Έθιμα

ΓΑΜΟΣ
Στην περιοχή της Αριδαίας
Στους Προμάχους την τελευταία Τετάρτη πριν το γάμο καλούσαν προφορικά τους συγγενείς  του γαμπρού δύο αγόρια από το σόι του, ενώ δύο αγόρια από το σόι της νύφης καλούσαν τους  δικούς της συγγενείς. Ακόμα και σήμερα το κάλεσμα γίνεται και προφορικά την ίδια μέρα. Τα  αγόρια καλούσαν τους συγγενείς το βράδυ και έδιναν σε κάθε οικογένεια ένα κουλούρι σπιτικό, που οι νοικοκυρές είχαν φτιάξει ειδικά για την περίπτωση.
Στη Σωσάνδρα ο γαμπρός καλούσε τους συγγενείς του τη Δευτέρα και δεν έπρεπε έπειτα να δει  τη νύφη μέχρι την Κυριακή, γιατί θεωρούνταν γρουσουζιά. Σε περίπτωση όμως που ο γαμπρός  την έβλεπε, το σόι της νύφης του έριχνε αλεύρι ή τον μαύριζε, συνήθως με κάρβουνο. Το κάλεσμα  των συγγενών της νύφης γινόταν και στη Σωσάνδρα την Τετάρτη. Στη συνέχεια ο πατέρας ή η μητέρα του γαμπρού καλούσε με ένα σπιτικό κουλούρι και με κρασί τον κουμπάρο, που συνήθως ήταν ο νονός του γαμπρού. Έπειτα καλούσε τη νύφη – πάλι με  σπιτικό κουλούρι – και της χάριζε κάποιο συμβολικό δώρο. Σήμερα συνηθίζεται να της χαρίζουν  και μια ανθοδέσμη με λουλούδια. Τον κουμπάρο τον καλούν και σήμερα με κουλούρι και του  προσφέρουν τούρτα.
Με σπιτικό κουλούρι καλούσε την Πέμπτη τον παπά ο πατέρας ή η μητέρα του γαμπρού, ενώ  σήμερα με κάποιο ψωμί που ψήνεται ειδικά για το σκοπό αυτό. Την ίδια μέρα οι συμπέθεροι  ψώνιζαν από την Αριδαία τα αναγκαία για το γάμο.
Το απόγευμα – και στα δύο χωριά – πήγαινε κάθε συγγενής της νύφης στο σπίτι της με ένα  ταψί σιτάρι, καλαμπόκι ή κριθάρι.                     
Έπειτα πήγαιναν σε κάποιο δωμάτιο και έριχνε ο καθένας το περιεχόμενο του ταψιού σε κάποιοκιλίμι και οι συγγενείς χόρευαν γύρω από το σωρό  που σχηματίζονταν. Στο κιλίμι έριχναν καραμέλες, τις οποίες άρπαζαν χαρούμενα τα παιδιά. Κάτι ανάλογο γινόταν και στο σπίτι του  γαμπρού. Έπειτα, οι φίλοι του γαμπρού έβαζαν σε τσουβάλια τα προϊόντα που συγκεντρώνονταν  και τα φόρτωναν σε γαϊδούρια. Έπαιρναν μαζί τους φαγητό – συνήθως φασολάδα – και πήγαιναν  στο μύλο να αλέσουν το σιτάρι ή το καλαμπόκι και γλεντούσαν. Επίσης, την Παρασκευή ή το Σάββατο οι γυναίκες και στο σπίτι του γαμπρού και στο σπίτι της νύφης ζύμωναν ψωμιά για το γάμο, ενώ οι συγγενείς και οι φίλοι άρχιζαν να πηγαίνουν τα δώρα του γάμου στους μελλόνυμφους, που ήταν συνήθως μπακιρένια. Στα δώρα έβαζαν σιτάρι ή ρύζι και ένα λουλούδι «για το καλό».
