ΔΙΟΝΥΣΟΣ
Θεός των αρχαίων Ελλήνων. Λέγεται
και Βάκχος. Αποκαλείται «χάρμα βροτοίσι», δηλαδή «χαρά των
θνητών», και Λυναίος, δηλαδή αυτός που απαλλάσσει από τους
πόνους. Τον έλεγαν ακόμη και «ιατρομάντιν» και «σωτήρα», γιατί
απέδιδαν στο κρασί θεραπευτικές ιδιότητες. Προκαλώντας την
ευθυμία και την έμπνευση, είναι φίλος των Μουσών και των
Χαρίτων. Είχε ακόμα το επίθετο «Μελπομένος».
Ήταν γιος του
Δία και της Σεμέλης, κόρης του βασιλιά της Θήβας Κάδμου. Ήταν
θεός των αμπελιών και του κρασιού και συμβόλιζε τη βλάστηση,
αλλά και τη χαρά και τη διασκέδαση.
Λατρευόταν στην αρχή από τους
Έλληνες, αργότερα όμως και από άλλους λαούς.
Οι μύθοι γύρω από το Διόνυσο
είναι πολλοί και διαφέρουν σημαντικά μεταξύ τους. Παρόλα αυτά η
επίδραση του θεού αυτού στην ανάπτυξη του ελληνικού πολιτισμού
ήταν πολύ γόνιμη, εφόσον απ’ τον 6ο αιώνα π. Χ. και
ύστερα η τέχνη, η θρησκεία και η ποίηση βρίσκονταν κάτω απ’ τη
δική του ισχυρή επίδραση.
Οι περιπέτειες του Διόνυσου
άρχισαν μάλιστα πριν από τη γέννησή του! Λίγο προτού γεννηθεί, η
θεά Ήρα, που ζήλεψε τη Σεμέλη, την έπεισε να ζητήσει από το Δία
να της φανερώσει τη θεϊκή του μεγαλοπρέπεια. Κατ’ άλλους, μόνη
της η Σεμέλη ζήτησε από το Δία αυτή τη χάρη. Όπως και να ‘ναι,
όμως, ο πατέρας των θεών και των ανθρώπων παρουσιάστηκε μπροστά
της με τους κεραυνούς και τις αστραπές του και η Σεμέλη δεν
μπόρεσε ν’ αντέξει τη φοβερή λάμψη, έπιασε φωτιά και κάηκε. Όμως
ο Διόνυσος, που ήταν ακόμα έμβρυο, έπεσε από τη μητέρα του και
για να τον σώσει ο Δίας, τον πήρε και τον έραψε στο μηρό του
ποδιού του, για να συμπληρώσει εκεί την εννιάμηνη κύηση. Κι όταν
ήρθε η ώρα της κανονικής γέννησής του, ο μεγάλος θεός τον
έστειλε με τον Ερμή στις Νύμφες και στις Ώρες, για να τον
μεγαλώσουν. Μετά από κάποιο διάστημα ο Διόνυσος παραδόθηκε στις
Μούσες και στο σάτυρο Σιληνό, γιο του Ερμή και της Γης, για να
συνεχίσουν την ανατροφή του.
Ο Σιληνός τον μεγάλωσε σε μια
σπηλιά, που ήταν τριγυρισμένη από καταπράσινες κληματαριές. Μια
μέρα ο Διόνυσος έκοψε ένα τσαμπί σταφύλι από τις κληματαριές και
το ‘φαγε. Τόσο πολύ του άρεσε, ώστε έδωσε και στο Σιληνό, στις
Μούσες, στις Δρυάδες και στ’ άλλα στοιχειά του βουνού και του
δάσους. Έτσι, ζαλίστηκαν όλοι από το γλυκό μυρωδάτο καρπό, ήρθαν
σε κέφι και ντύθηκαν όλοι με κληματόφυλλα και τσαμπιά με
σταφύλια, χορεύοντας και τραγουδώντας. Αρχηγός της πομπής αυτής
ήταν ο Διόνυσος και τον ακολουθούσαν οι άλλοι. Όταν κατέβηκαν
απ’ το βουνό όπου ήταν η σπηλιά, συνέχισαν το δρόμο τους σε
πολλές πολιτείες και χωριά, τραγουδώντας και χορεύοντας
συνέχεια. Έτσι, πολλοί άνθρωποι μαγεύτηκαν από την εύθυμη αυτή
πομπή κι εγκαταλείποντας τα σπίτια τους, την ακολούθησαν. Απ’
αυτό η φήμη του θεού εξαπλώθηκε στα πέρατα της γης και όλοι τον
αγάπησαν, γιατί συμβόλιζε τη χαρά, το κέφι, τη διασκέδαση και τη
βλάστηση.
