Την Τετάρτη 5 Μαρτίου επισκεφτήκαμε
το Χώρο Τεχνών της Βέροιας για να παρακολουθήσουμε τη θεατρική
παράσταση «Ο γύρος του κόσμου σε 80 ημέρες». Έτσι αποφασίσαμε να
πάρουμε συνέντευξη από τον ηθοποιό κ. Μανόλη Σορμαϊνη, που στο
έργο έπαιζε το ρόλο του Ζαν Πασπαρτού.
ΕΡΩΤΗΣΗ: Γιατί
επιλέξατε να ανεβάσετε αυτό το έργο;
ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Καταρχήν δεν το
επέλεξα εγώ προσωπικά, δεν το επιλέγει ποτέ ο ηθοποιός, το
επιλέγει ένας ολόκληρος οργανισμός, το Δημοτικό Περιφερειακό
Θέατρο μαζί με το διευθυντή, το διοικητικό συμβούλιο,
αποφασίζουν να ανεβάσουν το έργο. Φαντάζομαι, λοιπόν, όχι
μιλώντας εκ μέρους τους, ότι επιλέχτηκε αυτό το έργο γιατί είναι
ένα έργο κλασσικού ρεπερτορίου, είναι το μυθιστόρημα του Ιουλίου
Βερν, που έχει πάρα πολλά να δώσει στους θεατές.
ΕΡΩΤΗΣΗ: Ποια είναι τα μηνύματα
που θέλετε να περάσετε μέσα απ’ αυτό;
ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Τα μηνύματα τα περνάει
το ίδιο το έργο και είναι η θέληση του ανθρώπου να κατακτήσει
κάτι που φαίνεται ακατόρθωτο. Παράλληλα αυτός είναι και ο
κεντρικός στόχος, ότι για να πετύχουμε κάτι στη ζωή χρειάζεται
πάρα πολύ η λογική, ο ορθολογισμός, αλλά πρέπει να ‘χουμε και
μια απέραντη φαντασία και να υπερβαίνουμε κάτι που υποβάλλεται
κάποιες φορές από την κοινή λογική. Η κοινή λογική έλεγε πως
είναι αδύνατο να γίνει ο γύρος του κόσμου κάτω από 90 ή 100
μέρες. Και λέει ο Φιλέας Φογκ ότι μπορεί ο άνθρωπος να πετύχει
κάτι παραπάνω. 80 ημέρες κι εκεί θα βάλω στοίχημα. Μέσα σ’ αυτό
το μήνυμα περνιέται και κάτι άλλο. Ακούγονται κάποιες ατάκες, να
τις προσέξατε: «Τα ‘χασα όλα τα λεφτά μου» και «δεν πειράζει αν
τα χάσεις όλα». Δηλαδή πηγαίνεις σ’ ένα στόχο και στο δρόμο –
μπορεί να μην πετύχεις το στόχο σου, δεν έχει καμιά σημασία, δεν
τον πετυχαίνουμε πάντα – μπορεί η προσπάθειά μας να μας βγάλει
σε άλλα μονοπάτια που να είναι επίσης καλά.
ΕΡΩΤΗΣΗ: Τι σας άρεσε
περισσότερο στο ρόλο που παίζετε;
ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Μου
άρεσε καταρχήν όλος ο ρόλος του Πασπαρτού. Είναι ένας
χαριτωμένος ρόλος. Είναι ένας άνθρωπος ο οποίος πιστεύει στο
αφεντικό του, το Φιλέα Φογκ, του συμπαραστέκεται, παράλληλα έχει
μάθει να χαίρεται και τις άλλες χαρές της ζωής, όπως είναι τα
μεθύσια, το φαγητό, οι πολλές γυναίκες, όλα αυτά, και μέσα σ’
όλα αυτά έχει προχωρήσει στη ζωή του. Παρόλα αυτά καταλαβαίνει,
έστω από ένστικτο ή από αγάπη, το στόχο του Φιλέα Φογκ και του
συμπαραστέκεται.
