκεδάστε μαθαίνοντας

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ

 

 

 

 

Ο Λούκουλος τρώει  ελιές

Ζούσε κάποτε στη ζούγκλα με τις ροδακινιές και τις κερασιές ένας μικρός μα πολύ λαίμαργος ελέφαντας. Ήταν άσπρος σαν το χιόνι μα του άρεσε να τρώει. Επειδή ήταν τόσο πολύ λιχούδης και έτρωγε ότι έβρισκε οι φίλοι του τον ονόμαζαν Λούκουλο. Μια μέρα επισκέφτηκε την πιτσαρία της φίλης του Ναμού. Η Ναμού, ήταν η πιο ξακουστή μαϊμού σε όλη τη ζούγκλα , γιατί έφτιαχνε τις πιο νόστιμες πίτσες.

-          Νόστιμες που φαίνονται, είπε μόλις έφτασε, και τι ωραία που μυρίζουν! 

Έδωσε παραγγελία και κάθισε κάτω από ένα μπανανόδεντρο. Έφαγε με λαιμαργία τις εννιά πίτσες που παράγγειλε και τις έξι δώρο από τη φίλη του τη Ναμού. Στην τελευταία πίτσα είδε κάτι μικρά μαύρα και ρωτά:

-          Τι είναι αυτά εδώ;

-          Ελιές λέγονται και μου τις έφερε ο καπετάν Κοκκινοτρίχης. Τις έκλεψε από τα νησιά της Ελλάδας και δεν ήξερα τι να τις κάνω. Έτσι τις έβαλα στις πίτσες.

-          Τις βρίσκω εξαιρετικές , είπε ο Λούκουλος.

-          Τότε να σου δώσω τρία δοχεία για να έχεις, είπε η Ναμού.

-          Ευχαρίστως .

Και πριν προλάβει να καταλάβει τι έγινε σε λίγο ο Λούκουλος είχε αδειάσει τα δυο δοχεία .Αλλά δεν του έφτανε που παραφούσκωσε, άρχισε να αλλάζει και το χρώμα του και να βγάζει κάτι περίεργα σημάδια στο σώμα .Όσο μπορούσε πιο γρήγορα πήρε το δρόμο για το γιατρό. Στο δρόμο όλοι γελούσαν μαζί του, γιατί είχε γίνει ασπρόμαυρος. Όταν έφτασε στο δόκτωρα Ρίνο τον ρινόκερο, ξάπλωσε και έβαλε τα κλάματα. Ο γιατρός τον εξέτασε και του είπε:

- Μη στεναχωριέσαι! Έχεις γεμίσει ελιές!

- Μα εγώ τις έφαγα!

- Ναι, αλλά αυτές είναι ελιές του σώματος. Θα σου κάνω μια μικρή επέμβαση και σε λίγο καιρό θα είσαι και πάλι καλά .

Έτσι έγινε και ο Λούκουλος ξαναβρήκε το χαμόγελο του και φυσικά την όρεξη του!!!                                      


 

Στέλιος Μουχτάρης (Δ΄ Τάξη)

 

Τα μαγικά τριαντάφυλλα

Σε έναν όμορφο κήπο, ζούσαν όλα τα λουλούδια. Υπήρχαν από όλα τα είδη και όλα μαζί ανθισμένα ήταν υπέροχα Στη μέση αυτού του μοναδικού κήπου υπήρχαν τα πιο όμορφα κόκκινα τριαντάφυλλα. Ήταν τόσο όμορφα με κατακόκκινα απαλά πέταλα, αλλά ο βλαστός τους ήταν γεμάτα αγκάθια. Κανένας δεν τολμούσε να τα αγγίξει, μόνο ο κηπουρός του κήπου τα  άγγιζε. Τα τριαντάφυλλα είχαν φίλους όλα τα άλλα λουλούδια και τις πεταλούδες. Μια μέρα ένα κοριτσάκι έτρεξε να πάρει την μπάλα της που έπεσε στον κήπο. Ξαφνικά σταμάτησε μπροστά στα κόκκινα τριαντάφυλλα και χωρίς να το πολύ σκεφτεί προσπάθησε να κόψει ένα. Τότε τα χέρια της μάτωσαν και άρχισε να κλαίει. Από το πολύ κλάμα την λυπήθηκαν τα άλλα λουλούδια  μια μαργαρίτα της είπε :

-          Αυτά τα τριαντάφυλλα είναι μαγικά! Για να τα κόψεις θα πρέπει να αγαπάς τα λουλούδια και να το έχεις αποδείξει αυτό με πράξεις.

Το κοριτσάκι έφυγε τρέχοντας. Στο σπίτι της που πήγε η μητέρα της περιποιήθηκε τις πληγές της και τη συμβούλεψε να αγαπάει τα λουλούδια γιατί είναι τα πιο όμορφα πράγματα στον κόσμο. Μετά από μερικές μέρες η μητέρα της αρρώστησε και έπρεπε να μείνει για κάμποσες μέρες στο νοσοκομείο. Η μικρή έπρεπε να κάνει  τις δουλειές  του σπιτιού. Στο μπαλκόνι του σπιτιού της είχαν και αρκετές γλάστρες με λουλούδια. Με τον καιρό όμως τα λουλούδια είχαν μείνει απότιστα και άρχισαν να μαραίνονται. Η μικρούλα τα λυπήθηκε και θυμήθηκε τα λόγια της μητέρας της καθώς και τα λόγια της μαργαρίτας. Άρχισε να τα περιποιείται λίγο λίγο. Κάθε μέρα τα λουλούδια ζωντάνευαν όλο και περισσότερο και άρχισαν να βγάζουν καινούρια άνθη. Όταν επέστρεψε η μητέρα της η έκπληξη που αντίκρισε ήταν πολύ μεγάλη. Οι γλάστρες ήταν γεμάτες ανθισμένα λουλούδια και το σπίτι περιποιημένο. Η μικρούλα χαρούμενη βγήκε έξω να παίξει με τις φίλες της μα η μπάλα πάλι έπεσε στον όμορφο κήπο. Τότε έτρεξε πάλι να την πάρει και κοντοστάθηκε για λίγο μπροστά στα τριαντάφυλλα. 