Το μεσημέρι της Παρασκευής συγκεντρώνονταν κάποιες κοπέλες στο σπίτι της νύφης και του γαμπρού, καθάριζαν το σιτάρι και με ειδικές πέτρες, τις αλευρόπετρες, παρασκεύαζαν πλιγούρι, το οποίο έβραζαν την Κυριακή το πρωί και το έτρωγαν στο τραπέζι που γίνονταν πριν τη στέψη. Στη Σωσάνδρα κάποιοι το πρόσφεραν στο γλέντι του Σαββατόβραδου.
Όταν την Κυριακή η νύφη έβγαινε στην αυλή ή στο μπαλκόνι και παρουσιάζονταν στον κόσμο, έκανε τρεις μετάνοιες, τρεις φορές το σταυρό της και πάλι άλλες τρεις μετάνοιες. Ήταν ένας τρόπος παράκλησης προς το Θεό να χαρίσει στους μελλόνυμφους αγάπη και τύχη.
Κάποιος συγγενής ή φίλος του γαμπρού έφερνε στη νύφη ένα ψωμί κι αυτή το ακουμπούσε στο κεφάλι της, όπου φορούσε ένα άσπρο μαντήλι και στη συνέχεια το έκοβε με τα χέρια της στα δύο. Το έθιμο αυτό συνεχίζεται και στις μέρες μας και είναι συμβολικό. Η αριστερή μεριά  του ψωμιού συμβολίζει το πατρικό σπίτι της νύφης και η δεξιά το σπιτικό των πεθερικών της. Αν λοιπόν το μεγαλύτερο κομμάτι του ψωμιού ήταν αυτό που συμβόλιζε το πατρικό της σπίτι, η τύχη θα έμενε σ' αυτό. Στην αντίθετη περίπτωση, η τύχη θα ακολουθούσε το ζευγάρι στην νέα τους ζωή. Ακολουθούσαν τρεις χοροί με τη νύφη.
Οι συγγενείς του γαμπρού τοποθετούσαν στις μασχάλες της νύφης ένα πρόσφορο, το οποίο έβγαζαν όταν τελείωνε το μυστήριο και το έτρωγε το αντρόγυνο με τους καλεσμένους στο τραπέζι στο σπίτι του γαμπρού.
Τα παλαιότερα χρόνια ο γαμπρός και η νύφη πήγαιναν στην εκκλησία με άλογο ο καθένας χωριστά. Ο παπάς πήγαινε τους μελλόνυμφους στο μέρος που θα γίνονταν η στέψη. Ο ιερέας έδινε στον κουμπάρο και στο ζευγάρι, πριν πιουν κρασί, να φάνε τρία κομμάτια από μια λειτουργία. Μετά την στέψη περνούσαν οι συγγενείς και οι φίλοι του και τους εύχονταν να ζήσουν  «ριζωμένοι».
Στα Στεφανινά Θεσσαλονίκης
Τα έθιμα του γάμου ξεκινούν από την Τετάρτη με τα «Προζύμια» φτιάχνοντας προζύμη στο σπίτι του γαμπρού για την παρασκευή ψωμιού για το γάμο. Μετά ακολουθεί το αλεύρωμα, κι ο καθένας προσπαθεί να αλείψει με ζυμάρι και αλεύρι τον άλλο.
Την άλλη μέρα μαζεύονται τα παλικάρια του χωριού, φίλοι του γαμπρού και της νύφης και πηγαίνουν με τα ζώα στο δάσος, για να φέρουν ξύλα για το ψήσιμο του ψωμιού και των φαγητών του γάμου.