Η Ήρα, όμως, που αντιπαθούσε το
Διόνυσο, έστειλε εναντίον του ένα δράκο με δυο κεφάλια. Ο θεός
κατάφερε να τον πνίξει πριν του κάνει κακό. Στη συνέχεια η Ήρα
τον έκανε μισότρελο και τον καταδίκασε να τρέχει από τόπο σε
τόπο. Έτσι, έφτασε κάποτε στη Νάξο. Αλλά κι εκεί η Ήρα έστειλε
τους Τυρρηνούς πειρατές, οι οποίοι τον συνέλαβαν και τον έδεσαν
στο κατάρτι του πλοίου με αλυσίδες. Ο θεός, όμως, έκανε το
κατάρτι να βλαστήσει και να γίνει κλήμα, ενώ έσπασε τις αλυσίδες
και καταδίωξε τους πειρατές. Κι αυτοί, για να γλιτώσουν, έπεσαν
στη θάλασσα και ο Διόνυσος τους μεταμόρφωσε σε δελφίνια. Στη
συνέχεια η Ρέα τον θεράπευσε από την τρέλα του και τον μύησε στα
μυστήρια της λατρείας της.
Ο Διόνυσος δίδαξε όλον τον κόσμο
πώς να καλλιεργεί το αμπέλι και να φτιάχνει το κρασί. Το ίδιο
έκανε και με το βασιλιά Ικάριο στην Αττική, στη σημερινή περιοχή
Διόνυσος. Όμως οι βοσκοί του Ικάριου μέθυσαν και τον σκότωσαν
και γι’ αυτό η κόρη του κρεμάστηκε απ’ τον καημό της.
Κάποτε ο βασιλιάς της Θράκης
Μίδας περιποιήθηκε πολύ στο παλάτι του το Σιληνό και γι’ αυτό ο
Διόνυσος τον ρώτησε τι ήθελε να του δώσει για ανταπόδοση. Ο
Μίδας τότε του απάντησε πως ήθελε να γίνεται χρυσάφι ό,τι
έπιανε. Ο Διόνυσος του εκπλήρωσε αυτή του την επιθυμία, αλλά
έτσι ο Μίδας έγινε δυστυχισμένος, αφού δεν μπορούσε ούτε να φάει
ούτε να πιει τίποτα. Γι’ αυτό ζήτησε απ’ το θεό να τον απαλλάξει
από το φοβερό τούτο μαρτύριο. Ο Διόνυσος τότε του είπε ότι για
να λυθεί η ιδιότητά του, έπρεπε να λουστεί στον ποταμό Πακτωλό.
Από τότε ο ποταμός αυτός έχει κομμάτια χρυσού στον πάτο του.
Το Διόνυσο δεν τον λάτρευαν
μονάχα σαν θεό αγροτικό και οινοδότη. Η λατρεία του, από τους
Ορφικούς, ήταν αυστηρή και εκδηλωνόταν με μυστικές τελετές, όπου
οι μύστες, όπως λέγονταν εκείνοι που τον λάτρευαν και έπαιρναν
μέρος στα μυστήρια αυτά, έτρωγαν ωμό κρέας.
Ο Διόνυσος, κατά τους Ορφικούς,
ήταν γιος του Δία και της Περσεφόνης προτού ακόμα την απαγάγει ο
Πλούτωνας. Ο Δίας μάλιστα έδωσε το θρόνο του στο Διόνυσο, αλλά
οι Τιτάνες, που τους ερέθισε η ζηλιάρα Ήρα, επιτέθηκαν εναντίον
του Διόνυσου και μετά από σκληρό αγώνα, τον σκότωσαν και τον
έκοψαν δεκατέσσερα κομμάτια.
