ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ

Είναι λέξη τουρκική και σημαίνει «μαυρομάτης». Μεταφορικά η λέξη σημαίνει ένα πρόσωπο αστείο ή που παριστάνει τον αστείο, το γελωτοποιό. Είναι ο γνωστός ήρωας του θεάτρου σκιών, που σκορπά, με την εξυπνάδα του, το γέλιο σε μικρούς και μεγάλους. Στην τουρκική παράδοση ο Καραγκιόζης ήταν χτίστης, που θανατώθηκε από το σουλτάνο Ορχάν (1336 - 1356), γιατί με τα αστεία του δεν άφηνε τους εργάτες να προχωρήσουν στο χτίσιμο του τζαμιού. Ο σουλτάνος όμως αργότερα μετάνιωσε και, για να διασκεδάσει τη θλίψη του σουλτάνου, ο υπασπιστής του δημιούργησε το θέατρο σκιών στο οποίο ξαναζωντάνεψε τη μορφή και τα αστεία του αδικοσκοτωμένου χτίστη. Άλλη τουρκική παράδοση αναφέρει πως ο Καραγκιόζης ήταν ταχυδρόμος του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, ο δε Χατζηαβάτης ήταν ταχυδρόμος του Τούρκου σουλτάνου.

Είναι πολύ πιθανό, το λαϊκό αυτό θέατρο σκιών να δημιουργήθηκε από το 14ο αιώνα. Και πιστεύεται από πολλούς ότι έχει ελληνική προέλευση και συγκεκριμένα της εποχής των βυζαντινών χρόνων. Αυτό υποστηρίζουν και ξένοι ερευνητές (Γερμανός Γιάκομπ) και ότι οι Τούρκοι εκμεταλλεύτηκαν τη φαντασία άλλων. Ο Καραγκιόζης παρουσιάστηκε, στην αρχή, ως θρησκευτικό θέατρο. Αργότερα πήρε λαϊκή μορφή.

Ιδρυτής του ελληνικού Καραγκιόζη θεωρείται ο Δημήτρης Μίμαρος, ο οποίος παραβρέθηκε σε μια παράσταση Καραγκιόζη και τόσο πολύ γοητεύτηκε, που παρουσιάστηκε στον καραγκιοζοπαίχτη και τον παρακάλεσε να τον πάρει βοηθό. Σε λίγο ο νεαρός Δημήτριος Σαρδούνης ξεπέρασε το δάσκαλό του στη μιμική, γι’ αυτό πήρε το όνομα «Μίμαρος».

Πλούτισε το δραματολόγιο του θεάτρου σκιών με νέα έργα, παρμένα όλα από την ελληνική ιστορία. Τελειοποίησε την τεχνική της παρουσίασης των σκιών, απάλλαξε τον Καραγκιόζη από τις άσεμνες κουβέντες και τον έκαμε κατάλληλο θέαμα, όχι μόνο για μεγάλους αλλά και για παιδιά. Ο Μίμαρος όρισε για σκηνικά το σαράι του πασά από τη μια μεριά και την καλύβα του Καραγκιόζη από την άλλη.

Τα κυριότερα πρόσωπα του σημερινού ελληνικού θεάτρου σκιών είναι: ο Καραγκιόζης με τα τρία παιδιά του, ο Χατζηαβάτης, ο σιορ Διονύσιος, ο μπαρμπα - Γιώργος, ο Πασάς, ο Βεζίρης, ο Βελιγκέκας, ο Σελίμ, ο Ομορφονιός, ο Σταύρακας, ο Πεπόνιας, η Φατιμέ και πολλά ιστορικά πρόσωπα, ανάλογα με την υπόθεση του έργου.

Οι φιγούρες του Καραγκιόζη είναι σχεδιασμένες σε χοντρό χαρτόνι, στολισμένες με λεπτά έγχρωμα χαρτιά, όταν πρόκειται για υψηλά πρόσωπα (Βεζίρης, Βεζιροπούλα, Πασάς). Οι φιγούρες προβάλλονται πάνω σε λευκή οθόνη που φωτίζεται από μέσα. Οι καραγκιοζοπαίχτες προετοιμάζουν το κοινό μ’ ένα τραγούδι και «εξυπνάδες» σχετικές με το έργο.

Ο Καραγκιόζης είναι άσχημος, με μακριές χερούκλες, με παντελόνι μέχρι τα γόνατα και με την κλασική καμπούρα. Είναι τύπος λαϊκός, πονηρός και με ετοιμότητα πνεύματος, καλόκαρδος με ισχυρό προστάτη το θείο του μπαρμπα - Γιώργο. Ο Χατζηαβάτης, που τις τρώει από τον Καραγκιόζη, είναι πιο συγκρατημένος, λογικός και ευγενής.