 
ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ
Χριστόψωμα
Ιδιαίτερη φροντίδα για κάθε νοικοκυρά τα Χριστούγεννα αποτελεί η παρασκευή του χριστόψωμου. Τη μορφή, το σχήμα και το στολισμό του ψωμιού αυτού προς τιμήν του Χριστού κανονίζουν οι τοπικές συνήθειες. Στα περισσότερα μέρη, στη μέση της επιφάνειάς του σχηματίζουν με ζυμάρι το σημείο του σταυρού και στις άκρες του τοποθετούν αμύγδαλα και καρύδια, που αποτελούν σύμβολα πλούσιας παραγωγής. Η διακόσμησή του καθορίζεται ακόμη και από το επάγγελμα του νοικοκύρη. Έτσι, αν αυτός είναι γεωργός ή τσοπάνης, στο χριστόψωμο σχηματίζουν βόδια και αλέτρι ή πρόβατα και κατσίκια. Σε μερικά μέρη μέσα στο ζυμάρι βάζουν και ένα νόμισμα ή κάποιο άλλο σημάδι, για να φανεί, κατά το μοίρασμα, ο τυχερός του σπιτιού.
 Από τα πιο εντυπωσιακά ήταν το σαρακατσάνικο χριστόψωμο, με ολόκληρες παραστάσεις πάνω του από την ποιμενική ζωή. Οι Σαρακατσάνοι θεωρούν τα Χριστούγεννα ως καθαρά ποιμενική εορτή και είναι περήφανοι, γιατί ο Χριστός γεννήθηκε ανάμεσα σε τσοπάνηδες και πρόβατα.
Ο πατέρας ή κάποιος γεροντότερος από την οικογένεια σταυρώνει το χριστόψωμο και το κόβει, μοιράζοντάς το στους σπιτικούς, με τις καθιερωμένες ευχές. Σε ορισμένα μέρη, στην Αιτωλία, π.χ. περίμεναν, πριν το κόψουν, να περάσει πρώτα ο παπάς να το ευλογήσει. Έπαιρνε έτσι το χριστόψωμο θέση ιερής αρτοκλασίας. Τελειώνοντας την ευχή που έλεγε, ο παπάς έπαιρνε το χριστόψωμο και, κρατώντας το με τα δύο του χέρια, το τσάκιζε πάνω στο κεφάλι του. Αν το κομμάτι που κρατούσε με το δεξί χέρι ήταν το μεγαλύτερο, σήμαινε ότι ο πολύς χειμώνας πέρασε και θα γλυτώσουν πρόβατα και κατσίκια από το κρύο. Αντίθετα, αν το μεγαλύτερο κομμάτι βρισκόταν προς τα αριστερά, οι οιωνοί για τα ζώα και τα γεννήματα δεν ήταν και πολύ αίσιοι.
Παρόμοιες μαντικές συνήθειες επιχωρίαζαν και αλλού. Στα Επτάνησα, π.χ. το βράδυ της παραμονής έπαιρναν το χριστόψωμο και πήγαιναν κοντά στη φωτιά. Ο νοικοκύρης έριχνε λάδι ή κρασί στη φλόγα. Αν μεγάλωνε, αυτό ήταν καλός οιωνός για το σπίτι, αν έσβηνε, κακός.
Εκτός από τα καθαυτό χριστόψωμα συνηθίζονται και άλλου είδους ψωμιά για τα Χριστούγεννα. Στη Δυτική Μακεδονία, π.χ. ζυμώνουν μικρά ψωμάκια για τα παιδιά που λένε τα κάλαντα, καθώς και ειδικές κουλούρες για τα βόδια και τα άλλα ζώα του σπιτιού τους.
Στον Έβρο
Έκαναν Χριστόψωμα από καθάριο σιτάρι, τα κεντούσαν με μασούρια, τα στόλιζαν με ζυγούς και θημωνιές, ζύμωναν κουλούρες χριστουγεννιάτικες με σταυρούς και μύγδαλα. Σε κάποια χωριά, την παραμονή των Χριστουγέννων, ζύμωναν την κουλούρα ανοιχτή από τη μια πλευρά, για να περάσει ο Χριστός και τη στόλιζαν με εφτά σταυρούς. Ενώ τα Φώτα ήταν κλειστή «για να κλείνουν τα στόματα του κόσμου». Ετοίμαζαν κουλίκια – κλουρίτσες – για τους καλαντιστές και τους έδιναν καρύδια, μύγδαλα, καλαμπόκια, καρπούς της φύσης που οι παιδικοί αγερμοί θα έκαναν το όνειρο της καλής σοδιάς πραγματικότητα. Το χαρακτηριστικό όμως παρασκεύασμα των ημερών στη Θράκη είναι η Πρωτοχρονιάτικη πίτα και όχι το τσουρέκι. Ετοίμαζαν στριφτή τυρόπιτα και έβαζαν σημάδια για την τύχη. Κέρμα - σίδερο - για τη γεροσύνη, άχυρο για τα γελάδια, κάρβουνο για τα βουβάλια, χάντρα για τ’ άλογα, σκουπόχορτο για τα μελίσσια.