Η Αθηνά, όμως, παίρνοντας την
καρδιά που χτυπούσε ακόμη, την έδωσε στο Δία που την κατάπιε και
γέννησε ξανά το γιο του που είχε σκοτωθεί απ’ τους Τιτάνες.
Δάσκαλοι και σύντροφοι του
Διόνυσου ήταν οι Κένταυροι και άλλοι αγροτικοί δαίμονες: οι
Πανίσκοι, οι Σιληνοί και οι Σάτυροι που από τότε ήταν οι μόνιμοι
ακόλουθοι του θεού στην περιοδεία του στον κόσμο.
Η λατρεία του Διόνυσου δεν
περιορίστηκε στα ελληνικά σύνορα, αλλά επεκτάθηκε σχεδόν σ’ όλον
τον κόσμο, κι αυτό γιατί η χαρά, το κέφι, η ευθυμία που
συμβόλιζε, πάντοτε τραβούσαν τον άνθρωπο. Σ’ αυτό συνετέλεσαν,
βέβαια και τα πολλά ταξίδια του Διόνυσου καθώς και η πολύ στενή
επαφή του με τους ανθρώπους, πράγμα που δεν έκαναν οι άλλοι
Ολύμπιοι θεοί.
Από τις γιορτές, που έκαναν οι
αρχαίοι, για να τον τιμήσουν, τα γνωστά σ’ όλους μας Διονύσια,
γεννήθηκε το θεατρικό δράμα.
Στην Αθήνα τον αγαπούσαν και τον
τιμούσαν ιδιαίτερα. Τον θεωρούσαν προστάτη του θεάτρου. Κοντά
στην Ακρόπολη σώζονται, ακόμη και σήμερα, τα ερείπια του θεάτρου
του Διόνυσου, που χτίστηκε γύρω στα 330 π. Χ.
Χαραλαμπίδης
Γιάννης (ΣΤ΄ Τάξη)
Αντωνιάδου Άννα, Γιαπράκης
Μάκης (Ε΄ Τάξη)
Ο μεγαλύτερος κωμικός ποιητής
της αρχαιότητας.
Γεννήθηκε στην Αθήνα το 452 και
πέθανε το 385 π. Χ. Ο πατέρας του λεγόταν Φίλιππος και η μητέρα
του Τηνοδώρα. Τον έλεγαν και «Αιγινήτη» επειδή, όταν οι Αθηναίοι
πήραν την Αίγινα το 430 π. Χ. και τη μοίρασαν σε κληρούχους
πολίτες της, πήρε ένα κομμάτι γης και ο πατέρας του Αριστοφάνη
που ήταν ένας από αυτούς και εγκαταστάθηκε εκεί. Ο Αριστοφάνης
έζησε όλη του τη ζωή σχεδόν στην Αίγινα, αφιέρωσε όμως όλη τη
δραστηριότητά και τις δυνάμεις του για την Αθήνα. Ο Αριστοφάνης
έζησε την εποχή του Πελοποννησιακού πολέμου, που κράτησε 27
ολόκληρα χρόνια, από το 431 μέχρι το 404 π. Χ. Ήταν η πιο
τραγική εποχή, όταν η Αθήνα, που ήταν ως τότε το πνευματικό
κέντρο της Ελλάδας και βρισκόταν στην κορυφή της ακμής της,
έπεσε νικημένη από τη Σπάρτη. Ο Αριστοφάνης ήταν κτηματίας και
όπως όλοι οι άνθρωποι που ανήκαν σ’ αυτή την τάξη, ήταν και
αυτός ειρηνόφιλος και συντηρητικός. Νοσταλγούσε το παρελθόν και
τα παλιά ήθη. Ο Αριστοφάνης έβλεπε με πολύ μεγάλη στενοχώρια
τους νεωτερισμούς που είχαν επικρατήσει, όπως ήταν η πολυτέλεια,
η επίδειξη, οι νέοι που πήγαιναν στους σοφιστές για να μάθουν
πράγματα που θα τους κατέστρεφαν, οι δημαγωγοί, δηλαδή ανάξιοι
πολιτικοί που με τα λόγια τους παρέσυραν το λαό μόνο και μόνο
για να πάρουν στα χέρια τους την εξουσία. Για να πολεμήσει αυτή
την κατάσταση χρησιμοποίησε τη σάτιρα στις κωμωδίες του.