ΕΡΩΤΗΣΗ: Πώς αποφασίσατε να
γίνεται ηθοποιός; Ήταν το όνειρό σας από μικρός να ασχοληθείτε
με το θέατρο;
ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Πολλές φορές, όταν
ήμουνα νέος, ναι, ήθελα. Παρόλα αυτά εγώ πήρα τη απόφαση σε
μεγάλη ηλικία και 24 χρονών, γιατί έκανα άλλα πράγματα πριν. Αν
θέλεις από έλλειψη εμπιστοσύνης στον εαυτό μου, από οικονομική
ανασφάλεια – γιατί δεν είναι ένα επάγγελμα το οποίο σου
προσφέρεται για να γίνεις πλούσιος, το αντίθετο θα έλεγα, έχει
πολλές δυσκολίες. Στα πρώτα χρόνια λοιπόν σκέφτηκα πολλά. Στην
αρχή έλεγα απλώς μου άρεσε. Μετά σκέφτηκα ότι ίσως το κάνω από
ματαιοδοξία (μ’ αρέσει να είμαι γνωστός, να μ’ αναγνωρίζουν οι
άλλοι), πέρασα κι αυτό το στάδιο. Τώρα που κοντεύω 50 χρονών
σκέφτομαι ότι το κάνω γιατί μ’ αρέσει πάρα πολύ να επικοινωνώ με
τους άλλους ανθρώπους μ’ αυτόν τον τρόπο. Είναι ένας τρόπος
επικοινωνίας απ’ τη σκηνή, απ’ την οθόνη, με τους άλλους
ανθρώπους, γιατί εγώ ανεβαίνω στη σκηνή και παίζω κι εσείς
έρχεστε από κάτω και υπάρχει μια επικοινωνία. Αυτό με ευχαριστεί
πολύ.
ΕΡΩΤΗΣΗ: Σε ποια σχολή
σπουδάσατε και πόσα χρόνια;
ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Σπούδασα στη σχολή του
Λαϊκού Πειραματικού Θεάτρου του Λεωνίδα Τριβιζά. Η φοίτηση στη
Δραματική Σχολή είναι πάντα τριετής.
ΕΡΩΤΗΣΗ: Πόσα χρόνια κάνετε αυτό
το επάγγελμα;
ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Από το 1978. περίπου
25 χρόνια.
ΕΡΩΤΗΣΗ: Ποια είναι τα καλά και
ποια τα άσχημά του;
ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Τα καλά είναι μια
πορεία προς την αυτογνωσία, να γνωρίζεις δηλαδή τον εαυτό σου
μέσα απ’ αυτό, και αυτό που είπαμε προηγουμένως, ότι
επικοινωνείς με το κοινό, με τους άλλους ανθρώπους. Μου αρέσει
αυτός ο δρόμος μέσα απ’ τους άλλους ανθρώπους. Τα κακά είναι
πάρα πολλά, αλλά είναι υποδεέστερα, γιατί μου αρέσει η δουλειά
μου και την αγαπώ. Αν δε μου άρεσε και δεν την αγαπούσα θα την
είχα αλλάξει. Τα κακά είναι η έλλειψη σταθερότητας στη δουλειά,
η οικονομική ανασφάλεια. Δηλαδή ένας ιδιωτικός υπάλληλος ξέρει
ότι για 20, 25, 30, 35 χρόνια θα κάτσει στην τράπεζα, θα πάρει
τις προαγωγές του κ.λπ. Εμείς δεν τα έχουμε αυτά. Είναι πολύ
ελεύθερο το επάγγελμά μας. Αυτό μας γεμίζει ανασφάλεια και αυτό
δεν είναι πάντα καλό. Όμως το κέρδος, πιστέψτε με, που έχω πάρει
από αυτό το επάγγελμα, το οποίο είναι όντως πολύ σκληρό, είναι
μεγαλύτερο, γιατί μου αρέσει και έκανα αυτό που μου άρεσε. Εδώ
θα σας δώσω, αν μου επιτρέπετε, μια συμβουλή, σ’ εσάς που είστε
νέα παιδιά. Πάντα στη ζωή σας να κάνετε αυτό που πραγματικά
θέλετε. Γιατί μπορεί από ένα πρέπει να πάτε να δουλέψετε
στο Ι.Κ.Α., στον Ο.Τ.Ε., στη Δ.Ε.Η., σ’ ένα μαγαζί, κάπου τέλος
πάντων, γιατί «πρέπει». Κι εγώ έχω κάνει κι άλλες δουλειές, για
να επιβιώσω. Αλλά μη μείνετε σ’ αυτό το «πρέπει». Πρέπει να
Προσπαθήστε, όπως ο Φιλέας Φογκ στο έργο, να κάνετε αυτό που
πραγματικά θέλετε μέσα σας, γιατί η ζωή είναι μεγάλη και δεν
περνάει εύκολα μ’ έναν τέτοιο συμβιβασμό. Προσπαθήστε λοιπόν να
κάνετε στη ζωή σας αυτό που πραγματικά θέλετε. Αν το πετύχετε.