 
ΚΑΘΑΡΑ ΔΕΥΤΕΡΑ
Η Καθαρά Δευτέρα είναι το τέλος των Απόκρεω και η πρώτη μέρα της Σαρακοστής. Ονομάζεται έτσι, γιατί οι χριστιανοί «καθαρίζονται ψυχικά», μια και σταματάνε κάθε κρεάτινο φαγητό και αρχίζουν τη νηστεία που διαρκεί σαράντα μέρες, όσες και οι μέρες νηστείας του Χριστού στην έρημο. Η καθιέρωση της λαγάνας, που θυμίζει τα «άζυμα» της Παλαιάς Διαθήκης, επιτείνει την έννοια της νηστείας εκείνης της ημέρας.
Κάθε  τόπος πέρα  των κοινών εθίμων, έχει και τα δικά του ξεχωριστά έθιμα. Τα κοινά έθιμα είναι το άζυμο ψωμί δηλαδή η λαγάνα, και τα λογιών νηστίσιμα φαγώσιμα (μαρουλάκια, κρεμμύδια και σκόρδα, ταραμάς, ελιές, φασολάδες λευκές κ.ά.).
Στην περιοχή της Αμαλιάδας οι νοικοκυρές ζύμωναν ψωμί «λιζό», την μπουγάτσα.
Οι Αγραπιδοχωρήτες που εγκαταστάθηκαν στην Ηλεία φτιάχναν και τα αλμυροκούλουρα. Οι κοπέλες, αν με το μακαρόνι της Τυρινής δεν έβλεπαν στον ύπνο τους ποιον θα πάρουν για άνδρα, τότε την Καθαρά Δευτέρα έτρωγαν αλμυροκούλουρα, και δεν έπιναν καθόλου νερό, για να πάει ο μέλλον σύζυγός  τους στο όνειρό τους, να τους δώσει νερό να ξεδιψάσουν. Έλεγαν: «Τρώνε την αλμυροκουλούρα, για να δούνε ποιόν θα πάρουνε». Το έθιμο αυτό υπάρχει σε πολλές περιοχές.
Αλλού την παραμονή της Καθαράς Δευτέρας οι γυναίκες έβγαζαν βορβούς. Πρόσεχαν ο πρώτος να είναι ο μεγαλύτερος, που τον τοποθετούσαν με τα φύλλα του το πρωί της Καθαράς Δευτέρας στην πόρτα του σπιτιού. Το βράδυ τον έβγαζαν στη μαλάθα του ψωμιού μέχρι το Πάσχα, για να είναι φτούρια το ψωμί του σπιτιού.
 
ΠΑΣΧΑ
Η Κυρά Σαρακοστή
Έθιμο που συναντάται όχι μόνο στην Αρκαδία αλλά και σε όλη την Ελλάδα. Η γιαγιά ζωγράφιζε σε χαρτί την Κυρά Σαρακοστή που είχε τα βλέφαρά της χαμηλωμένα, το στόμα της υπομονετικά κλειστό και τα χέρια της άνετα σταυρωμένα σε στάση προσευχής. Τα πόδια της ήταν επτά που αντιστοιχούσαν σε κάθε μια από τις επτά εβδομάδες της Μεγάλης Τεσσαρακοστής.
