Ο Γ. Σπανός,
παιδί αστικής οικογένειας από το Κιάτο της Κορινθίας, με σπουδές
πιάνου ως εφόδιο, ταξιδεύει σε νεαρή ηλικία στην Ευρώπη, για να
βρεθεί τέλη του ‘50 στη Γαλλία, κάνοντας καριέρα σαν πιανίστας
στις Παρισινές μπουάτ της εποχής.
Η συνθετική του πορεία ξεκινάει την δεκαετία του ‘60, με
δισκογραφήσεις τραγουδιών του από σημαντικά ονόματα της Γαλλικής
σκηνής, όπως της Ζ. Γκρεκό αλλά και της Μπριτζίτ Μπαρντό.
Διάσημος ήδη στο Παρίσι, κάνει την πρώτη δισκογραφική δουλειά
του στην Ελλάδα το 1965. Από τους βασικούς συντελεστές του
επονομαζόμενου «Νέου Κύματος» (η μεταφορά στα
ελληνικά, από τον Αλέκο Πατσιφά, του αντίστοιχου μουσικού
ρεύματος του Γαλλικού τραγουδιού).
Η πρώτη δεκαετία της πορείας του
χαρακτηρίζεται από τραγούδια πού φανερώνουν την εξαιρετικής
μελωδικότητας γραφή του.
Το τέλος της δεκαετία του ‘60, βρίσκει το Γιάννη Σπανό, έχοντας
στο ενεργητικό του συνεργασίες με όλους τους νεοκυματικούς
τραγουδιστές, μουσικές για τον κινηματογράφο, προσωπικές
δουλειές («Ανθολογία» ΄67, «Ανθολογία Β΄»
΄68) , και δεκάδες επιτυχίες. Την επόμενη δεκαετία, του ‘70, θα
φανερώσει και τη λαϊκή του φλέβα, με τραγούδια κλασσικά πια, και
συνεργασίες με τις σημαντικότερες λαϊκές φωνές (Γρηγόρης
Μπιθικώτσης, Σταμάτης Κόκοτας, Βίκυ Μοσχολιού, Γιώργος Νταλάρας,
Χάρις Αλεξίου, Μαρινέλλα, Τόλης Βοσκόπουλος, Μανόλης Μητσιάς,
Γιάννης Πάριος, Γιάννης Πουλόπουλος κ. ά.).
Ήδη το ‘69, έχει γράψει το «Μιά Κυριακή»
με τον Μπιθικώτση, τον Κόκοτα και την Μοσχολιού, και ως τα τέλη
του ‘70, σημαδεύει το ελληνικό τραγούδι με προσωπικές δουλειές
όπως: η «Οδός Αριστοτέλους» (‘74) , η «Τρίτη
Ανθολογία» (‘75) , «Η Βίκυ Μοσχολιού τραγουδάει
Σπανό» (‘77) , μουσικές για το Θέατρο («Η γλυκιά
΄Ιρμα» ‘72, με την Έλλη Λαμπέτη σε τραγούδια του) , το
σινεμά («Εκείνο το καλοκαίρι» ‘71) , καθώς και
με δεκάδες τραγούδια σε δουλειές τραγουδιστών, που
καταχωρίζονται στα διαμάντια του («Τα χέρια», «Πες
πως μ' αντάμωσες», «Γειτονάκι μου», «Οι
Κυριακές στην Κατερίνη», «Η Αλάνα», «Θα με
θυμηθείς» κ.ά.). Δουλεύει με τους σπουδαιότερους
στιχουργούς της εποχής (Λευτέρη Παπαδόπουλο, Μάνο Ελευθερίου,
Πυθαγόρα κ.ά.), και ολοένα ανοιχτός στο καινούριο, συναντιέται
και με τους νεότερους αλλά και μελοποιώντας Έλληνες ποιητές.
Την δεκαετία του ‘80, την σηματοδοτεί με την συνεργασία του με
νέες φωνές, νέους στιχουργούς και κυρίως, σύγχρονο μουσικό ύφος.
Υπογράφει δισκογραφικές δουλειές που ξεχωρίζουν, είτε με την
Τάνια Τσανακλίδου «Φίλε» (‘82) , είτε με
την Άλκηστη Πρωτοψάλτη «Έξοδος Κινδύνου»
(‘84) , είτε με την Ελένη Δήμου «Προσωπικά»
(‘88).
Περνάει από το λαϊκό στην
μπαλάντα, παίζοντας με ρυθμούς, μελωδικές γραμμές και μουσικά
ύφη με απίστευτη συνέπεια στο καθένα απ’ αυτά. Ο Γιάννης Σπανός,
παρότι νέος ακόμα, κλείνει την 4η δεκαετία του στο τραγούδι,
δίνοντας και το ‘90 το παρών του. Με σημάδια εύλογης κόπωσης και
μία σπατάλη των τραγουδιών του να υπονομεύει την αναμφισβήτητη
αξία του, καταφέρνει να δώσει αξιοπρεπή και κάποτε ευθύβολα
λαϊκά τραγούδια. Ξεχωρίζει η εκρηκτική συνεύρεση με τη
Κατερίνα Κούκα («Νά 'χα δυό καρδιές να σ' αγαπώ»
‘92, «Μας πήρανε τα αισθήματα» ‘97) , «Ο Μητροπάνος
τραγουδάει Σπανό» (‘93) και το «Μια στροφή» (‘96)
με τη Λίτσα Διαμάντη.