Αν δεν το πετύχετε, δε χάλασε κι ο κόσμος. Μπορεί να κάνετε κάτι
άλλο αλλά να το ευχαριστιέστε ότι κάνετε. Να μην πηγαίνετε έτσι
μουρτζούφληδες και γρουσούζηδες να κάνετε μία δουλειά. Όπως στο
σχολείο. Μπορεί να σας αρέσει λίγο ή περισσότερο. Είναι όμως
κάτι που πρέπει, πρέπει να το περάσετε. Ας περάσετε και καλά στο
σχολείο. Δε χρειάζεται να γκρινιάζετε όλη μέρα. Καλύτερα περνάνε
οι μέρες.
ΕΡΩΤΗΣΗ: Πώς νιώθετε την ώρα που
είστε πάνω στη σκηνή;
ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Νιώθω ποικίλα. Νιώθω
ένα ωραίο, γενικά, συναίσθημα. Τις περισσότερες φορές, όχι
πάντα. Αλλά εκείνη την ώρα είσαι συγκεντρωμένος στους στόχους
σου. Ο στόχος είναι ότι πρέπει να κάνεις αυτό. Να πεις εκείνο
και να βγάλεις αυτή την αίσθηση. «Πρέπει», δηλαδή, «τώρα να πιω
ένα ποτήρι κρασί και να μεθύσω». Αυτό σκέφτεσαι και αυτό πας να
κάνεις. Είσαι συγκεντρωμένος. «Πρέπει τώρα να μπω μέσα και να πω
καλημέρα. Να μου πει ο άλλος «πάρε 20.000 λίρες» κι εγώ να
ξαφνιαστώ». Εκεί συγκεντρώνεσαι.
ΕΡΩΤΗΣΗ: Ταυτίζεστε με το ρόλο
που παίζετε;
ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Και ναι και όχι. Γιατί
μπορεί σ’ εσάς να φαίνεται ότι εγώ ταυτίζομαι, όμως δεν πρέπει ο
ηθοποιός να έχει πλήρη ταύτιση. Αν μου λυθεί ένα κορδόνι, πράγμα
που δεν είναι στο ρόλο, πρέπει εγώ, ο ηθοποιός Μανόλης Σορμαΐνης
που θα σκύψω να το δέσω, γιατί, αν δεν το δέσω, θα φάω τα μούτρα
μου. Οπότε σαφώς υπάρχουν και τα δύο. Υπάρχω εγώ, υπάρχει και ο
ρόλος τον οποίο κάνω εγώ. Θα έλεγα ότι υπερασπίζω το ρόλο με
νύχια και με δόντια. Δε θα έλεγα τη λέξη ταύτιση. Γιατί ας
πούμε, αν ταυτίζεσαι και παίζεις τον Μάκβεθ, τι πρέπει; Να
σφάξετε τον άνθρωπο; Όχι βέβαια. Μέχρι ένα σημείο δηλαδή. Να
υπερασπίζεις το ρόλο. Είτε κακός είναι αυτός, είτε καλός. Και
πρέπει ν του δίνει οντότητα ανθρώπου. Να βλέπει ο άλλος πως αυτά
τα λόγια, αυτές οι πράξεις που γίνονται εκεί πάνω, λέγονται και
γίνονται από έναν άνθρωπο, όχι από ένα σκίτσο.
ΕΡΩΤΗΣΗ: Πόσο χρόνο χρειάζεστε
για να μάθετε το ρόλο σας;
ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Εξαρτάται. Αλλά
συνήθως οι θεατρικές πρόβες στην Ελλάδα είναι γύρω στον ενάμιση
μήνα πάνω κάτω, γύρω στις 6 εβδομάδες. Αυτό γίνεται παγκοσμίως.
Μπορεί όμως κάποια θέατρα που έχουν τη χρονική ή την οικονομική
δυνατότητα να κάνουνε πιο πολλές πρόβες. Είναι δύσκολη τέχνη. Η
τηλεόραση είναι αλλιώς δομημένη, με άλλη τεχνική. Εκεί δεν
υπάρχουν μεγάλα κείμενα. Απλώς βγαίνεις στο πλάνο να πεις τρεις
φράσεις που έχεις τη δυνατότητα να τις μάθεις, να τις κτίσεις,
να τις επενδύσεις, ακόμα και την ώρα που βάφεσαι, πριν βγεις στο
πλατό. Στο θέατρο βγαίνεις στις 10.30 και τελειώνεις στις 12.30.