Η γιαγιά κρεμούσε αυτή την ζωγραφιά της κάτω από το εικονοστάσι της. Κάθε Σάββατο ένα, ένα τα εγγόνια διαδοχικά έκοβαν από ένα πόδι, ωσότου έμενε το τελευταίο πόδι της Μεγάλης Εβδομάδας. Εκείνο, αφού το τύλιγε σε μικρό μπαλάκι, το έβαζε μέσα στο Ψωμί της Ανάστασης και όταν ο πατέρας έκοβε και μοίραζε τις φέτες σε όλα τα παρευρισκόμενα μέλη του Πασχαλινού τραπεζιού ο πιο χαρούμενος ήταν εκείνος που έβρισκε στη φέτα του ψωμιού του το τελευταίο πόδι της Κυράς  Σαρακοστής.
Το έθιμο της Κυράς Σαρακοστής μερικοί το έχουν κρατήσει μέχρι σήμερα και το χαίρονται πολύ, καθώς εναρμονίζεται με την ατμόσφαιρα των ημερών.
Το Σάββατο του Λαζάρου
Για την Ορθοδοξία, η μέρα που ο αγαπημένος φίλος του Ιησού, ο Λάζαρος αναστήθηκε, προαναγγέλλοντας την μεγάλη Ανάσταση του Kυρίου του, είναι πολύ σημαντική. Την παραμονή του Λαζάρου, φτιάχνουν ειδικά άγλυκα ανθρωπόμορφα ψωμιά (λαζαράκια – λαζόνια), και τα μοιράζουν σε γείτονες και συγγενείς ή στα παιδιά που λένε τα πένθιμα κάλαντα του Λαζάρου. Στα Δωδεκάνησα τα ψωμιά αυτά γίνονται γεμιστά με ένα μίγμα από αλεσμένες σταφίδες και αμύγδαλα.
Το προζύμι της Μεγάλης Πέμπτης
Σε πολλά μέρη της Κρήτης, ιδιαίτερα στις περιοχές Ηρακλείου και Λασιθίου, ετοιμάζουν οι νοικοκυρές το προζύμι της Μεγάλης Πέμπτης, για να ζυμώνουν μ’ αυτό όλο το χρόνο. Βάζουν λοιπόν σ’ ένα ποτηράκι νερό μαζί με λίγο αλεύρι. Και το πρωινό της Μεγάλης Πέμπτης την ώρα που ο παπάς λέει το ευαγγέλιο, ταράζουν το μείγμα και λένε: «Άζυμο νεραλευράκι να γενείς προζυμαράκι».
Κι έτσι φουσκώνει και γίνεται προζύμι. Παίρνουν από αυτό ένα ελάχιστο κομματάκι και «ανεπήζουν» από βραδύς προζύμι που μέχρι το πρωί φουσκώνει και γίνεται το ζυμωτό. Είναι όμως καλό να φυλάξουν ένα κομμάτι ζυμάρι από το ζυμωτό που κάνουν στα σπίτια τη Μεγάλη Πέμπτη. Τον επόμενο χρόνο με το ίδιο ζυμάρι «ανεπήζουν» αποβραδίς το μεγάλο προζύμι και μετά ζυμώνουν. Έτσι συνεχίζεται αλυσιδωτά η καλή επίδραση του ψωμιού – του βασικού αυτού είδους διατροφής τα παλιά χρόνια – στη ζωή των ανθρώπων μας, στην ανάπτυξη και συντήρησή τους.
Σε μερικές περιοχές ζυμώνουν τη Μ. Πέμπτη το προζύμι με αγίασμα όπως π.χ. σε χωριά της επαρχίας Πεδιάδος, παίρνουν νερό από τον «Αϊ Γιώργη το Σφακιώτη» στη θέση Ατσιπαρά ζυμώνουν μ’ αυτό χωρίς προζύμι «ναμιντάρικα και φωνήσιμα ψωμιά ωσάν τσ’ άρτους» κατά τη μαρτυρία.
Κρατήθηκε τέτοιο προζύμι ζυμωμένο με αγίασμα τρία χρόνια συνεχώς, αλατισμένο και φυλαγμένο μέσα σε αλεύρι.
