νεροβάρελο:
(νερό + βαρέλι) βαρέλι για αποθήκευση ή μεταφορά νερού
νερόβραστος: που έβρασε μόνο με νερό, μεταφορικά ανόητος, σαχλός
νεροδεσιά: (νερό + δένω) φράγμα που εμποδίζει
τη ροή του νερού ή το εκτρέπει σε άλλη κατεύθυνση, νεροφράχτης
νεροκάλαμο: (νερό + καλάμι) το φυτό φραγμίτης ο κοινός
νεροκανάτα ή νεροκάνατο: (νερό + κανάτα) επιτραπέζιο σκεύος για
νερό, υδροδοχείο
νεροκάρδαμο: (νερό + κάρδαμο) το κάρδαμο που φυτρώνει στα ρυάκια,
ενυδροκάρδαμο
νεροκολοκυθιά: (νερό + κολοκυθιά) το φυτό κολοκύνθη η λαγηνοφόρος,
η φλασκιά
νερόκοτα: (νερό + κότα) το υδρόβιο πουλί ράλλος ο φίλυδρος
νεροκουβαλητής και νεροκουβαλήτρα: (νερό +
κουβαλητής) ο μεταφορέας και πωλητής νερού, ο νερουλάς, (μεταφορικά)
πρόσωπο που οι κόποι του, οι προσπάθειές του ωφελούν άλλους
νερόκρινο: (νερό + κρίνο) υδροχαρές φυτό που ανήκει στα ιριδοειδή
νερομάζωμα: (νερό και μάζωμα) η συγκέντρωση των νερών της βροχής
σε δεξαμενές
νερομάνα: (νερό + μάνα) πηγή άφθονου νερού
νερομπογιά :(νερό + μπογιά) διάλυμα χρωστικής
ουσίας σε νερό, υδρόχρωμα, έργο ζωγραφικής εκτελεσμένο με υδρόχρωμα,
ακουαρέλα
νερόμυλος: (νερό + μύλος) μύλος που κινείται με τη ροή ή την πτώση
νερού, υδρόμυλος
νερόπλυμα: (νερό + πλένω) το νερό από την πλύση
των μαγειρικών σκευών, (μεταφορικά) φαγητό ή ρόφημα άνοστο
νεροποντή: (νερό + πόντος) ραγδαία βροχή
νεροπότηρο: (νερό + ποτήρι) ποτήρι για νερό
νεροσυρμή: (νερό + συρμή – σύρω) φυσικό, κατηφορικό αυλάκι απ’
όπου τρέχουν τα νερά της βροχής
νεροσωλήνας: (νερό + σωλήνας) σωλήνας για διοχέτευση νερού,
υδροσωλήνας
νερουλάς: μεταφορέας ή πωλητής νερού
νερουλιάζω: γίνομαι νερουλός, χάνω τη
συνεκτικότητά μου, γίνομαι πλαδαρός, (μεταφορικά) ξεκουτιαίνω
νερουλός: ρευστός σαν νερό, υδαρής (μεταφορικά) πλαδαρός
νεροφάγωμα: (νερό + φάγωμα) κοιλότητα σχηματισμένη σε έδαφος ή σε
πέτρα, από τρεχούμενα νερά
νεροφίδα ή νερόφιδο: (νερό + φίδι) είδος ερπετού που ζει στο νερό,
ύδρος
νεροχελώνα: (νερό + χελώνα) είδος χελώνας που ζει στο νερό
νεροχύτης: (νερό + χύνω) λεκάνη σε κουζίνα για το πλύσιμο των
πιατικών
υδραγωγός: (ύδωρ + αγωγός) αυλάκι ή σωλήνας που διοχετεύει το νερό
υδατάνθρακας: (ύδωρ + άνθρακας) υδατάνθρακες,
οργανικές ενώσεις που αποτελούν το κύριο συστατικό των κυττάρων
υδάτινος: ο αποτελούμενος από νερό, νερένιος
υδατογράφημα: (ύδωρ + γράφημα) διαφανής
παράσταση που αποτυπώνεται στο χαρτί κατά τη φάση της βιομηχανικής
παραγωγής του, και είναι εμφανής, όταν κρατήσει κανείς το χαρτί κόντρα
στο φως
υδατογραφία: ζωγραφική με χρώματα διαλυμένα στο
νερό, ακουαρέλα, πίνακας που ζωγραφίστηκε με υδρόχρωμα
