Στα πλαίσια της εργασίας μας για τη διατροφή και με αφορμή την ενότητα «Η καθημερινή ζωή στην ύπαιθρο στα χρόνια των Ισαύρων και των Μακεδόνων» του μαθήματος της Ιστορίας, ασχοληθήκαμε με τη διατροφή στα χρόνια του Βυζαντίου. Διαβάσαμε το βιβλίο
της Ελένης Σταμπόγλη «Πρόσκληση σε γεύμα» της σειράς «Στους δρόμους του Βυζαντίου», γράψαμε μια περίληψη για τη διατροφή των Βυζαντινών και σας την παρουσιάζουμε.
* * *
Το τι έτρωγαν οι κάτοικοι της Βυζαντινής αυτοκρατορίας εξαρτιόταν σε μεγάλο βαθμό από το πού έμεναν – αν δηλαδή ζούσαν κοντά στη θάλασσα και ήταν ψαράδες, ή στην ενδοχώρα της Μικράς Ασίας και έβοσκαν τα κοπάδια τους στα απέραντα βοσκοτόπια της ή ακόμα, αν κατοικούσαν στην ύπαιθρο ή σε μια από τις μεγάλες πόλεις της αυτοκρατορίας, όπως η Αντιόχεια, η Αλεξάνδρεια, η Θεσσαλονίκη ή η Τραπεζούντα. Στις αγορές των λιμανιών αυτών, έφταναν πλοία φορτωμένα με όλα τα καλά από κάθε γωνιά της αυτοκρατορίας: λάδια και κρασιά, μπαχάρια και τυριά, ξηρούς καρπούς και παστά.
Στον κεράτιο κόλπο άραζαν τα ψαροκάικα που έφταναν κάθε αυγή φορτωμένα με την ψαριά της προηγούμενης νύχτας. Εκεί ήταν η κεντρική ψαραγορά της Κωνσταντινούπολης, όπου έβρισκες ό,τι ήθελες: συναγρίδες, μπαρμπούνια, φαγκριά, ροφούς, καλκάνια, κέφαλους, αθερίνα, σαρδέλες, αλλά και μύδια, στρείδια, χταπόδια, σουπιές
. ιδιαίτερα γνωστή ήταν η παλαμίδα, καθώς και η παστή λακέρδα που έφτιαχναν απ’ αυτήν.
Ψάρια λιπαρά, κατάλληλα για πάστωμα, που διατηρούνταν πολύ καιρό μέσα σε χοντρό αλάτι αποτελούσαν συνηθισμένη τροφή των ανθρώπων τον χειμώνα.
Το αλάτι κατείχε ξεχωριστή θέση στο εμπορικό της αυτοκρατορίας. Χωρίς αυτό δεν θα μπορούσαν να συντηρηθούν τα τρόφιμα – τα ψάρια αλλά και το κρέας, το τυρί και τα αλίπαστα.
Τα καπνιστά και παστά ψάρια, κύρια τροφή της φτωχολογιάς, πωλούνταν αποκλειστικά από τους μπακάληδες.
Στην ενδοχώρα – στα ορεινά της Βαλκανικής χερσονήσου και στα απέραντα βοσκοτόπια της Μικράς Ασίας – οι άνθρωποι τρέφονταν διαφορετικά. Εδώ τα γαλακτοκομικά προϊόντα και το κρέας αποτελούσαν τη βάση της καθημερινής διατροφής.
Όλοι οι Βυζαντινοί, ψαράδες και γεωργοί, κτηνοτρόφοι και τεχνίτες, ανεξάρτητα από το που έμεναν και με τι ασχολούνταν, είχαν ως βάση της διατροφής τους το ψωμί.
Στα χωριά, οι άνθρωποι έψηναν το ψωμί στον φούρνο του σπιτιού τους. Στην πόλη, όμως, οι περισσότεροι αγόραζαν ψωμί από τον φούρνο της γειτονιάς.
Όπως και σήμερα, έτσι και τότε, έβρισκε κανείς πολλά είδη ψωμιού:
- Ο καθαρός ή μεταξωτός άρτος λεγόταν έτσι, γιατί γινόταν από αλεύρι που κοσκίνιζαν σε λεπτή μεταξωτή σίτα. Αυτό το ψωμί το αγόραζαν οι πλούσιοι των πόλεων, γιατί ήταν ακριβό. Επίσης το έτρωγαν οι άρρωστοι, γιατί ήταν ευκολοχώνευτο.
- Ο μέσος άρτος ήταν ψωμί δεύτερης ποιότητας, από σταρένιο αλεύρι ανακατεμένο με άλλα δημητριακά.
- Ο ρυπαρός άρτος ήταν ψωμί από κριθάρι ή πίτουρα, που το έτρωγαν μόνο οι πολύ φτωχοί.
Εκτός από το φρέσκο ψωμί υπήρχαν και τα παξιμάδια, που κρατούσαν πολύ καιρό. Γι’ αυτό αποτελούσαν την κύρια τροφή του στρατού σε καιρό εκστρατείας, καθώς και όσων ταξίδευαν μέρες πολλές με το πλοίο.
Πολλοί άνθρωποι εκείνου του καιρού, είτε έμεναν στην πόλη είτε στην ύπαιθρο, είχαν ένα μικρό λαχανόκηπο όπου καλλιεργούσαν μαρούλια, λάχανα, σπανάκι, κρεμμύδια, σκόρδα, μανιτάρια, καρότα, πράσα, καθώς και αρωματικά φυτά: άνηθο, δυόσμο, θρούμπι και ρίγανη.
Τα φρέσκα λαχανικά και τα όσπρια, φτηνά και θρεπτικά τρόφιμα, δεν έλειπαν ποτέ από το καθημερινό τραπέζι. Άλλωστε, σε πολυήμερες νηστείες (πριν από τα Χριστούγεννα το Πάσχα και τον Δεκαπενταύγουστο), αλλά και κάθε Τετάρτη και Παρασκευή, ο κόσμος έτρωγε μόνο λαδερά, όσπρια και σαλάτες.
Πολλά λαχανικά οι νοικοκυρές τα έκαναν τουρσί: στο αλάτι ή στο ξίδι, μπορούσαν να συντηρηθούν και για τον χειμώνα, όταν η ποικιλία φρέσκων λαχανικών ήταν μικρότερη.
Στα παράλια της Μικράς Ασίας και των Βαλκανίων, αλλά και στα νησιά του Αιγαίου, παντού όπου το κλίμα ευνοούσε την καλλιέργεια της ελιάς, οι γυναίκες μαγείρευαν, όπως και σήμερα με ελαιόλαδο.
Στις περιοχές όπου το κλίμα ήταν πιο ήπιο, μήλα και αχλάδια, ρόδια, σύκα, σταφύλια και κεράσια συμπλήρωναν καθημερινά το τραπέζι.
Για τους βυζαντινούς, το κρασί δεν ήταν μόνο απόλαυση αλλά και συμπλήρωμα διατροφής.
Για τις κρύες μέρες του χειμώνα, αποθήκευαν φρούτα, όπως σύκα και σταφύλια, τα οποία είχαν αποξηράνει, είτε απλώνοντάς τα στον ήλιο, το καλοκαίρι, είτε κρεμώντας τα σε κελάρια και αποθήκες.
Τα φρούτα συμπλήρωναν οι ξηροί καρποί: καρύδια, αμύγδαλα και φουντούκια, όλα πλούσια σε πρωτεΐνες.
Για γλυκαντικό, οι βυζαντινοί χρησιμοποιούσαν το μέλι.