Στη Στενή Πάφου (Κύπρος) (1925)
Τη Μεγάλη Βδομάδα Οι άνδρες θα πάρουν στον αλευρόμυλο – νερόμυλο – το «άλεσμα» (καθαρισμένο σιτάρι, πλυμένο και ξηραμένο στον ήλιο) για να το αλέσουν και να φέρουν πίσω το αλεύρι μέσα στο σακί, με το γαϊδούρι.
Το Μεγάλο Σάββατο οι φούρνοι έχουν την τιμητική τους, αφού εκεί θα ψήσουν τα «σισαμένα» (ψωμιά με σησάμι απέξω) τις «φλαούνες» (μείγμα ζυμωμένου αλεσμένου τυριού με αυγά και σταφίδες μέσα σε φύλλο ζύμης, τριγωνικού σχήματος) και τις «εμπασκιές» (φλαούνες μέσα στις οποίες τοποθετούνται κομμάτια κρέατος).
Αξίζει να σημειωθεί ότι το μείγμα που αναφέραμε πιο πάνω έχει ετοιμαστεί την Παρασκευή για να «μπει» (να φουσκώσει). Σε λίγο όλοι οι φούρνοι θα αρχίσουν να καπνίζουν, ενώ οι νοικοκυρές κοιτάζουν προσεκτικά ούτως ώστε να είναι σίγουρες ότι έχει «πυρώσει» (βρίσκεται στη κατάλληλη θερμοκρασία) για να ψήσει κανονικά τα ψωμιά. Στο «φούρνισμα» (τοποθέτηση του ζυμωμένου ψωμιού στο φούρνο) βοηθούν όλοι, γιατί πρέπει να γίνει γρήγορα για να μην χαθεί η θερμοκρασία του φούρνου.
Η μέρα τελειώνει και όλοι μπαίνουν στα σπίτια τους για λίγη ξεκούραση, αφού η σημερινή μέρα ήταν ειδικά για τις νοικοκυρές, εξαντλητική. Οι άνδρες ρωτούν τις γυναίκες αν έχουν «πετύχει» τα ψωμιά ενώ εκείνες απαντούν συνήθως καταφατικά.
Την Κυριακή του Πάσχα μετά το τραπέζι παίζεται το παιχνίδι «Ο Μυλωνάς». Ένας άντρας κάθεται σταυροπόδι, έχοντας μπροστά του δυο πέτρες, την μια πάνω στην άλλη, τρίβοντάς τες όπως γυρίζουν οι μυλόπετρες στον αλευρόμυλο. Δίπλα του ένα μακρύ και χοντρό καλάμι χρησιμεύει για να διώχνει τις όρνιθες, που έρχονται να του φαν το σιτάρι, που δήθεν αλέθει. Οι νέοι έρχονται κοντά στο αυτί του, αφού ο μυλωνάς είναι δήθεν κουφός και τον ρωτούν δυνατά αν «Έσιη αλέσματα ο μύλος». Αυτός απαντά «Έσιη τζιε Χέλη», (έχει και θέλει). Άλλος ρωτά αν έχουν καιρό να τους αλέσει το σιτάρι, ο δε Μυλωνάς ρωτά: «Τα άλογα σου είναι αρσενικά ή θηλυκά;».
Μερικοί άνδρες προσπαθούν να παίξουν τον ρόλο των ορνίθων που προσπαθούν να φαν το σιτάρι, ερχόμενοι προς το μέρος του «Μυλωνά», αλλά αυτός αρπάζει ξαφνικά το καλάμι και το γυρίζει με δύναμη κτυπώντας όσα πόδια βρει μπροστά του. Άλλοι πηδούν να γλιτώσουν το κτύπημα που είναι πάντα δυνατό, αλλά μερικοί δέχονται το κτύπημα από τον «Μυλωνά».
Το παιχνίδι προκαλεί πολύ γέλιο και σταματά ύστερα από αρκετά «θύματα».