Ονομαστοί καραγκιοζοπαίχτες ήταν: ο Αντώνιος Παππούλης, γνωστός ως Μόλλας, ο Σπαθάρης κ.ά.

Αντωνιάδου Αναστασία, Φωτιά Αναστασία (ΣΤ΄ Τάξη)

«ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΟΥ ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗ ΣΤΟ ΣΧΟΛΕΙΟ»

(Παράγκα του Καραγκιόζη 8.00 η ώρα)

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Παιδιά μου, τώρα που θα πάμε στο σχολείο θέλω να είστε καλά παιδιά.

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΑΙΝΑ: Να ακούτε τη δασκάλα σας και να μην κάνετε αταξίες.

ΚΟΠΡΙΤΗ: Μα, μπαμπάκο, γιατί να πάμε στο σχολείο;

ΚΟΛΛΗΤΗΡΗΣ: Ναι, μπαμπά. Θα πρέπει να διαβάζουμε όλη την ώρα.

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Πού είναι ο Μιριγκόγκος;

ΚΟΠΡΙΤΗΣ: Κοιμάται, μπαμπά.

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Γυναίκα, πήγαινε να τον ξυπνήσεις! Αμέσως!

ΜΙΡΙΓΚΟΓΚΟΣ: Ξύπνησα, μπαμπά! Έρχομαι!

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Άντε πάμε. Αργήσαμε.

(Στο σχολείο η ώρα 8.30)

ΔΑΣΚΑΛΑ: Είστε οι καινούριοι μαθητές;

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Ναι. Εγώ είμαι ο πατέρας τους. Αυτός είναι ο Μιριγκόγκος, αυτός ο Κοπρίτης και αυτός ο Κολλητήρης.

ΔΑΣΚΑΛΑ: Θα σας αρέσει το σχολείο.

ΚΟΛΛΗΤΗΡΗΣ: Μπα!!

ΔΑΣΚΑΛΑ: Πώς;

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Εεε, τίποτα! Απλά αστειευόταν. Έτσι Κολλητήρη;

ΚΟΛΛΗΤΗΡΗΣ: Ναι μπαμπά.

(Παράγκα του Καραγκιόζη, μετά το σχολείο)

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΑΙΝΑ: Πώς πήγαν τα παιδάκια μου πρώτη μέρα στο σχολείο;

ΚΟΠΡΙΤΗΣ: Χάλια!!

ΚΟΛΛΗΤΗΡΗΣ: Απαίσια!

ΜΙΡΙΓΚΟΓΚΟΣ: Όλο άλφα, γάμα και κάτι τέτοια.

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Μας έκαναν ρεζίλι.

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΑΙΝΑ: Άσ’ τα τα πουλάκια μου. Έμοιασαν στον μπαμπά τους.

(Παράγκα του Καραγκιόζη 9.00 η ώρα το βράδυ)

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ: Λοιπόν, παιδιά, δε θα ξαναπάτε στο σχολείο.

ΚΟΛΛΗΤΗΡΗΣ: ΓΙΟΥΠΙ!!

ΜΙΡΙΓΚΟΓΚΟΣ: ΥΠΕΡΟΧΑ!!

ΚΟΠΡΙΤΗΣ: ΟΧΙ ΑΛΛΟ ΔΙΑΒΑΣΜΑ!!

ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΑΙΝΑ: Άντε για ύπνο!

Θεοδοσίου Βασιλική (ΣΤ΄ Τάξη)

ΟΙ ΚΑΤΑΡΡΑΧΤΕΣ ΤΗΣ ΕΔΕΣΣΑΣ

Οι καταρράκτες της Έδεσσας δεν υπήρχαν πάντα, όπως είναι σήμερα. Έως τα τέλη του 14ου αι. ο κυρίως όγκος νερού συγκρατιόταν σε μία μικρή λεκάνη στα δυτικά της πόλης. Τότε τα νερά (έπειτα πιθανώς από κάποιο γεωλογικό ή καιρικό φαινόμενο) αποφασίζουν να διέλθουν την πόλη και να χυθούν θεαματικά από τον βράχο της, με συνέπεια να δημιουργηθούν πολλά μικρά ποτάμια και παράλληλα να καταργηθεί η λίμνη απ’ όπου προήλθαν. Πολλοί περιηγητές του 17ου & 18ου αι. περιγράφουν την εικόνα της πόλης με έναν βράχο από όπου πέφτουν τα νερά από πολλούς καταρράκτες.