Ο
Αριστοφάνης παντρεύτηκε νωρίς και απέκτησε τρεις γιους, το
Φίλιππο, το Νικόστρατο και τον Αραρότα. Ο τελευταίος ήταν κι
αυτός κωμικός ποιητής και με το όνομα του Αριστοτέλη δίδαξε στα
τελευταία χρόνια της ζωής του τις κωμωδίες του «Κώκαλον» και «Αιολοσίκωνα».
Ο Αραρώς δίδαξε και δικά του πρωτότυπα έργα.
Ο Αριστοφάνης εμφανίστηκε στο
θέατρο 25 χρονών με το πρώτο του έργο «Δαιταλείς» που θα πει
«Γλεντοκόποι». Το έργο παρουσίασαν στη σκηνή οι φίλοι του γιατί
σύμφωνα με ένα έθιμο της Αθήνας κανείς δεν μπορούσε να δώσει το
έργο του στο θέατρο αν δεν είχε κλείσει τα 30 χρόνια.
Δεν γνωρίζουμε πόσα ακριβώς έργα
είχε συγγράψει ο Αριστοφάνης. Πάντως, οι Αλεξανδρινοί λόγιοι
γνώριζαν 44 έργα, από τα οποία τα 4 τα θεωρούσαν νόθα. Από τα
έργα εκείνα έχουν διασωθεί 11 κωμωδίες, οι εξής (με χρονολογική
σειρά): Αχαρνείς (425 π. Χ), Ιππείς (424 π. Χ.), Νεφέλες (423 π.
Χ.), Σφήκες (422 π. Χ.), Ειρήνη (421 π. Χ.), Όρνιθες (414 π.
Χ.), Θεσμοφοριάζουσες (411 π. Χ.), Λυσιστράτη (411 π. Χ.),
Βάτραχοι (405 π. Χ.), Εκκλησιάζουσες (392 π. Χ.) και Πλούτος
(388 π. Χ.).
Ο Αριστοφάνης ήταν βαθύς γνώστης
της εποχής του και ψυχολόγος. Γι’ αυτό κατόρθωσε να απεικονίσει
άριστα την ψυχοσύνθεση των συμπολιτών του, ώστε τα έργα του να
θεωρούνται πιστός πίνακας της αττικής ζωής και βαθιά μελέτη και
σπουδή της κοινωνίας του καιρού του. Αριστοκρατικών αντιλήψεων,
βασικά συντηρητικός και νοσταλγός του παρελθόντος, ήταν ωστόσο
ανεξάρτητος στις κρίσεις του, αν και είχε κι εκείνος τις
προκαταλήψεις του. Δεν έβλεπε π. χ. με καλό μάτι τις νέες τάσεις
της εποχής του και ασκούσε εναντίον τους δριμεία κριτική και
πολεμική με καταπληκτική όμως ποιητική δεξιοτεχνία. Καυτηρίαζε
ιδιαίτερα τους δημαγωγούς (Κλέωνα κ.λπ.) και τους σοφιστές,
χωρίς να εξαιρεί ούτε τον Σωκράτη, ο οποίος ωστόσο υπήρξε
σφοδρός πολέμιος των σοφιστών. Ήταν εναντίον της συνέχισης του
Πελοποννησιακού πολέμου. Τον απεχθανόταν ο ποιητής, πρώτα πρώτα
γιατί στερούσε από τους συμπολίτες του τα πολύτιμα υλικά αγαθά
της ζωής.
Η ποιητική εξάλλου δύναμη του
Αριστοφάνη λάμπει κυρίως στα χορικά (τραγούδια του χορού) των
κωμωδιών του.
Γενικά, ο Αριστοφάνης θεωρείται
ο μεγαλύτερος κωμικός ποιητής του αρχαίου κόσμου και οι κωμωδίες
του παίζονται ακόμη και σήμερα με πολλή επιτυχία, όχι μονάχα
στην Ελλάδα, αλλά και στο εξωτερικό.