 
ΠΡΩΤΟΜΑΓΙΑ
Ποντιακό έθιμο
Τη νύχτα πριν από την Πρωτομαγιά οι νοικοκυρές παρασκεύαζαν είδος ψωμιού που ονομαζόταν «ευχασμενο κολοκυθ’» . Ως βασικά υλικά χρησιμοποιούσαν αλεύρι και αλάτι που εισαιν ευλογηθεί την Μ. Πεμπτη στην εκκλησία. Νωρις το πρωί της Πρωτομαγιάς, τα μέλη της οικογένειας έτρωγαν από αυτό το ψωμί, πριν ακουστούν κελάηδημα πουλιού και ιδίως κούκου.
 
Δοξασίες
·         Όταν πρόκειται να αρχίσει το ζύμωμα του ψωμιού, πρώτα σταυρώνεται το ζυμάρι.
·         Η κομμένη όψη του ψωμιού βλέπει πάντα προς το κέντρο του τραπεζιού.
·         Αν πέσει κάτω κομμάτι ψωμιού, το φιλούν και το βάζουν πάλι στο τραπέζι.
·         Επειδή η νύχτα θεωρείται η ώρα των κακών πνευμάτων, το τραπεζομάντιλο με τα ψίχουλα του βραδινού φαγητού τινάζεται πάντα την άλλη ημέρα.
·         Τα ψίχουλα πετιούνται στον κήπο, για να τα φάνε τα πουλιά.
·         Τα ξερά κομμάτια μουλιάζουν στο νερό και τα τρώνε οι κότες.
·         Τίποτα δεν πρέπει να πεταχτεί από το ψωμί, γιατί σημαίνει ζωή για το σπίτι.
 
 
 
ΕΘΙΜΑ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ
Την Τετάρτη 15 Φεβρουαρίου ήρθε στην τάξη μας η κυρία Βασιλική Φωτιά, για να μας μιλήσει για τα έθιμα του χωριού που είχαν σχέση με το ψωμί. Μας είπε τα εξής:
Γάμος
Όταν έρχονταν στο σπίτι για να πάρουν τη νύφη, η μάνα έκλεγε και μοιρολογούσε, γιατί θα έφευγε η κόρη της. Υπήρχαν και γυναίκες  που μοιρολογούσαν  μαζί της. Ο κόσμος μαζευόταν εκεί και έκανε χάζι. Εκεί, ο αδερφός της (ή  αν δεν είχε αδερφό κάποιος ξάδερφος) έσπαγε στο κεφάλι της νύφης μια πίτα που έμοιαζε με ψωμί και την μοίραζε στον κόσμο. Μέσα στην πίτα βάζανε αλεύρι, σταφίδες και λάδι και την κάνανε σαν ψωμί.
Κηδεία
Στην κηδεία, στα παλιά χρόνια, δίναμε «λαβάσα» ενώ τώρα δίνουνε μικρά ψωμάκια που τα παίρνουν από τους φούρνους. Τα «λαβάσα» τα φτιάχναμε με αλεύρι, νερό κι αλάτι, χωρίς να βάζουμε τίποτα άλλο, και τα ψήναμε στο φούρνο. Τα βάζαμε σε ένα πανέρι και τα  πηγαίναμε στην εκκλησία και τα μοιράζαμε.
Πάσχα
Για το Σάββατο του Λάζάρου  φτιάχναμε «κερκέλια» ή αλλιώς «Λαζαρίνες». Ζυμώναμε το ζυμάρι, το πλάθαμε πάνω στο τραπέζι και κάναμε μικρά κουλούρια (όποιος ήθελε έβαζε και σουσάμι) και τα ψήναμε στο φούρνο. Αυτά τα δίναμε στα παιδιά που ερχόντουσαν να ψάλουνε το «Βάγιο­ – βάγιο» το Σάββατο του Λαζάρου.
«Οι Αρτοπώλες»
Ηλιάδου Χριστίνα, Ιωαννίδου Ελένη,
Μουχτάρης Στέλιος, Χαραλαμπίδης Λευτέρης
 

 

 

Την σελίδα αυτή σχεδίασε ο Κιοσσές Γιώργος