|
Τραγούδια
Η ΑΛΕΠΟΥ ΚΑΛΟΓΡΙΑ
Π οίηση: Γεώργιος Δροσίνης
Μουσική: Νότης Μαυρουδής
Σαν δεν είχε τι να φάει
μία αλεπού πονηρεμένη
αποφάσισε να πάει
και καλόγρια να γένει.
Τρεις κοκόροι που δεν έχουν
στο κεφάλι λίγη γνώση
την πιστεύουνε και τρέχουν
την ευχή τους να τους δώσει.
Μπαίνουν μέσα στο κελί της
τους ξομολογά εκείνη
και κουνεί την κεφαλή της
και συγχώρηση τους δίνει.
Και χωρίς να χάσει ώρα
καθώς ήταν πεινασμένη
τους αρπάζει – κι είναι τώρα
και οι τρεις συγχωρεμένοι.
Και η αλεπού τους κλαίει,
τους μοιρολογά και λέει:
Έτσι της παθαίνουν όσοι
έχουνε κοκόρου γνώση!
Ο ΠΟΝΤΙΚΟΥΛΗΣ
Ποίηση: Ζαχαρίας Πασπαντωνίου
Μουσική: Νότης Μαυρουδής
Στο σκοτάδι μαστορεύουν πέντε ποντικοί.
Τι σκεπάρνια! Τι πριόνια! Τι μαστορική!
Σε ντουλάπι νοικοκύρη βάλθηκαν να μπουν
κρατς! ο ένας, κριτς! ο άλλος, κόβουν και τρυπούν.
Είναι νύχτα και στο σπίτι το ‘ριξαν βαριά.
Ετεμπέλιασεν ο γάτος δίπλα στη φωτιά.
Μόνο η φάκα στο ντουλάπι κάθετε ξυπνή
κι αφουγκράζεται τον κλέφτη κι ώρες αγρυπνεί.
Με τα δόντια τους ανοίξαν τρύπα φοβερή,
Να τους! Μπαίνουν ένας ένας, βόσκουν στο τυρί,
παξιμάδια ροκανίζουν στο γλυκό
βουτούν κουβεντιάζουν, σουλατσάρουν, σιγοπερπατούν.
Κι ο μικρός ο Ποντικούλης, που όλο τριγυρνά,
μες στη φάκα μπαινοβγαίνει και τηνε κουνά.
Φραπ! εκείνη τον γραπώνει και τον έχει εκεί.
Για τους πέντε ο Ποντικούλης μπήκε φυλακή.
Τ’ ΑΗΔΟΝΙ
Ποίηση: Ναπολέων Λαπαθιώτης
Μουσική: Νότης Μαυρουδής
Κάποιο βραδάκι του Μαγιού,
μες της χρονιά κρυμένο
το πιο μονάχο της χρονιάς,
κι ίσως το πιο θλιμμένο,
την ώρα που ετοιμάζονταν
να κοιμηθούν οι κλώνοι,
δίχως αιτία, ξαφνικά,
τρελάθηκε τ’ αηδόνι!
Πολλές φορές, αναγερτοί
στον πλάτανο αποκάτου
ακούγαμε τις τρίλιες του
και τα πιπίσματά του
συχνά πάλι, γυρίζοντας
τις ώρες που βραδιάζει,
τ’ ακούσαμε, τις πιο γλυκές
στροφές του ν’ αραδιάζει:
μα σαν εκείνη τη βραδιά,
σ’ εκείνο το πλατάνι,
τέτοιο τραγούδι ξόφρενο
ποτέ δεν είχε κάνει…
Κι όπως τραβούσα πάρωρα,
στη μοναξιά του δρόμου,
αναπολώντας μυστικά
δεν ξέρω ποιον καημό μου,
πουλάκι του μεσονυχτιού,
πουλάκι της ερήμου,
ήρθ’ η φωνή σου, σύχαρα,
και πήρε την ψυχή μου…
Κι ήταν η νύχτα διάφανη,
κι έλαμπε αγάλια η πούλια
είχαν σωπάσει, από νωρίς,
τ’ άλλα τα νυχτοπούλια,
και μεσ’ απ’ τα άστρα τα νωθρά,
που φέγγαν σα βελούδα,
όλ’ η νυχτιά, παθητικά,
σου φώναζε: Τραγούδα!
Κι ήμουν κι εγώ και σ’ άκουγα,
χωρίς να σε χορταίνω,
το βράδυ που τρελάθηκες,
πουλάκι αγαπημένο…
Η ΣΥΝΕΛΕΥΣΗ ΤΩΝ ΠΟΝΤΙΚΩΝ
Στίχοι – Μουσική: Χάρης και Πάνος Κατσιμίχας
Σ’ ένα υπόγειο στην πλατεία Αβησσυνίας
συγκεντρωθήκαν τα ποντίκια μια φορά
για να σκεφτούν πώς θα γλυτώσουν μια για πάντα
από του γάτου τον αιώνιο βραχνά.
Το συζητάγανε ημέρες και ημέρες
μα τελικά δεν καταλήξαν πουθενά
και είχαν όλοι πια συνειδητοποιήσει
ότι κομπλάρησε η συνέλευση γερά.
Τότε πετάγετ’ ένας νεαρός και λέει:
«βρήκα τη λύση του προβλήματος, παιδιά,
θα πλησιάσουμε την ώρα που κοιμάται
και θα του δέσουμε κουδούνα στην ουρά».
Κι όλοι φωνάξαν: «μπράβο, αυτό είναι, συμφωνούμε»
και πέρασε η πρότασή του παμψηφί
μα ένας γέρος ποντικός τους λέει: «δικαίωμα»
και θέτει την εξής ερώτηση:
«Άμα μου λύσετε αυτή την απορία,
τότε δε θα ‘χω αντίρρηση καμιά.
Ποιος από σας τολμάει το γάτο να ζυγώσει
να του κρεμάσει την κουδούνα στην ουρά;»
Και από τότε έχουν περάσει χίλια χρόνια
και ακόμα ο γάτος τα ποντίκια κυνηγά
που πά να πει ότι δε βρέθηκε κανένας
να του κρεμάσει την κουδούνα στην ουρά.
Όλες οι λύσεις είναι φίνες και ωραίες
τότε και μόνο όταν είναι εφικτές.
Μα σαν δεν έχεις κότσια να τις εφαρμόσεις
άσε καλύτερα καθόλου μην τις λες.
|
|