- Έλα κοντά και κόψε ένα από τα τριαντάφυλλα μου, είπε η τριανταφυλλιά.

- Σε ευχαριστώ μα …

- Έμαθα πως είσαι πολύ καλό κορίτσι και πως βοήθησες τους φίλους τα λουλούδια που έχετε στις γλάστρες να ανθίσουν.

- Δεν έκανα δα και κάτι σπουδαίο, είπε η μικρούλα .

- Αυτό που έκανες είναι το πιο σημαντικό για όλα τα λουλούδια. Έλα κόψε ένα μπουμπούκι μου.

- Ευχαριστώ, αλλά το μόνο που θα ήθελα είναι να γίνουμε φίλοι και να έρχομαι εδώ να μυρίζω τα κατακόκκινα άνθη σου. 


 

Ευαγγελία Παρασκευαΐδου, Ραφαηλία Παρασκευαΐδου (Δ΄ Τάξη)

Τα χρωματιστά όνειρα

Ζούσε κάποτε σε μια πολύ όμορφη πολιτεία την Χρωματούπολη ένας μάγος πολύ κακός. Το όνομά του ήταν Αρπάχρωμας και μισούσε τα χρώματα. Μισούσε ότι ήταν χρωματιστό. Πιο πολύ όμως μισούσε τα χρωματιστά όνειρα. Μια μέρα εκεί που ξάπλωνε στην μαύρη πολυθρόνα του, άρχισε να σκέφτεται πώς να εξαφανίσει τα χρώματα και τα όμορφα πολύχρωμα όνειρα που βλέπουν οι κάτοικοι της Χρωματούπολης. Είχε σκοπό να εξαφανίσει τα χρώματα και να απλώσει παντού το γκρι, το αγαπημένο του χρώμα. Μια ιδέα του καρφώθηκε στο μυαλό του και έτρεξε αμέσως στο εργαστήριο του. Μπήκε μέσα και μετά από έξι βδομάδες σκληρής δουλειάς είχε ετοιμάσει το μαγικό όπλο του. Είχε ετοιμάσει ένα γκρι μαξιλάρι. Μέσα αντί για πούπουλα είχε βάλει γκρι ουρές αρουραίων, γκρίζο χώμα από πεδίο μάχης, μαύρα δάκρυα μάνας που έχασε στον πόλεμο την οικογένεια της, γκρι μολυσμένο αέρα και μαύρα φτερά νυχτερίδας. Το μαξιλάρι αυτό το μοίρασε δωρεάν στους κατοίκους της Χρωματούπολης και μέρα με τη μέρα οι κάτοικοι άρχισαν να χάνουν το χρώμα τους, τη διάθεση τους μέχρι και τον ύπνο τους. Εκεί που όλα ήταν πολύχρωμα και όμορφα άρχισε σιγά σιγά να απλώνεται το γκρι χρώμα του μάγου. Ο δάσκαλος του σχολείου μαζί με τους μαθητές του ήταν απογοητευμένοι και πολύ στεναχωρημένοι. Τότε αποφάσισαν κι αυτοί να κάνουν κάτι για να αλλάξει η πολιτεία τους. Άρχισαν να ζωγραφίζουν όμορφα και πολύχρωμα πράματα. Τα χρώματα όμως δεν ήταν αρκετά για να βάψουν όλη την πολιτεία τους.

Ξαφνικά μια μέρα και ενώ τα παιδιά δεν ήξεραν τι να κάνουν, πέταξαν πάνω από τα κεφαλάκια τους ένα χελιδόνι κι ένα περιστέρι.

- Να η λύση, φώναξε η Χριστίνα. Θα παρακαλέσουμε τα πουλιά να μας φέρουν χρώματα! Χρώματα πολλά που θα καλύψουν το γκρι και θα έχουμε πάλι πίσω τα χρώματα μας.

Έτσι και έκαναν. Τα πουλιά δέχτηκαν με προθυμία και σε λίγη ώρα άρχισαν να φέρνουν ένα ένα πίσω τα χρώματα. Έφεραν το κόκκινο χρώμα από την αγάπη, το κίτρινο χρώμα από μια ηλιακτίδα του ήλιου, το πράσινο χρώμα από ένα φύλλο ελιάς, το γαλάζιο από το πέπλο του ουρανού, το μπλε από τα γαλανά νερά της θάλασσας, λίγο μοβ από ένα μικρό συννεφάκι. Τα πουλιά στο τέλος έδωσαν κι από ένα φτερό τους, ένα μαύρο κι ένα άσπρο. Σε λίγο τα χρώματα πλημμύρισαν την Χρωματούπολη και λύθηκαν τα μάγια του μάγου Αρπάχρωμα. Όλα έγινα όμορφα όπως ήταν πριν και όλοι χαίρονται τα χρώματα και κυρίως τα όνειρα τους είναι και πάλι πολύχρωμα και χαρούμενα.


 

Χριστίνα Ηλιάδου, Ντομένικο Μάλι (Δ΄ Τάξη)

 

 

 

Την σελίδα αυτή σχεδίασε ο Κιοσσές Γιώργος