Για τον σημερινό επισκέπτη θα ήταν λίγο δύσκολο να αντιληφθεί τι συνέβαινε μόλις λίγες δεκαετίες πίσω, όπου οι καταρράκτες ήταν ένα άσημο μέρος. Λίγο κρυμμένοι πίσω από τις λαπούες, λίγο κρυμμένοι πίσω από την ακατάσχετη βλάστηση, λίγο εγκαταλελειμμένοι εκεί στην άκρη του βράχου, εθεωρείτο εγχείρημα, μία μικρή ίσως περιπέτεια, να κατέβει κανείς τα δύσβατα μονοπάτια της εποχής, για να τους χαζέψει ... ή να τους φωτογραφίσει.

Από το 1942 αρχίζει μία διαφορετική αντιμετώπιση του χώρου και πρώτοι οι Γερμανοί τον διαβάζουν με την τουριστική και χρηστική του, πλέον, λογική. Κάθε πρωί ο λοχίας της Γκεστάπο Φριτς μπλόκαρε τα περάσματα της πλατείας, αφαιρούσε τις ταυτότητες και, για να τις ξαναπάρουν πίσω, έπρεπε υποχρεωτικά να περάσουν από το εργοτάξιο των καταρρακτών. Έτσι από το τίποτα ξεπήδησαν το καλοκαίρι του 1942 δύο πισίνες, παρτέρια, ζαρντινιέρες με ενδιαφέρουσα αρχιτεκτονική, που όπως θα έλεγαν σήμερα, σεβόταν το τοπίο.

Μετά τον πόλεμο ο χώρος παραδίδεται στο δήμο, του οποίου οι κηπουροί τον φροντίζουν φυτεύοντας λουλούδια και δέντρα. Στην συνέχεια ξεσπά ο εμφύλιος πόλεμος και οι καταρράκτες ξεχνιούνται προσωρινά, εκτός βέβαια από τους αγρότες του Λόγγου οι οποίοι απολαμβάνουν το μπάνιο τους. Άνθρωποι του μόχθου που δεν είχαν δει ποτέ τους θάλασσα ξεπέζευαν το γαϊδουράκι τους και βουτούσαν στα πράσινα δροσερά νερά.

 

Σταθμός στην πορεία υπήρξε το 1953, όταν ολοκληρώθηκε και άρχισε να λειτουργεί το δημοτικό εστιατόριο με το όνομα "ΠΙΣΙΝΕΣ" το οποίο διασκέδαζε τους Εδεσσαίους με βαλσάκια, ταγκό, μάμπο και λίγη ατμοσφαιρική τζαζ.

Έως τις αρχές του 1960 κατασκευάζονται προσβάσεις, για να μπορεί ο επισκέπτης να προσεγγίζει με ασφάλεια. Τότε κατασκευάστηκαν και σημεία "μπελβεντερε" για ποικιλία θέασης. Εξαίρεση βέβαια αποτελεί η απόφαση της ΔΕΗ (τότε (;)) να κατασκευάσει ένα ακόμη εργοστάσιο, καταστρέφοντας το πάρκο καταρρακτών και βέβαια τους ίδιους τους καταρράκτες. Η μνημειώδης βέβαια αυτή ΑΝΟΗΣΙΑ δεν πραγματοποιή-θηκε, γιατί οι άνθρωποι της πόλης πείσμωσαν, αντιστάθηκαν, για να διασώσουν μετά από αγώνες το αυτονόητο και το προφανές.

Σήμερα οι καταρράκτες είναι πασίγνωστο θέαμα απείρου κάλλους για όλη την Ελλάδα και τον υπόλοιπο κόσμο. Μπορεί κανείς με ασφάλεια να θαυμάσει τον μεγάλο Καταρράκτη "Κάρανο" με το νερό να πέφτει από ύψος 70 περίπου μέτρων και τον διπλό καταρράκτη, όπως επίσης και το σπήλαιο κάτω από τον βράχο. Η περιοχή έχει αναβαθμισθεί και προσφέρει ευκολίες στους επισκέπτες. Ενδεικτικά αναφέρεται η συνεχής λειτουργία περιπτέρου πληροφοριών, η λειτουργία υπαίθριου Μουσείου Νερού και πολύ σύντομα ξενοδοχείο 5* και άλλες διευκολύνσεις.

(Από την ιστοσελίδα www.edessacity.gr)

Κερμανίδης Ηλίας (Ε΄ Τάξη)

 

 

 

Την σελίδα αυτή σχεδίασε ο Κιοσσές Γιώργος