Παίζεις δύο ώρες που κάνεις συνέχεια τη σύνθεση του ρόλου. Στην
τηλεόραση αν κάνεις κάποιο λάθος μπορεί να ξαναγυριστεί η σκηνή,
ενώ στο θέατρο, αν κάνεις κάποιο λάθος, δεν μπορείς να το
διορθώσεις. Το έργο κυλάει. Είναι πιο δύσκολη τέχνη απ’ την
τηλεόραση, για τον ηθοποιό και για το θεατή. Πολύ εύκολα όλοι
σας κάθεστε με τα πατατάκια σας, πάτε πίνετε νερό και βλέπετε
τηλεόραση. Στο θέατρο δε γίνεται έτσι. Στο θέατρο οργανώνετε για
να πάτε, υπάρχει μια συμπεριφορά συγκεκριμένη, να πάρετε το
έργο. Είναι μια άλλη τελετή, ας την πούμε έτσι, και θέλει και
μια άλλη παιδεία για να προσλάβεις όλα αυτά τα σήματα που
στέλνει η σκηνή. Η παιδεία αυτή χτίζεται σιγά σιγά. Αυτό που
κάνετε τώρα εσείς με τη βοήθεια του δασκάλου σας, θα σας
βοηθήσει πάρα πολύ στη ζωή σας. Θα το καταλάβετε όταν
μεγαλώσετε. Σας οπλίζει αυτό. Θα το θυμάστε, θα το
δείτε.
ΕΡΩΤΗΣΗ: Προτιμάτε να παίζετε σε
έργα για παιδιά ή για μεγάλους;
ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Εγώ, για να σας πω την
αλήθεια μου, είναι η δεύτερη φορά που παίζω για παιδιά. η πρώτη
φορά ήταν όταν πρωτοβγήκα στο θέατρο και έπαιξα στον πρώτο πρώτο
Οδυσσεβάχ της Ξένιας Καλογεροπούλου. Ήταν μια μνημειώδης
παράσταση. Εσείς ήσασταν αγέννητοι ακόμη. Έχει ξαναπαιχτεί από
πολλούς θιάσους. Δεν έχει τύχει να ξαναπαίξω. Τώρα το φοβόμουνα
λίγο, όμως διαψεύστηκα. Ομολογώ ότι από τις 20 Ιανουαρίου μέχρι
σήμερα (5 Μαρτίου), ενάμιση μήνα, που κάνουμε παραστάσεις για
παιδιά, θέλεις γιατί έχει ανέβει το επίπεδό σας, θέλεις γιατί
εγώ βλέπω διαφορετικά τα πράγματα, θέλεις γιατί το έργο είναι
καλό και σας καθηλώνει, είστε άψογοι. Θυμάμαι τότε, το 1981 στην
Καλογεροπούλου, είχαμε πολλά παρατράγουδα. Κάποιοι κάνανε
φασαρία, παρόλο που ήταν μια εξαίσια παράσταση. Αλλά πιστεύω ότι
και το κοινό αναπτύσσεται και κυρίως εσείς τα παιδιά έχετε μια
άλλη αίσθηση των πραγμάτων και έχω εκπλαγεί πραγματικά μπράβο
σας. Όχι μόνο εσάς αλλά και όλων των παιδιών που έχουν έρθει
μέχρι τώρα να τη δουν. Ευχαριστήθηκα και ευχαριστιέμαι κάθε πρωί
που παίζω.