Λίγα λόγια για τα σπουδαιότερα
έργα του:
Αχαρνείς
(425 π. Χ.):
Είναι μία από τις καλύτερες κωμωδίες του. Σ’ αυτήν ο ποιητής με
κάθε τρόπο ζητά την ειρήνη. Με τον πρωταγωνιστή της κωμωδίας,
τον αγρότη και ειρηνόφιλο Δικαιόπολη, έρχεται σε αντίθεση ο
τολμηρότατος πολεμιστής Λάμαχος, που τραυματισμένος στη μάχη
επιστρέφει σε άθλια κατάσταση και προκαλεί το γέλιο των θεατών.
Η κωμωδία πήρε το όνομα της από το χορό, που τον αποτελούν
χωρικοί Αχαρνείς.
Ειρήνη (421 π. Χ.):
Το θέμα της είναι ίδιο με το θέμα της κωμωδίας «Αχαρνείς». Σ’
αυτήν, διακωμωδώντας την πολυπραγμοσύνη και τη φιλοπόλεμη τάση
των Ελλήνων, υποστηρίζει την Ειρήνη, την οποία διαπραγματεύονταν
οι Αθηναίοι και οι Λακεδαιμόνιοι μετά το θάνατο του Κλέωνα και
του Βρασίδα και η οποία πραγματοποιήθηκε ύστερα από λίγο με το
Νικία.
Όρνιθες (414 π. Χ.):
Σ’ αυτή δύο πολίτες Αθηναίοι, για να αποφύγουν τους συκοφάντες και
τους δημαγωγούς της πατρίδας τους, προσφεύγουν στους όρνιθες
(πουλιά) και προσπαθούν να κατασκευάσουν ανάμεσα στη Γη και στον
Ουρανό μία φανταστική πόλη, τη «Νεφελοκοκκυγίαν». Αλλά, κατά τον
κωμικό, στην Αθήνα τόσο αφθονούσαν οι φαύλοι και διεφθαρμένοι,
ώστε και την εναέρια αυτή πόλη θα γέμιζαν, αν δεν διώχνονταν από
αυτήν. Έτσι ο ποιητής διακωμωδεί τους συκοφάντες και τους κόλακες
του δήμου, καθώς και τις θεωρίες για νέα πολιτεύματα. Η φαντασία
και η λυρική μελωδία βρίσκουν την αποθέωσή τους εδώ.
Λυσιστράτη (411 π. Χ.):
Η ηρωίδα αυτή, θέλοντας να συμφιλιώσει τους Έλληνες που
αλληλοσκοτώνονται, συγκάλεσε συνέλευση γυναικών από την
Πελοπόννησο και τη Βοιωτία. Γιατί, κατά τη γνώμη της, η σωτηρία
της Ελλάδας εξαρτάται από την ικανότητα των γυναικών, αφού οι
άνδρες αποδείχτηκαν ανίκανοι να σταματήσουν τον αιματηρό πόλεμο.
Βάτραχοι (405 π. Χ.):
Στην κωμωδία αυτή ο Αριστοφάνης μετά το θάνατο των τριών μεγάλων
τραγικών, διοργανώνει στον Άδη ποιητικό διαγωνισμό, στον οποίο, με
πρόεδρο το Διόνυσο, διεκδικούν τα πρωτεία της τραγικής τέχνης ο
Αισχύλος και ο Ευριπίδης. Ο Αριστοφάνης με πολλή λεπτότητα κρίνει
τους δύο τραγικούς. Τελικά ο Διόνυσος ανακηρύσσει νικητή τον
Αισχύλο, τον οποίο φέρνει στο φως της ζωής, αντί του Ευριπίδη.
Πλούτος (388 π. Χ.):
Εδώ διακωμωδείται η κακή διανομή του Πλούτου, που, επειδή είναι
τυφλός, πηγαίνει στους κακούς. Αλλά ένας χρηστός πολίτης, ο
Χρεμύλος, συναντά τον τυφλό θεό, θεραπεύει τα τυφλά του μάτια και
εκείνος δίνει τα πλούτη του στους αγαθούς και τους κακούς τους
κάνει φτωχούς. Στην κωμωδία αυτή ο ποιητής δε διακωμωδεί ορισμένα
πρόσωπα, αλλά καταστάσεις και άτομα, όπως στις
Εκκλησιάζουσες.
Βασιλειάδης Άγγελος, Σιδηρόπουλος
Γιώργος (ΣΤ΄ Τάξη)
Παπαδόπουλος Κώστας (Ε΄ Τάξη)
|
|