(Ο
Δον Κιχώτης ήταν ένας άρχοντας πολύ φτωχός σε λεφτά αλλά
πλούσιος σε φαντασία. Ζούσε στην Ισπανία, στην ξακουσμένη
επαρχία της Μάντσας. Όταν έφτασε σε ηλικία 50 χρόνων, αποφάσισε
να κλειστεί σ’ ένα δωμάτιο και άρχισε να διαβάζει ιπποτικά
μυθιστορήματα. Έφτασε να νομίζει ότι όλα αυτά που διάβαζε
γίνονταν πραγματικά. Επηρεάστηκε τόσο, που αποφάσισε να γίνει κι
αυτός ιππότης και να ζήσεις περιπέτειες. Θα σας διηγηθούμε
παρακάτω κάποιες από τις περιπέτειές του.)
Ο Δον Κιχώτης
είχε πάει με τον ιπποκόμο του το Σάντσο Πάντσα σ’ έναν κάμπο
στον οποίο υπήρχαν 40 περίπου ανεμόμυλοι. Μόλις τους είδε ο Δον
Κιχώτης, τους πέρασε για γίγαντες και είπε στον ιπποκόμο του:
-
Τους βλέπεις Σάντσο εκείνους τους τεράστιους γίγαντες;
Θέλω ν’ ανοίξω πόλεμο μαζί τους.
-
Μα ποιους γίγαντες λέτε, κύριε. Εγώ δε βλέπω γίγαντες
παρά ανεμόμυλους.
-
Εσύ Σάντσο δεν έχεις ιδέα από περιπέτειες γι’ αυτό γύρνα
πίσω και προσευχήσου για μένα, όση ώρα θα πολεμάω με τους
πελώριους γίγαντες.
Αφού τελείωσε τη συζήτηση με το
Σάντσο, σπιρούνιασε το Ροσινάντη, το γέρικο και κοκαλιάρικο
άλογό του, και έφυγε χωρίς να ακούσει κανέναν, γιατί είχε
πειστεί ότι οι ανεμόμυλοι είναι γίγαντες, ακόμα και όταν πήγε
κοντά τους.
Φτάνοντας κοντά τους άρχισε να
φωνάζει:
-
Μη φεύγετε άνανδρα και σιχαμένα πλάσματα.
Ξαφνικά άρχισε να φυσάει ένα ελαφρό
αεράκι και άρχισαν οι φτερούγες των ανεμόμυλων να γυρίζουν
γρήγορα. Ο Δον Κιχώτης, μετά απ’ αυτό, ρίχτηκε στη μάχη βάζοντας
μπροστά την ασπίδα του και με το κοντάρι του ήταν έτοιμος για να
χτυπήσει. Ανάγκασε το Ροσινάντη να καλπάσει εναντίον του
κοντινότερου ανεμόμυλου και του χτύπησε το ένα φτερό με το
κοντάρι του. Μόλις καρφώθηκε το κοντάρι, σηκώθηκε δυνατός αέρας
και σήκωσε το Δον Κιχώτη και το Ροσινάντη και τους πέταξε
μακριά.
Ο Σάντσο Πάντσα όρμησε με το
γαϊδουράκι του, για να βοηθήσει τον αφέντη του. Είδε πως είχε
ένα άσχημο πέσιμο και δεν μπορούσε καν να κουνηθεί. Ο Δον
Κιχώτης προσπαθούσε να μιλήσει και έλεγε στον ιπποκόμο του:
-
Σώπα, Σάντσο. Το επάγγελμα ενός ιππότη έχει πολλές
ατυχίες.
Στο τέλος ο Σάντσο τον βοήθησε να
σηκωθεί, τον έβαλε πάνω στο Ροσινάντη και έφυγαν για το Πορ –
Λαπίς συζητώντας.
(Ο Δον Κιχώτης
φτάνει στη Σιέρα Μορένα. Εκεί ανάμεσα σε άλλες περιπέτειες
λογομαχεί με έναν αρχιμανδρίτη για την αξία των ιπποτικών
μυθιστορημάτων. Ο αρχιμανδρίτης αμφισβητεί τη αλήθεια τους και ο
Δον Κιχώτης προσπαθεί να τον αντικρούσει.)
- Ώστε λοιπόν, κατά
τη γνώμη σας, όλα αυτά τα βιβλία που εγκρίθηκαν από βασιλιάδες
και που αρέσουν σε μικρούς και μεγάλους, αγράμματους και
γραμματιζούμενους ανθρώπους, δε σας φαίνονται τίποτ’ άλλο παρά
ψευτιές; … Μα πέστε μου δε θα χαιρόμασταν άμα βλέπαμε μια λίμνη
γεμάτη με βραστό ρετσίνι και εκεί μέσα να κολυμπούν φίδια,
σαλαμάντρες και άλλα άγρια ζώα; Και ξαφνικά ν’ ακουγόταν από
μέσα από τη λίμνη μια φωνή: «Ιππότη, που κοιτάζεις αυτή την
τρομερή λίμνη, δείξε το θάρρος σου για ν’ αποκτήσεις το θησαυρό
που κρύβεται στα σκοτεινά αυτά νερά, κάνε μια βουτιά. Αλλιώς δεν
είσαι άξιος». Ο ιππότης που θα άκουγε αυτή τη φωνή θα
προσευχόταν στο θεό και στην αγαπημένη του και θα έπεφτε χωρίς
να λογαριάσει τον κίνδυνο. Και ξαφνικά θα βρισκόταν σε μια
πεδιάδα που ο ουρανός θα είναι καθαρότερος, ο ήλιος λαμπρότερος,
τα πουλιά θα κελαηδούσαν και θα υπήρχε δροσιά…