ΕΡΩΤΗΣΗ: Σε ποια θεατρικά έργα
έχετε παίξει; Ποιο ήταν το αγαπημένο σας;
ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Αυτή είναι μια
ολόκληρη λίστα, αλλά θα μπορούσα να πω περιληπτικά πως το
ρεπερτόριό μου περιλαμβάνει αρχαίο δράμα, και τραγωδία (Αισχύλο,
Σοφοκλή) και κωμωδία του Αριστοφάνη, πιο σύγχρονο ρεπερτόριο,
Μπρεχτ, Τσέχωφ, Ονήλ, και ξένους και Έλληνες συγγραφείς. Δεν έχω
κάνει μέχρι τώρα επιθεώρηση ή καθαρά μουσικό θέατρο, γιατί
πιστεύω ότι δεν έχω το ταλέντο, δεν τραγουδάω καλά, παρότι είμαι
γιος μουσικού. Πολλά ήταν τα αγαπημένα μου. Στάθηκα τυχερός στην
καριέρα μου, πιστεύω. Και «Ο γλάρος» του Τσέχωφ, και «Το
σακάκι που βελάζει» και «Ιβάν Ιβάνοβιτς» που είχα παίξει στο
Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, και εδώ είχα ξαναπαίξει το
«Γιατρός με το στανιό» του Μολιέρου, και ένα σύγχρονο του
Χάραλντ Μίλερ που λέγεται «Η σχεδία των νεκρών», και τα τρία
τελευταία χρόνια ήμουνα στο «Τρένο στο Ρουφ», που είναι ένα
θέατρο μέσα στα βαγόνια ενός τραίνου (είναι ένας ολόκληρος
συρμός με εστιατόριο, μπαρ, θέατρο κ.λπ.), όπου παίζαμε το έργο
«Η κυρία εξαφανίζεται» του Χίτσκοκ. Αν είδατε την ταινία στην
τηλεόραση, η υπόθεση του έργου εξελισσόταν μέσα στο τρένο. Ήταν
μια μεγαλούτσικη παραγωγή, με 12 ηθοποιούς και κράτησε 3
ολόκληρα χρόνια. Του άρεσε πάρα πολύ του κόσμου κι
ευχαριστιότανε. Ευχαριστιόμασταν κι εμείς. Ήταν πολύ ωραίο
έργο.
ΕΡΩΤΗΣΗ: Υπάρχουν συγκρούσεις
ανάμεσα στους ηθοποιούς ενός θιάσου;
ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Ναι, όπως σε όλους
τους άλλους χώρους.
ΕΡΩΤΗΣΗ: Με ποιους γνωστούς
ηθοποιούς έχετε συνεργαστεί;
ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Με το Σπύρο
Παπαδόπουλο, είναι και πιο παλιοί που δεν τους ξέρετε, όπως ο
Βασίλης Ανδρεόπουλος, ο Χόρν, ο Καρακατσάνης. Δεν μπορώ να τους
αναφέρω όλους, γιατί μπορεί να ξεχάσω κάποιους και θα τους
αδικήσω. Έχω συνεργαστεί με το Βουτσά στην τηλεόραση. Σε 25
χρόνια προλαβαίνεις να συνεργαστείς με πάρα πολλούς ανθρώπους
και από πολλούς απ’ αυτούς να πάρεις πολλά πράγματα.
ΕΡΩΤΗΣΗ: Ποιον ηθοποιό
θαυμάζετε;
ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Δε θαυμάζω κανέναν
ηθοποιό, γιατί πιστεύω ότι αυτό δεν πρέπει να το κάνει κανείς.
Πιστεύω όμως ότι μπορεί να σου αρέσει ένας ηθοποιός για ‘κείνο ή
μπορεί να σου αρέσει για το άλλο. Μου αρέσουν πάρα πολλοί
ηθοποιοί και Έλληνες – πιστεύω ότι έχουμε πολύ καλούς ηθοποιούς
– αλλά και ξένοι. Τους βλέπεις και λες: «Κοίτα να δεις. Τώρα το
ερμηνεύει έτσι αυτό το πράγμα και δεν πήγε το δικό μου το μυαλό
καθόλου εκεί». Με αυτή την έννοια μπορείς να πεις ότι θαυμάζεις
κάποιον. Μη δημιουργείτε ποτέ ινδάλματα που είναι έξω από εσάς.
Να πιστεύετε πολύ στον εαυτό σας. Όχι εγωπαθητικά και
εγωκεντρικά. Εσείς είστε μια μονάδα, όπως κι εγώ. Δεν είμαστε
ούτε δύο ούτε μισή. Κάποιος μπορεί να κάνει κάτι καλύτερα από
εμάς. Να το σεβόμαστε, γιατί μπορούμε να πάρουμε κάτι καλό από
αυτόν. Αλλά σε έναν άλλο τομέα μπορούμε κι εμείς να κάνουμε κάτι
καλύτερα. Μην πείτε ποτέ: «Α, εκείνο, και είμαι δυστυχής που δεν
μπορώ να το καταφέρω». Με αυτή την έννοια σας λέω θαυμάζω.
Φαντάζομαι ότι θα συμφωνείτε.