«Η αλεπού και ο σκύλος»
Μια αλεπού μπήκε κάποτε σ’ ένα
μαντρί με τη σκέψη ν’ αρπάξει κανένα μικρό αρνάκι. Εκεί που ‘χε
πιάσει ένα νεογέννητο κι ετοιμαζόταν να το πνίξει, την είδε ο
τσοπανόσκυλος. Η κυρά – Μαριώ δεν τα ‘χασε, μόνο έκανε πως το
ντάντευε.
-
Τι κάνεις αυτού κυρά – Μαριώ; ρώτησε σοβαρά ο
τσοπανόσκυλος.
-
Να, δε βλέπεις κουμπάρε; Χαϊδεύω τούτο το χαριτωμένο
αρνάκι, γιατί πολύ μου αρέσει, μα την αλήθεια!
-
Μα την αλήθεια, είπε ο τσοπανόσκυλος, κι εγώ σου λέω πως
αν δεν αφήσεις ήσυχο τ’ αρνί, θα σου δείξω πώς είναι τα σκυλίσια
χάδια!
Η αλεπού, όταν κατάλαβε πως δεν
είχαν πέραση οι πονηριές της, έβαλε την ουρά κάτω από τα σκέλη
της κι έφυγε…
(Στον κατεργάρη, κατεργάρης και
μισός!)
* * *
«Η αλεπού και η μαϊμού»
Μια αλεπού και μια μαϊμού,
λογόφερναν για την αρχοντιά τους. η καθεμιά ήθελε να κάνει την
άλλη να πιστέψει πως ήταν από μεγάλο σόι. Η λογομαχία τράβαγε
του μάκρους, όταν έτυχε οι δυο κυράδες να περνάνε από ένα
νεκροταφείο. Άρχισε λοιπόν η καλή σου η μαϊμού ν’ αναστενάζει
και να δακρύζει.
-
Τι
έπαθες; τη ρώτησε η αλεπού. Γιατί σ’ έπιασαν ξαφνικά τα κλάματα;
-
Αχ! πώς να μην κλαίω, έκανε η μαϊμού, όταν βλέπω τις
μαρμαρένιες επιτάφιες στήλες τόσων ένδοξων προγόνων μου!
Γυρίζει τότε η αλεπού και της λέει:
-
Ε, τι να σου κάνω, κυρά – μαϊμού; Ό,τι θέλεις μπορείς να
λες! Οι πεθαμένοι που ‘ναι θαμμένοι σε τούτο το νεκροταφείο, δεν
μπορούν να σηκωθούν και να στις βρέξουν!
(Όταν δεν υπάρχει κανένας για να
ντροπιάσει τον ψεύτη για τις ψευτιές του, αυτός μπορεί να λέει
ανεμπόδιστος ό,τι του κατέβει!)
* * *
«Συμμαχία λύκων και σκυλιών»
Οι λύκοι κάποτε είπαν στα σκυλιά:
-
Τι λόγο έχουμε να μαλώνουμε αδιάκοπα; Μοιάζουμε τόσο, που
μπορούμε θαυμάσια να μονιάσουμε πια σαν αδέρφια. Στο μόνο που
διαφέρουμε, είναι στη γνώμη. Σ’ εμάς αρέσει η ελεύθερη ζωή, ενώ
εσείς είστε δούλοι των ανθρώπων. Κάθεστε να σας δέρνουν και να
σας δένουν με το λουρί και σεις τους φυλάτε τα πρόβατα και τους
γλείφετε τα χέρια. Ύστερα αυτοί, για το ευχαριστώ, σας πετούν τα
κόκαλα που δεν μπορούνε να φάνε οι ίδιοι. Αν, λοιπόν, θελήσετε
ν’ αλλάξετε γνώμη, παραδώστε μας τα κοπάδια. Θα τα ‘χουμε
συντροφικά και θα τρώμε ώσπου να χορτάσουμε.
Οι σκύλοι παραδέχτηκαν πως όλ’ αυτά
ήταν πολύ σωστά. Παράδωκαν λοιπόν τη στάνη στους λύκους, και
περίμεναν. Οι λύκοι όμως, όταν βρέθηκαν στη στάνη, πρώτα τα
σκυλιά σκότωσαν, για να τρώνε τα πρόβατα ανεμπόδιστοι.
(Αλίμονο σ’ εκείνους που τους
πλανεύουν τα λόγια του εχθρού, και τον αφήνουν να πατήσει τη
χώρα τους. Πρώτοι αυτοί θα πληρώσουν, γιατί η προδοσία ωφελεί
τον εχθρό, μα ο εχθρός δε συμπαθεί τους προδότες).
* * *
«Όνος άλας βαστάζων»
Ένας γάιδαρος περνούσε κάποιο
ποτάμι φορτωμένος αλάτι. Γλίστρησε όμως και έπεσε μέσα στο νερό
και καθώς έλιωσε το αλάτι, σηκώθηκε ελαφρότερος. Ευχαριστήθηκε
γι’ αυτό και όταν κάποια άλλη φορά περνούσε το ποτάμι φορτωμένος
σφουγγάρια, γλίστρησε επίτηδες, νομίζοντας ότι θα σηκωνόταν και
πάλι ελαφρότερος. Τα σφουγγάρια όμως ρούφηξαν νερό και ο
γάιδαρος, μη κατορθώνοντας να ξανασηκωθεί, πνίγηκε.
(Έτσι και μερικοί άνθρωποι
περιέρχονται σε συμφορά από τη δική τους πονηριά).
* * *
«Οδοιπόροι και πέλεκυς»
Δύο οδοιπόροι πήγαιναν μαζί. Ο ένας
από αυτούς βρήκε έναν πέλεκυ ( τσεκούρι) και τότε
ο άλλος του είπε: «ευρήκαμεν».
-
Να μη λες «ευρήκαμεν», είπεν ο πρώτος, αλλά «ευρήκα».
Ύστερα από λίγο τους συνάντησαν εκείνοι που είχαν χάσει τον
πέλεκυ και τότε εκείνος που τον είχε βρει, αισθανόμενος το εαυτό
του διωκόμενο είπε: «εχαθήκαμε».
-
Να μη λες «εχαθήκαμε» αλλά «εχάθηκα», απάντησε τότε ο
άλλος, γιατί και όταν τον ευρήκες δε μου είπες ότι θα τον έχουμε
μισό – μισό.
(Ο μύθος δηλώνει ότι εκείνοι που
δεν είχαν μερίδιο από ένα ευτυχές γεγονός, δεν μπορούν να είναι
πιστοί φίλοι στη συμφορά).