υδατοκαλλιέργεια: (ύδωρ + καλλιέργεια) εκτροφή
θαλάσσιων ειδών με στόχο τη διάθεσή τους στο εμπόριο, η καλλιέργεια
επίγειων φυτών σε άγονο έδαφος που ποτίζεται με νερό που εμπεριέχει
όλα τα απαραίτητα στοιχεία για την ανάπτυξή τους
υδατοστεγής: (ύδωρ + στέγω) ο αδιαπέραστος από το νερό, στεγανός
υδατοσφαίριση: (υδατόσφαιρα) το γουότερ πόλο
υδραγωγείο: (υδραγωγός) σωλήνας ή αυλάκι που
διοχετεύει το υγρό σε ορισμένη κατεύθυνση, τεχνικό έργο με το οποίο
μεταφέρεται ή διοχετεύεται νερό από τον τόπο της προελεύσεώς του στα
σημεία διανομής, δεξαμενή όπου αποθηκεύεται νερό και από την οποία
ξεκινούν οι υδροσωλήνες του δικτύου κατανάλωσης
υδραντλία: (ύδωρ + αντλία) αντλία νερού
υδρατμός: (ύδωρ + ατμός) η αέρια κατάσταση του νερού, ατμός από
την εξάτμιση του νερού, αχνός
υδραυλικός: ο σχετικός με τη διοχέτευση του
νερού και τη χρησιμοποίησή του σε μηχανικά έργα, ο ανθεκτικός στην
επίδραση του νερού, τεχνίτης ειδικός σε εργασίες σχετικές με τη
διοχέτευση ή τη χρήση νερού
ύδρευση: προμήθεια νερού, το σύνολο των έργων
και μέσων για την παροχή νερού σε πόλη ή συνοικισμό
υδρία: πήλινο αγγείο για νερό, στάμνα
υδρόβιος: (ύδωρ + βιόω – ώ) που ζει και αναπτύσσεται μέσα σε νερό
υδροβιότοπος: ( ύδωρ + βιότοπος) υγρότοπος
υδροδότηση: παροχή νερού
υδροηλεκτρικός: (ύδωρ + ηλεκτρικός) ο σχετικός με τον
υδροηλεκτρισμό
υδρόθειο: (ύδωρ + θείον) αέριο εύφλεκτο,
δύσοσμο και δηλητηριώδες που περιέχεται στα αέρια των θειούχων πηγών,
παράγεται δε κατά τη σήψη ζωικών και φυτικών ουσιών
υδροκινητήρας: (ύδωρ + κινητήρας) κινητήρας που κινείται με την
πτώση ή τη ροή νερού
υδρομετρητής: (ύδωρ + μετρητής) μετρητής της ποσότητας νερού που
καταναλώνεται, υδρογνώμων
υδροπλάνο: (ύδωρ + planer)
τύπος αεροπλάνου με πλωτήρες, αντί τροχών, ώστε να προσθαλασσώνεται
και να αποθαλασσώνεται
υδρορροή: (ύδωρ + ροή) αγωγός του νερού στην
άκρη της στέγης οικήματος, που μαζεύει τα νερά της βροχής και με
σωλήνες τα αποχετεύει στο έδαφος
υδροστατική: κλάδος της φυσικής που μελετά μηχανικές ιδιότητες των
υγρών σε κατάσταση ηρεμίας
υδροστρόβιλος: (ύδωρ + στρόβιλος) υδραυλικός
στρόβιλος, μηχάνημα που μετατρέπει την πτώση νερών σε κινητήρια
δύναμη, δίνη νερού, ρουφήχτρα,
νεροστρόβιλος
υδρόφιλος: (ύδωρ + φίλος) που αγαπά το νερό,
υδροχαρής, φίλυδρος, υγροσκοπικός, (για φυτά) που η επικονίασή του
γίνεται με τη βοήθεια του νερού
υδρόχρωμα: (ύδωρ + χρώμα) χρωστική ουσία
διαλυτή ή διαλυμένη στο νερό, νερομπογιά, χρωματισμένο γαλάκτωμα
ασβέστη
…και πολλές άλλες.
Αντωνιάδου Αναστασία, Τοπούζη Δέσποινα,
Τσιτλακίδου Αλεξάνδρα
|